Στο «Ελ Πάσο» επιστρέφεις στα 70s

Μισό αιώνα τώρα, μόνο οι θαμώνες αλλάζουν στο θρυλικό στέκι της Αγ. Δημητρίου

Στα γενέθλια του φίλου μου του Κωνσταντίνου, του κάναμε δώρο μια χρονομηχανή. Απαρτιζόταν από πολλά, φαινομενικά ασύνδετα μηχανικά μέρη, φαινόταν έτοιμη να διαλυθεί, και όταν την ενεργοποιήσαμε έβγαζε σύννεφα καπνού. Μπήκαμε μέσα ολόχαροι και πατήσαμε τα κουμπιά στις οθόνες. Βγαίνοντας, βρεθήκαμε στο «Ελ Πάσο».

Τα μπιλιάρδα του «Ελ Πάσο» είναι δημοφιλής προορισμός για χρονοταξιδιώτες. Το κατάστημα επιβιώνει σχεδόν αυτούσιο στον αριθμό 140 της Αγίου Δημητρίου από το 1972. Ο ιδιοκτήτης, Χρήστος Παυλίδης, λέει ότι δεν του αρέσουν οι αλλαγές: «Ό,τι μπαίνει σ’ αυτό το μαγαζί, από το πορτρέτο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ως τη Γκερνίκα του Πικάσο πάνω από το τραπέζι του πινγκ πονγκ, δεν φεύγει ποτέ».

Το 2007 έγιναν εδώ γυρίσματα για την ταινία μικρού μήκους του Πάνου Σπινθηρόπουλου Merry Christmas, όπου δύο νεαροί απατεώνες παίζουν γαλλικό μπιλιάρδο, καπνίζουν πούρα και μοιράζουν τα κλοπιμαία τους. Στα καρέ της ταινίας, το πορτρέτο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ εμφανίζεται στο ίδιο σημείο όπου στέκεται και σήμερα.

Ο ιδιοκτήτης του «Ελ Πάσο» Χρήστος Παυλίδης: «Ό,τι μπαίνει σ’ αυτό το μαγαζί δεν φεύγει ποτέ».
Ο ιδιοκτήτης του «Ελ Πάσο» Χρήστος Παυλίδης: «Ό,τι μπαίνει σ’ αυτό το μαγαζί δεν φεύγει ποτέ».

Τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, το «Ελ Πάσο» άνοιγε με το πρώτο φως της αυγής. Στις επτά το πρωί ακριβώς, μαθητές κατέβαιναν τα σκαλιά, πετούσαν τις τσάντες τους δεξιά κι αριστερά, κι άρχιζαν το μπιλιάρδο. «Μου έλεγαν πως κάνουν κοπάνα, αλλά εγώ, από έξι χρονών στη Γερμανία, δεν ήξερα τι σημαίνει η λέξη» θυμάται ο κύριος Χρήστος. Όταν στην πορεία κατάλαβε τι σόι πλεκτάνη στήνεται μπροστά στα μάτια του, άλλαξε το ωράριο και άρχισε να ανοίγει στις 10:00. Τα παιδιά όμως, πονηρεμένα, πήγαιναν στα γειτονικά μαγαζιά, περίμεναν τρεις ολόκληρες ώρες, κι ερχόντουσαν στο «Ελ Πάσο» για να συνεχίσουν τη βεγγέρα.

Τα γειτονικά μαγαζιά είχαν κι αυτά ονόματα που μας ταξιδεύουν νοερά στη Λατινική Αμερική, όπως «Σαν Σαλβαντόρ», «Σάντα Μόνικα» και «Αρτζεντίνα». Καμία σχέση όμως με το Φαρ ουέστ και τη μυθολογία της αμερικανικής Δύσης, εξηγεί ο κύριος Χρήστος: «Ήταν απλώς πιασάρικα ονόματα, που μας θύμιζαν τα σπαγγέτι γουέστερν».

Το «Ελ Πάσο», λόγω ονόματος αλλά και μπιλιάρδου, μου θύμισε ένα μεγάλο ταξίδι που είχα κάνει στην Αμερική το καλοκαίρι του 2022. Είχα περάσει με τους φίλους μου δυο νύχτες στο Φοίνιξ της Αριζόνα (431 μίλια βορειοδυτικά του πραγματικού Ελ Πάσο, πάνω στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό). Εκεί, έβαλα στοίχημα με έναν ντόπιο ζυθοποιό, που είχε πολλά να αποδείξει στη σύντροφό του. Παίξαμε skee-ball και μια γύρα μπιλιάρδο. Έχασα πανηγυρικά και στα δύο. Η ποινή μου: δέκα κάμψεις ενώπιον των μοναχικών μπαρόβιων, οι οποίοι διασκέδασαν για λίγο με τη δυστυχία μου, προτού συνεχίσουν να πίνουν ατάραχοι τη μπύρα τους από το μπουκάλι.

Το «Ελ Πάσο» λειτουργεί στον αριθμό 140 της Αγίου Δημητρίου από το 1972.

Έκτοτε, προσεγγίζω το μπιλιάρδο με μια ελαφρά καχυποψία. Στο «Ελ Πάσο» της Θεσσαλονίκης, όμως, ο Χρήστος Παυλίδης είναι κατηγορηματικός και μου εξηγεί πως η εικόνα για τα μπιλιαρδάδικα έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια: «Εδώ δεν έχει καυγάδες. Είδαμε και πάθαμε να βγάλουμε από πάνω μας τη ρετσινιά του κακόφημου χώρου. Όποιες διαφορές έχετε να λύσετε, να τις λύσετε έξω από εδώ».

Παλιά, στα μέρη αυτά σύχναζαν σκοτεινοί τύποι με μαύρες, δερμάτινες καμπαρντίνες. Τα μάτια τους σκάναραν τον χώρο με σακκαδικές κινήσεις, αναζητώντας αφορμή να λύσουν τις διαφορές τους. Σήμερα, το πελατολόγιο του κυρίου Χρήστου είναι φοιτητές (αρκετοί εξ αυτών από το πρόγραμμα Erasmus), οι οποίοι έρχονται με αμιγώς ειρηνικές διαθέσεις για μια βραδινή παρτίδα.

Παλιά, στα μέρη αυτά σύχναζαν σκοτεινοί τύποι με μαύρες, δερμάτινες καμπαρντίνες. Σήμερα, θαμώνες του «Ελ Πάσο» είναι κυρίως φοιτητές.

Φωτογραφίσαμε τον κύριο Χρήστο μπροστά από μια παρέα φοιτητών. Δεν μας έδωσαν την παραμικρή σημασία: ήταν χαμένοι μέσα σ’ ένα όνειρο εφαρμοσμένης γεωμετρίας. Το μπιλιάρδο είναι πράγματι μια πρακτική εφαρμογή της γεωμετρίας, που όταν την κάναμε στο λύκειο αναρωτιόμασταν πού στα καλό θα μας χρησιμεύσει: αν το αναλύσεις στα συστατικά του μέρη, θα σου απομείνουν μονάχα σφαίρες, αμβλείες γωνίες, ευθύγραμμα τμήματα και τρομερά απαιτητικοί υπολογισμοί.

Κανείς ποτέ δεν πρέπει όμως να συνδέσει το μπιλιάρδο με τα μαθηματικά. Είναι σαν να το καταδικάζει σε αιώνια υπνηλία, σε βέβαιο θάνατο. Και στο υπόγειο αυτό, εδώ και 53 χρόνια δεν νυστάζει κανείς, όλοι οι θαμώνες βγάζουν Άγιους Νικολήδες από τις άκρες των δακτύλων τους χάρη σε μια έξαψη ηλεκτρική.

Εκατοντάδες παρέες έχουν γιορτάσει τα γενέθλιά τους κάτω από το εξεταστικό βλέμμα του Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ, κι άλλοι τόσοι πτυχιούχοι έχουν πανηγυρίσει την ορκωμοσία τους παίζοντας Puzzle Bobble με μάρκα από το ταμείο (ο υπογράφων διατηρεί μάλιστα το πέμπτο high score). Μόνο να υποθέσει κανείς μπορεί πόσα ζευγάρια έχουν χορέψει αυτόν τον γνώριμο χορό σ’ αυτό το υπόγειο, του οποίου τα βήματα είναι απαράλλαχτα εδώ και δεκαετίες.

Στο υπόγειο αυτό, εδώ και 53 χρόνια δεν νυστάζει ποτέ κανείς.
Στο υπόγειο αυτό, εδώ και 53 χρόνια δεν νυστάζει ποτέ κανείς.

Την περασμένη άνοιξη, ήρθα στο «Ελ Πάσο» μ’ ένα κορίτσι που μου άρεσε. Ήταν Σάββατο βράδυ, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Τα έκανα όλα σωστά: της είπα πως τα μαλλιά της είναι όμορφα όπως ακουμπούν την πράσινη τσόχα, της έδειξα πώς να κρατάει τη στέκα, την άφησα μάλιστα και να κερδίσει δύο γύρους.

Ήπιαμε το πιο φτηνό κρασί του κόσμου και μέχρι το τέλος της βραδιάς τα είχαμε πει όλα μόνο με τα μάτια και οι μπάλες του μπιλιάρδου είχαν βρει καταφύγιο στις γωνιακές τρύπες. Ανεβήκαμε την κεντρική σκάλα, και περπατήσαμε τρία χιλιόμετρα στη νυχτερινή Θεσσαλονίκη. Η ώρα είχε πάει σχεδόν 03:00. Με εξαίρεση ορισμένες ιδιαίτερα θορυβώδεις εστίες, η πόλη έβαζε σιγά σιγά τις πιτζάμες της και έπεφτε για ύπνο.

Με αυτήν την κοπέλα δεν μιλάμε πια. Η ζωή είχε άλλα σχέδια. Το Παρίσι ανήκει σε άλλους. Εμείς, θα έχουμε πάντα το Ελ Πάσο.

Διαβάστε επίσης

Εκκλησιαστήκαμε στον Άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ, μιλήσαμε με τους παλιννοστούντες, και μπήκαμε στα σπίτια που έχτισαν με τα ίδια τους τα χέρια
Στου «Κοντογούρη», που έντυνε τον Φωτόπουλο και τον Χατζηχρήστο, τα τζιν γράφουν ακόμα ιστορία
Πώς ο πρόσφυγας Νικόλαος Καλαμποκίδης έστησε το θρυλικό στέκι στη Νίκης