Στα σπίτια των τελευταίων «καστρόπληκτων»

Σπαράγματα του προσφυγικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης

Ήταν σαν ο καιρός να είχε προγραμματίσει μια «ημέρα γενικής καθαριότητας» όταν ανηφορίσαμε προς την Άνω Πόλη. Η βροχή ξέπλενε τις αυλές, ενώ ο δυνατός Βαρδάρης καθάριζε τα σύννεφα στον ουρανό. Τριάντα χρόνια πριν, ήταν η πολιτεία αυτή που αποφάσιζε να «καθαρίσει» την περιοχή των βυζαντινών τειχών από τις παράγκες και τα ταπεινά σπιτάκια στη μια πλευρά του τείχους, τα λεγόμενα «καστρόπληκτα». Χτυπήσαμε την πόρτα των κατοίκων, αναζητώντας τις ιστορίες που κρύβονται πίσω από τους τοίχους και τα τείχη.

Το σπίτι απέναντι από τη μονή Βλατάδων, με την πλάτη στο τείχος, θα έμοιαζε κάποτε με αρχοντικό, δίπατο, με γύψινα κολωνάκια και ωραία θέα. Σήμερα φαντάζει εγκαταλελειμμένο. Μάς άνοιξε την πόρτα μια γυναίκα με όψη ανάλογη με το σπίτι. όμορφη, αλλά με εμφανή τα σημάδια μιας δύσκολης ζωής στο πρόσωπό της.

Παρότι το σπίτι δεν έχει ρεύμα και νερό, εκείνη δεν παραπονιέται, ίσως γιατί η κατάσταση παλαιότερα ήταν ακόμα χειρότερη. Για άλλη μια φορά, ένα «καστρόπληκτο» σπίτι γίνεται καταφύγιο για κατατρεγμένους, σκέφτομαι.

«Θα φύγω, ο άνθρωπος που με αφήνει να μένω εδώ είπε ότι σε λίγους μήνες το σπίτι θα κατεδαφιστεί» μας είπε στα αγγλικά η πολωνικής καταγωγής γυναίκα, προτού μας αποχαιρέτησε ευγενικά.

Το σπίτι απέναντι από τη μονή Βλατάδων, με την πλάτη στο τείχος, θα έμοιαζε κάποτε με αρχοντικό. «Θα φύγω, ο άνθρωπος που με αφήνει να μένω εδώ μου είπε ότι σε λίγους μήνες το σπίτι θα κατεδαφιστεί».
Από τη Μικρά Ασία στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στην Άνω Πόλη, κάποιοι σε σπίτια όπου έμεναν Τούρκοι, κι άλλοι στήνοντας πρόχειρες και αυθαίρετες κατασκευές. Το τείχος έγινε ο τέταρτος τοίχος του σπιτιού τους.

Αργότερα θα υιοθετούνταν ο όρος «καστρόπληκτα» για αυτά τα σπίτια, λες και το κάστρο ήταν μια φυσική καταστροφή. Μετά τον μεγάλο σεισμό του 1978 ο οικισμός χαρακτηρίστηκε παραδοσιακός και η ρυμοτομική γραμμή που διατρέχει τα τείχη καθορίστηκε ζώνη πρασίνου. Τα σπίτια ήταν «αόρατα» στο πολεοδομικό σχέδιο, κι έπρεπε να απομακρυνθούν…

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στην Άνω Πόλη, κάποιοι σε σπίτια όπου έμεναν Τούρκοι, κι άλλοι στήνοντας πρόχειρες και αυθαίρετες κατασκευές.

Ελλείψει κονδυλίων για απαλλοτριώσεις, πέρασαν είκοσι χρόνια μέχρι να αρχίσουν οι πρώτες κατεδαφίσεις. Τα πρώτα χρήματα βρέθηκαν από τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, με σκοπό να αναδειχθούν τα δυτικά τείχη. Για όσους αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, ο δήμος προχώρησε σε αναγκαστική απαλλοτρίωση. Οι κάτοικοι αντέδρασαν, έχοντας στο πλευρό τους συλλόγους Μικρασιατών, επιστημονικούς φορείς και πανεπιστημιακούς.

Τότε ήταν που για πρώτη φορά ακούστηκαν οι φωνές ειδικών που έλεγαν ότι τα σπίτια αυτά, τα «καστρόπληκτα», ήταν κομμάτι της ιστορίας της πόλης, τα τελευταία σπαράγματα του προσφυγικού της παρελθόντος και πρέπει να διατηρηθούν. Το θέμα παραπέμφθηκε σε… επιτροπές και ξεχάστηκε.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Δήμος Θεσσαλονίκης επιχείρησε και πάλι την κατεδάφιση ορισμένων κτισμάτων, καθώς έχει εξασφαλιστεί χρηματοδότηση από το Γ’ ΚΠΣ (2000-2006) για την ανάδειξη του τείχους. Το 2010 είχαν κατεδαφιστεί και τα τελευταία 16 κτίσματα και παρέμειναν άλλα 16 στην πλευρά του δήμου Θεσσαλονίκης, ως δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής συνδεδεμένα με την πρόσφατη ελληνική ιστορία.

Το 2010 κατεδαφίστηκαν 16 κτίσματα, ενώ άλλα 16 στην πλευρά του δήμου Θεσσαλονίκης διατηρήθηκαν ως δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής συνδεδεμένα με την πρόσφατη ελληνική ιστορία.

Τα ελάχιστα «καστρόπληκτα» που έχουν απομείνει περιλαμβάνονται σε τουριστικούς οδηγούς, στο λήμμα kastroplikta, ενώ εξακολουθούν να πυροδοτούν συζητήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: να κατεδαφιστούν για να αναδειχθεί το βυζαντινό τείχος, ή να μείνουν, ως ένα κομμάτι της ιστορίας πόλης;

Τέσσερις γενιές μεγάλωσαν στο ίδιο σπίτι

Επόμενη στάση, λίγα μέτρα παραπέρα, ένα σπίτι που κατοικείται αδιάλειπτα εδώ και τουλάχιστον ενάμιση αιώνα. Η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων το χρονολόγησε στα 1786, ο τίτλος ιδιοκτησίας κάποιου Χουσεϊν Σαχίν που έμενε εκεί είναι του 1874. Μια γυναίκα μάς μίλησε από το παράθυρο. Οι δικοί της ήρθαν από την Ανατολική Θράκη με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Δυο αδελφές βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι αυτό, η μία ήταν η γιαγιά της. Εδώ μεγάλωσαν τέσσερις γενιές, η γιαγιά, η μητέρα της, η ίδια και τα παιδιά της.

«Οι συνθήκες ζωής είναι δύσκολες, το χειμώνα μάς τρώει ο Βαρδάρης» λέει. «Οι περισσότεροι παλιοί έφυγαν. Εμείς έχουμε τίτλους ιδιοκτησίας, το σπίτι είναι διατηρητέο, κι αυτό δεν αρέσει στους “φτωχοπλούσιους” που αγοράζουν σπίτια στην περιοχή και θέλουν να φύγουμε» μας είπε ο σύζυγος της.

Το σπίτι αυτό κατοικείται αδιάλειπτα εδώ και τουλάχιστον ενάμιση αιώνα. Εδώ μεγάλωσαν τέσσερις γενιές, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών.
Το μικρό Ποδοχώρι

Περιδιαβήκαμε την Επταπυργίου και χτυπήσαμε πολλές πόρτες σπιτιών. Άλλα ήταν εμφανώς ακατοίκητα και σε άλλα ζούσαν κατάκοιτοι ηλικιωμένοι. Ακόμα και όσα είχαν μετατραπεί παλαιότερα σε καταλήψεις, φαίνεται ότι σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί. Περάσαμε στην εξωτερική πλευρά των δυτικών τειχών της Άνω Πόλης, στα όρια των Συκεών, εκεί όπου διατηρούνται πολύ περισσότερα «καστρόπληκτα».

Η κυρία Όσια είναι παιδί προσφύγων από τη Νίγδη της Καππαδοκίας. Πριν από την ανταλλαγή, στο σπίτι αυτό έμεναν Τούρκοι, μετά ήρθαν διαδοχικά τρεις οικογένειες προσφύγων και η τέταρτη ήταν η δική της.

«Εγώ δεν μένω πολλά χρόνια στη γειτονιά» μας είπε μια γυναίκα που φρόντιζε τα λουλούδια στο μπαλκόνι της και μας έστειλε στο σπίτι της κυρίας Όσιας.

Παιδί προσφύγων από τη Νίγδη της Καππαδοκίας, η οικογένεια της εγκαταστάθηκε στο Ποδοχώρι Καβάλας. «Είχα πολύ ωραία φωνή, μια φορά με άκουσε ένας που έκανε αυτή τη δουλειά και με ρώτησε αν ήθελα να με συστήσει στον Μίμη Πλέσσα. “Άμα σε κάνουμε ντιζές πώς θα σε παντρέψουμε;” με ρώτησαν οι γονείς μου». Παρότι δεν έκανε καριέρα, το τραγούδι παραμένει μέχρι και σήμερα η μεγάλη της αγάπη και δεν χάνει ευκαιρία να τραγουδά, κυρίως τούρκικα τραγούδια που της θυμίζουν την προσφυγική της καταγωγή.

Κάποτε ένας χωριανός της την κάλεσε να τραγουδήσει σε έναν γάμο, σε μια γειτονιά της Άνω Πόλης όπου ζούσαν πολλοί Ποδοχωρινοί. Σε εκείνο το γλέντι στην Άνω Πόλη, την είδε και ο κατοπινός της σύζυγος και δεν άργησε να στείλει τα προξενιά.  Ο δικός της γάμος έγινε το 1962 και το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην ίδια γειτονιά, και μάλιστα στο διπλανό σπίτι.

Πριν από την ανταλλαγή, στο σπίτι αυτό έμεναν Τούρκοι, μετά ήρθαν διαδοχικά τρεις οικογένειες προσφύγων και η τέταρτη ήταν η δική της. Το νιόπαντρο ζευγάρι έδωσε ένα ελάχιστο ποσό στους προηγούμενους ενοίκους. «Το έβαλαν στην τσέπη και ούτε χαρτιά, ούτε τίποτα» μας λέει. Θυμάται το βράδυ του γάμου της να κουβαλά με τα χέρια τα προικιά της και οι γειτόνισσες να τη βοηθούν. «Έφυγα από το σπίτι μου και νόμιζα ότι ήμουν πάλι στο χωριό, γιατί όλοι οι γείτονες ήταν από το Ποδοχώρι, οι περισσότεροι ήξεραν τα τουρκικά γιατί ήταν προσφυγικής καταγωγής» μας λέει.

«Γλίτωναν ένα ντουβάρι»

Στο μικρό σπίτι που ακουμπούσε στα τείχη ανέθρεψε η κυρία Οσία τα δύο της παιδιά.

«Ξέρεις, οι άνθρωποι εδώ θεωρούσαν τον εαυτό τους τυχερό, γιατί είχαν το κάστρο και γλίτωναν ένα ντουβάρι. Επειδή ήταν στρογγυλό (σ.σ.κυρτό), εμείς κάναμε κρυφά ένα ντουβάρι, αλλά δεν το κολλήσαμε στο κάστρο» μας λέει, καθώς μας δείχνει τους χώρους.

Μια μικρή αυλή με λουλούδια, μια γωνιά κλεισμένη με σύρμα που άλλοτε λειτουργούσε σαν κοτέτσι, σχοινιά για να απλώνει την μπουγάδα. Το εσωτερικό του σπιτιού δαιδαλώδες, με μικρά δωμάτια, μια κουζίνα που φτιάχτηκε σχετικά πρόσφατα κι ένα καθιστικό γεμάτο πλαστικά μπιμπελό και οικογενειακές φωτογραφίες: ένα παλιό πορτρέτο του άντρα της, ο γάμος του γιου της, παιδιά της γειτονιάς που τα κρατούσε όσο οι γονείς τους έλειπαν στη δουλειά.

Το καθιστικό είναι γεμάτο μπιμπελό και οικογενειακές φωτογραφίες: ένα παλιό πορτρέτο του άντρα της, ο γάμος του γιου της, παιδιά της γειτονιάς που τα κρατούσε όσο οι γονείς τους έλειπαν στη δουλειά.

«Τα δικά μου τα παιδιά παίζανε έξω μέχρι αργά, δεν κλειδώναμε τα σπίτια. Θυμάμαι τα γλέντια που κάναμε στην αυλή, έβαζε ο συγχωρεμένος ο άντρας μου στην ψησταριά κοκορέτσια, κοντοσούβλια… και τι δεν έψηνε». Οι παλιοί γείτονες πέθαναν, αλλά και οι νέοι συνεχίζουν να κάνουν τις γιορτές τους έξω, στο στενό, και να τρώνε όλοι μαζί. «Μου φέρνουν κι εμένα να με κεράσουν. Είμαστε σαν συγγενείς» λέει.

Τη ρωτώ πώς είναι να έχει περάσει όλη της τη ζωή σε ένα σπίτι χωρίς να είναι δικό της στα χαρτιά.

«Πριν χρόνια πιάσαμε όλοι μαζί έναν δικηγόρο, δώσαμε από ένα ποσό και μας είπε “εγώ θα βρω την άκρη”, αλλά δεν την βρήκε. Όλα ανήκουν στο δήμο, τα διεκδικεί η αρχαιολογία... δεν ξέρω. Δεν μας διώχνουν, δεν μας αφήνουν να κάνουμε και τίποτε στο σπίτι, περιμένουν να πεθάνουμε, φαίνεται. Ας μας λέγανε τουλάχιστον “κάντε τα όλα τα σπίτια ένα χρώμα”, να ήταν ένα ωραίο πράγμα. Ξέρεις πόσοι τουρίστες περνάνε από εδώ;».

Διαβάστε επίσης

Μια συναρπαστική απόδραση λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο της Θεσσαλονίκης παρέα με τους Trail Tales
«Ρωγμή στο τσιμέντο» μιας από τις λιγότερο πράσινες περιοχές και πόλεις της Ευρώπης
«Μόλις βγω, θέλω να βρω δουλειά και να κάνω περήφανα τα παιδιά μου, παρά τις λάθος επιλογές που έκανα στη ζωή μου»
Εκκλησιαστήκαμε στον Άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ, μιλήσαμε με τους παλιννοστούντες, και μπήκαμε στα σπίτια που έχτισαν με τα ίδια τους τα χέρια