Η διαδρομή του Σάκη Αποστολάκη μοιάζει με κύκλο, που τον οδήγησε ξανά στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε: στο γράψιμο. Από τα γραφεία της Ελευθεροτυπίας στη Θεσσαλονίκη, στην απαιτητική και πλούσια σε εμπειρίες δουλειά του διανομέα και, τελευταία, στη συγγραφή, η πορεία του φανερώνει την αντοχή ενός ανθρώπου που έμαθε με τον δύσκολο τρόπο να προσαρμόζεται χωρίς να προδίδει την ουσία του: την ανάγκη να αφηγείται ιστορίες.
Τον συναντήσαμε στην Άνω Πόλη, την αγαπημένη του γειτονιά. Αγαπάει τα σοκάκια και την ατμόσφαιρα της περιοχής, που θυμίζει χωριό μέσα στην πόλη — μια Θεσσαλονίκη πιο ήρεμη και ανθρώπινη, σαν να φυλάει στιγμές που αλλού έχουν χαθεί.
Την περίοδο των σεισμών του 1978 στη Θεσσαλονίκη και μέσα από ένα τυχαίο δίκτυο γνωριμιών συναντήθηκε με τον δημοσιογράφο Τάκη Καΐση. Εκείνη η επαφή έμελλε να καθορίσει το μέλλον του. «Όταν είδα ότι πάτωσα στις πανελλαδικές, τον ρώτησα τι είναι η δημοσιογραφία, αν έχει σχολές. Εκείνη την εποχή, στο γραφείο της Ελευθεροτυπίας στη Θεσσαλονίκη, ήθελαν έναν μικρό για όλες τις δουλειές… κι έτσι ξεκίνησα» θυμάται.
Στην εφημερίδα έμαθε τη δουλειά από την αρχή: μικροδουλειές στο γραφείο, αθλητικό ρεπορτάζ, και σύντομα οι πρώτες ειδήσεις. «Μου έδωσε ο [διευθυντής του γραφείου] Γιάννης Λιάπης πρόσκληση για μια εκδήλωση και μου είπε: “Πάρ’ το και κάν’ το είδηση”. Έγραφα βλακείες, μου το γύριζε πίσω. Στο τέλος μου είπε: “Όταν γυρίσεις σπίτι, τι θα πεις στη μάνα σου; Αυτό γράψε”. Έτσι κατάλαβα τι σημαίνει είδηση».
Η δημοσιογραφική διαδρομή του κράτησε σχεδόν τρεις δεκαετίες. Από το 1985 έως το κλείσιμο της εφημερίδας το 2011 και τη μετέπειτα επανέκδοσή της για 1,5 χρόνο, ο Σάκης Αποστολάκης υπηρέτησε τη δημοσιογραφία με αγάπη και αφοσίωση. Ύστερα ακολούθησαν πέντε χρόνια ανεργίας, που τον άφησαν να παλεύει με την αβεβαιότητα.
«Με τα τελευταία μου τρία χιλιάρικα πήρα το αυτοκινούμενο βανάκι μου, γιατί έλεγα τουλάχιστον δεν θα κοιμάμαι στα παγκάκια». Η λύση ήρθε απροσδόκητα, όταν φίλοι του τον έσπρωξαν προς το ντελίβερι το 2019.
«Ήταν μια κίνηση απελπισίας. Δεν ήθελα να το κάνω. Σκεφτόμουν πού κατέληξα μετά από τόσα χρόνια δουλειάς. Από τα 18 μου, το μόνο που ήξερα να κάνω ήταν να κάνω ρεπορτάζ και να οδηγώ μηχανάκια. Το ένα μας τελείωσε, το άλλο μάς ζει επιτυχώς».
Η ενασχόλησή του με τη διανομή τού άλλαξε μια διάχυτη αντίληψη για το επάγγελμα.
«Στο μυαλό μου το ντελίβερι ήταν πάρεργο. Συνειδητοποίησα όμως ότι όχι απλά δεν είναι υποδεέστερη, αλλά πολύ σημαντική δουλειά. Ειδικά την περίοδο του Covid, κρατήσαμε την κοινωνία όρθια μαζί με τους υπαλλήλους στα σούπερ μάρκετ, τις καθαρίστριες, και άλλες ομάδες. Και σε περιόδους κρίσης, το ντελίβερι έχει σώσει οικογένειες ανθρώπων που έμειναν άνεργοι».
Χρειάστηκε καιρός όμως για να δώσει η ντροπή τη θέση της στην περηφάνια: «Στην αρχή φοβόμουν μήπως πάω να παραδώσω σε σπίτι συναδέλφου και με δει. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι δεν έχω να ντραπώ για τίποτα. Δουλεύω. Και όταν το ξεπέρασα, ήταν απελευθερωτικό».
Παρότι η δημοσιογραφία υπήρξε για τον ίδιο πολύτιμη εμπειρία, προσφέροντάς του εύρος επαφών και γνώσεων, χάρη στο ντελίβερι θεωρεί πως γνώρισε πραγματικά την πόλη και τους ανθρώπους της.
«Έμαθα την πόλη. Αν και δεν έχω ζήσει αλλού πέρα από τη Θεσσαλονίκη, διαπίστωσα ότι δεν την ήξερα. Την έμαθα χάρη στο ντελίβερι. Και γνώρισα έναν κόσμο που δεν ήξερα: τους ντελιβεράδες, τους υπαλλήλους στα μίνι μάρκετ, τα παιδιά στα ράφια του σούπερ μάρκετ. Τους βλέπω σαν συναδέλφους, μέχρι τότε δεν τους πρόσεχα».
Ακούγοντάς τον Σάκη Αποστολάκη, σκέφτομαι αν η Θεσσαλονίκη είναι κι αυτή μία πόλη που μαθαίνει να επιβιώνει και να προσαρμόζεται όπως ο ίδιος. Η δική του ματιά, όμως, παραμένει κριτική. Μιλά για μια Θεσσαλονίκη που δεν εξελίχθηκε, που έχασε ευκαιρίες, που δεν έχει όραμα. «Θα την ήθελα ανθρώπινη, να σέβεται το περιβάλλον της και να βλέπει το μέλλον όχι μόνο ως φράγκα, αλλά και ως πολιτισμό».
Για τον ίδιο η ανάγκη για γράψιμο δεν έσβησε ποτέ. Οι βόλτες με το μηχανάκι γέννησαν ιστορίες, άλλοτε τραγελαφικές, άλλοτε απογοητευτικές κι άλλοτε συγκινητικές.
«Μια φορά, Χριστούγεννα με lockdown, πήγα πίτσες σε μια οικογένεια που στόλιζε το δέντρο. Τα παιδάκια τρελάθηκαν από τη χαρά τους. Το ερμήνευσα σαν να τους έδινα την αίσθηση ότι όλα είναι εντάξει. Μην απελπίζεστε. Δεν είναι όλα μαύρα».
Η παρότρυνση των φίλων του να καταγράψει τα περιστατικά “κούμπωσαν” στην δική του ανάγκη να εκφραστεί. Και έτσι από αναρτήσεις στο Facebook, οι ιστορίες έγιναν αβίαστα, χωρίς να το επιδιώξει, θεατρική παράσταση και στη συνέχεια βιβλίο.
Το Ημερολόγιον ντελίβερι βρήκε τον δρόμο του στο χαρτί, με νέες σελίδες ήδη να ετοιμάζονται.
«Δεν δηλώνω συγγραφέας, ντρέπομαι να το πω. Είμαι γραφιάς. Αλλά από τη στιγμή που υπάρχει η δυνατότητα να εκδοθεί, γιατί όχι; Είναι εμπειρίες».
Η δημοσιογραφία παραμένει ένα νοσταλγικό κομμάτι μέσα του, με αναμνήσεις μιας εποχής που η δουλειά είχε αυστηρούς κανόνες και ηθική πίεση. «Ακόμα κι αν ξανακάνω αυτή τη δουλειά, δεν θα είναι η ίδια» λέει. «Το να διασταυρώσεις μια είδηση σήμερα έχει γίνει εξαίρεση».
Στη νέα του καθημερινότητα βρίσκει κάτι ανεκτίμητο, την ηρεμία: «Η δουλειά μου ξεκινάει όταν βάλω μπρος το μηχανάκι και τελειώνει όταν το σβήσω». Συνεχίζει βέβαια με άλλους ρυθμούς και σε άλλο πλαίσιο να καταγράφει πτυχές της ζωής της πόλης.