Οι μεγάλες μεταμορφώσεις της Θεσσαλονίκης

Πώς ο 20ός αιώνας άλλαξε ριζικά τον χαρακτήρα της πόλης και τι περιθώρια αλλαγής υπάρχουν σήμερα

Οι φωτογραφίες είναι από το φωτογραφικό λεύκωμα Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960, κείμενα Χρίστος Ζαφείρης, φωτογραφική συλλογή Άρης Παπατζήκας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1994

Φυσικές καταστροφές και ανθρώπινες παρεμβάσεις μεταμόρφωσαν την παραδοσιακή εικόνα της πόλης κατά τον 20ό αιώνα. Η άναρχη πολεοδομική ανάπτυξη και οι αρνητικές επιλογές στη διαχείριση του αστικού περιβάλλοντος δημιούργησαν στο τέλος του περασμένου αιώνα την εικόνα μιας ασφυκτικής και δυστοπικής πόλης. Υπάρχει δυνατότητα σήμερα να μεταμορφωθούν διαχρονικές δυστοπίες και αστικές δυσμορφίες; Ποια πόλη θέλουμε σήμερα για μας και τα παιδιά μας;

Από το χαρτί στο διαδίκτυο

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Τεύχος 77 (Σεπτέμβριος 2021) της έντυπης έκδοσης του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Αποκτήστε τη δική σας συνδρομή εδώ: https://www.culturalsociety.gr/eshop/

Η Θεσσαλονίκη, μια πόλη χωρίς διακοπή αστικής ζωής για 23 αιώνες, είναι ένα παλίμψηστο χειρόγραφο ιστορίας. Οι εποχές της, από τα προϊστορικά χρόνια, με τα αρχαιολογικά ευρήματα της Τούμπας και του Βελλίδειου στη Διεθνή Έκθεση, ως τη σύγχρονη περίοδο είναι διατεταγμένες σε στρωματογραφικές επιφάνειες που ανακαλύπτουν οι αρχαιολόγοι και οι εργολάβοι στις βαθιές εκσκαφές των οικοπέδων.

Πράγματι, ο σύγχρονος μηχανικός εκσκαφέας που άνοιγε θεμέλια και υπόγεια των πολυώροφων οικοδομών στον Μεσοπόλεμο και στις δεκαετίες της μεταπολεμικής αντιπαροχής ήταν ο πιο άμεσος και χρήσιμος σύμβουλος των αρχαιολόγων, αλλά και ο πιο επικίνδυνος μάρτυρας των οικοπεδούχων και της αλλαγής των ρυμοτομικών σχεδίων. Σε λιγότερο από πενήντα χρόνια, στον 20ό αιώνα, ανακαλύφθηκε ο αρχαίος πολεοδομικός καμβάς της πόλης.

Χάρη στις εκσκαφές των οικοπέδων αποκαλύφθηκε το ανάκτορο του Γαλερίου στην πλατεία Ναυαρίνου, η πομπική οδός ως τη Ροτόντα και η ρωμαϊκή αγορά στην πλατεία Αρχαίας Αγοράς, όπου θα κτιζόταν το δικαστικό μέγαρο. Αλλά και πρόσφατα αποκαλύφτηκαν ρωμαϊκοί και βυζαντινοί δρόμοι, παλαιοχριστιανικοί ναοί και κρήνες από τη διάνοιξη της σήραγγας του μετρό.

μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης, μεταμορφώσεις της Θεσσαλονίκης
Ρωμαϊκή αγορά: Χάρη στις εκσκαφές των οικοπέδων αποκαλύφθηκε το ανάκτορο του Γαλερίου στην πλατεία Ναυαρίνου, η πομπική οδός ως τη Ροτόντα και η ρωμαϊκή αγορά στην πλατεία Αρχαίας Αγοράς, όπου θα κτιζόταν το δικαστικό μέγαρο. (Φωτό: Γιώργος Χρηστίδης)

Η διατήρηση των καταλοίπων της αρχαίας και παλαιοχριστιανικής Θεσσαλονίκης είναι ένα τεράστιο ζήτημα που αντιμετωπίστηκε πολλές φορές, από τον Μεσοπόλεμο ακόμη, με τριβές ανάμεσα στο κράτος και τους παράγοντες των οικοπέδων. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε τον προβληματισμό ενός παλιού εφόρου αρχαιοτήτων, του Χαράλαμπου Μακαρόνα, όταν το 1939 βρήκε σε εκσκαφή οικοπέδου στη σημερινή οδό Καραολή-Δημητρίου το Σαραπείο, το ανέγγιχτο ιερό του αιγύπτιου θεού Σάραπη, και τέθηκε μπροστά του το δίλημμα της διατήρησης του μοναδικού αυτού μνημείου:

«Η ανάγκη της διατηρήσεως των σημαντικών τούτων ευρημάτων», έγραφε, «υπέκυψε προ των υπερόγκων δαπανών, αίτινες θα ανήρχοντο εις πλέον των δύο εκατομμυρίων δραχμών, εάν ενηργούντο απαλλοτριώσεις κλπ. Η ζωή μιας συγχρόνου πόλεως, ως η Θεσσαλονίκη, δημιουργεί ενίοτε δυσμενείς και αδυσωπήτους όρους, υπό τους οποίους είναι μεν λυπηρόν, αλλ’ αναπόφευκτον να υποχωρεί το αρχαιολογικόν συμφέρον…».

Πρέπει να τονιστεί πως η μεγάλη παρέμβαση, η εκ θεμελίων μεταμόρφωση της πόλης των 2.336 (2021) χρόνων ζωής  έγινε στη διάρκεια των τελευταίων εκατό χρόνων της μακρόσυρτης ζωής της, στον 20ό αιώνα, από δύο αιτίες, μία φυσική και μία ιδεολογική.

Η πρώτη ήταν η φοβερή πυρκαγιά του 1917, που κατέστρεψε ολοσχερώς την ανατολίτικη πόλη, τη βυζαντινή και την οθωμανική, και η δεύτερη, η ελληνοκεντρική, η εθνικιστική στάση του επίσημου ελληνικού κράτους που ήθελε να εξευρωπαΐσει την πόλη, να την αποκαθάρει από καθετί το ανθελληνικό και να απαλείψει οτιδήποτε δεν ήταν καμωμένο από ελληνικά χέρια. Σ’ αυτή την τάση προστέθηκε και η ασυδοσία της μεταπολεμικής αντιπαροχής, με αποτέλεσμα να καταστραφούν και τα τελευταία κατάλοιπα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πόλης. Να τα βάλουμε όμως σε μια σειρά.

Δυο υπερμεγέθη κεφάλια, του Σάραπη (δεξιά) και της γυναίκας του Ίσιδας που αποκαλύφθηκαν στο ιερό των αιγυπτίων θεών της Θεσσαλονίκης και φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. (Από το λεύκωμα «Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη», εκδ. του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης).

Οι αλλαγές στην τελευταία οθωμανική περίοδο

Όταν μιλάμε για μεταμορφώσεις της πόλης δεν περιοριζόμαστε μόνο στις πολεοδομικές και ρυμοτομικές αλλαγές. Είναι και οι πληθυσμιακές, εθνολογικές, κοινωνικές και ιδεολογικές. Από την ίδρυση της πόλης ως τον 15ο αιώνα, που συμπίπτει με την οθωμανική κατάκτησή της (1430), η πόλη δεν είχε κοσμογονικές και δραματικές αλλαγές. Ζούσε για αιώνες περίκλειστη στα βυζαντινά τείχη της, με υπερέχον πληθυσμιακό και εθνολογικό στοιχείο τους Έλληνες.

Η πρώτη μεγάλη πληθυσμιακή αλλαγή ήταν το 1492, με την εγκατάσταση των χιλιάδων Εβραίων που έφτασαν στη Θεσσαλονίκη διωγμένοι από την ιβηρική χερσόνησο. Έτσι, στους τρεις τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας, μέσα από τις τρεις πληθυσμιακές κοινότητες διαμορφώνονται και τρεις διαφορετικές «πόλεις» που συμπλέκονται πολεοδομικά, συζούν αρμονικά από οικονομικής και κοινωνικής πλευράς, αλλά διαχωρίζονται ως προς τις εθνοτικές συνήθειες και τις θρησκευτικές συμπεριφορές.

Πρώτοι στον γενικό πληθυσμό της Θεσσαλονίκης, τους δυο τελευταίους οθωμανικούς αιώνες, τον 18ο και 19ο αιώνα, έρχονταν οι Εβραίοι, ακολουθούσαν οι Τούρκοι και τρίτοι ήταν οι Έλληνες. Στην απογραφή του 1913, λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση, σε σύνολο περίπου 158.000 κατοίκων, διατηρείται η ίδια σειρά.

Στην απογραφή του 1913, λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση, σε σύνολο περίπου 158.000 κατοίκων, πρώτοι στον γενικό πληθυσμό της Θεσσαλονίκης έρχονταν οι Εβραίοι, ακολουθούσαν οι Τούρκοι και τρίτοι ήταν οι Έλληνες (Πηγή: «Μακεδονικά», Τόμ. 23, Αρ. 1 (1983), Βασίλης Δημητριάδης, Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης και η Ελληνική κοινότητα της κατά το 1913).

Το απογραφικό αυτό δεδομένο ανατράπηκε τρία χρόνια αργότερα, στην απογραφή του 1916, που βρήκε συνολικά 165.704 κατοίκους με πρώτους τους Έλληνες ( ποσοστό 41,16%), και ακολουθούσαν οι Εβραίοι και οι μουσουλμάνοι. Οι μεγάλες αλλαγές έγιναν μετά το 1923, με την ανταλλαγή των πληθυσμών και τον ερχομό 80-100.000 περίπου ελλήνων προσφύγων στην πόλη, και το 1943 με το εβραϊκό ολοκαύτωμα, τον ξολοθρεμό από τους γερμανούς ναζί 45.000 περίπου Εβραίων στα ναζιστικά κρεματόρια, το 1/6 δηλαδή των δημοτών της Θεσσαλονίκης.

Η πρώτη πολεοδομική μεταμόρφωση του 1893

Η πρώτη σημαντική πολεοδομική μεταμόρφωση της νεότερης πόλης έγινε από την οθωμανική διοίκηση στα τέλη του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο του εξευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονισμού των μεγάλων αστικών κέντρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τότε (1893) εγκαθίσταται το τραμ και το 1888 η πόλη συνδέεται σιδηροδρομικά με την Ευρώπη. Γύρω στα 1870 κατεδαφίζεται το θαλάσσιο βυζαντινό τείχος και σχηματίζεται η προκυμαία της πόλης. Ανοίγονται φαρδείς δρόμοι, όπως η Σαμπρί Πασά, η σημερινή  Βενιζέλου, και η Αγίας Σοφίας, ιδίως μετά την πυρκαγιά του 1890, που κατέστρεψε τον κεντρικό πυρήνα της πόλης.

Η οδός Αγίας Σοφίας φωτογραφημένη από τις ράγες του τραμ στην οδό Εγνατία.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια του 19ου αιώνα και την πρώτη δεκαετία του 20ού η πόλη εκσυγχρονίζεται με νέα δημόσια κτήρια που παραμένουν εμβληματικά οικοδομήματα έως σήμερα, το Διοικητήριο, το Στρατηγείο, το παλιό κτήριο της Φιλοσοφικής Σχολής. Τότε μόνο, με την κατεδάφιση και του ανατολικού τείχους, η πόλη βγαίνει από την περιχαράκωση του κάστρου της και απλώνεται προς την ανατολική ακτή του όρμου του Θερμαϊκού, όπου χτίζονται οι λαμπρές βίλες κατά μήκος της Λεωφόρου των Εξοχών, τη σημερινή Βασ. Όλγας.

Το μεταρρυθμιστικό πολεοδομικό έργο συνεχίστηκε και μετά το 1912 από την ελληνική διοίκηση. Στις προθέσεις της το 1913 ήταν η συνέχιση των κατεδαφίσεων παλιών οικοδομημάτων, ανάμεσά τους και του Λευκού Πύργου, από την Επιτροπή Εξωραϊσμού της δημοτικής αρχής Θεσσαλονίκης. Αν το μνημείο γλίτωσε, αυτό δεν οφείλεται στη συνειδητοποίηση του εγκληματικού εγχειρήματος, αλλά στο μεγάλο κόστος της κατεδάφισής του.

Η καταστροφική πυρκαγιά του 1917 και η προσφυγική πλημμυρίδα

Η ουσιαστική μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης από ανατολίτικη σε σύγχρονη πόλη οφείλεται σε ένα οδυνηρό γεγονός, στην τεράστια πυρκαγιά που κατέστρεψε το ιστορικό κέντρο της από το Βαρδάρι ως την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και από την οδό Κασσάνδρου ως την παραλία.

Εικόνα από την πρώτη μέρα της καταστροφικής πυρκαγιάς του 1917, στην περιοχή της παλιάς παραλίας.

Ψυχή της σύνταξης του νέου ρυμοτομικού σχεδίου στάθηκε ο εραστής της Θεσσαλονίκης, ο αρμόδιος υπουργός της κυβέρνησης Βενιζέλου, Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο οποίος συγκρότησε τη διεθνή επιτροπή που σχεδίασε τη νέα πόλη. Επικεφαλής της τέθηκε ο γάλλος πολεοδόμος Ερνέστ Εμπράρ, ο οποίος υπηρετούσε εκείνη την εποχή στο γαλλικό στράτευμα που επιχειρούσε στο μακεδονικό μέτωπο της Αντάντ με κέντρο τη Θεσσαλονίκη.

Το σχέδιο, όμως, από το 1918 ως το 1936 άλλαξε πολλές φορές, και αν εξαιρέσει κανείς κάποιους βασικούς άξονες, όπως την πλατεία και οδό Αριστοτέλους και τους διαγώνιους δρόμους, έμεινε ανολοκλήρωτο και παραλλαγμένο. Οι πολιτικές συγκυρίες, η Μικρασιατική Καταστροφή και τα κύματα των προσφύγων που έφταναν στην πόλη δεν άφηναν την πολυτέλεια για κείνη την εποχή να εφαρμοστεί ένα σύγχρονο σχέδιο.

Το όραμα της επιτροπής Εμπράρ, που ήταν η κεντρική αστική πλατεία στον χώρο της αρχαίας αγοράς, όπου θα χτίζονταν τα μεγάλα δημόσια κτήρια της πόλης, το δημαρχείο, το μέγαρο της αστυνομίας, το δικαστικό μέγαρο και άλλα, δεν ευοδώθηκε. Όταν επιχειρήθηκε στη δεκαετία του 1960 η θεμελίωση του δικαστικού μεγάρου, οι εκσκαφείς χτύπησαν στα ερείπια της ρωμαϊκής αγοράς και το έργο ματαιώθηκε.

Η πλατεία Δικαστηρίων, σημερινή πλατεία Αρχαίας Αγοράς, πριν αποκαλυφθούν τα ερείπια της ρωμαϊκής αγοράς στη δεκαετία του 1960, όταν έγινε η εκσκαφή για τη θεμελίωση του δικαστικού μεγάρου. Η ανέγερσή του ματαιώθηκε μετά την αποκάλυψη των σημαντικών αρχαιοτήτων.

Επίσης, το μεγάλο μπουλβάρ, ο περιπατητικός άξονας με αλέες, εθνικό κήπο, χώρους ψυχαγωγίας και θέατρα, που σχεδιάστηκε ανατολικά, από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως το πανεπιστήμιο, δεν έγινε ποτέ. Αυτός ο άξονας έφτανε, στα σχέδια, ως το δάσος του Σέιχ Σου, το οποίο ενέτασσε στο αστικό πράσινο.

Παρά τις δυσκολίες, σιγά-σιγά ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η μεταμόρφωση του κέντρου ήταν γεγονός. Στα ανοιχτά οικόπεδα ανεγέρθηκαν σύγχρονες οικοδομές με ποικιλία αρχιτεκτονικών ρυθμών στις προσόψεις τους, νεοκλασικές, εκλεκτικιστικές, αρ νουβό, αρ ντεκό, οι οποίες έδωσαν σύγχρονη αρχιτεκτονική διάσταση και τον αέρα ευρωπαϊκής πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι νέες οικοδομές έφταναν ως το πολύ πέντε ορόφους και με το πλάτος των δρόμων έδιναν μια αρμονική πολεοδομική κλίμακα στην πόλη.

Την εποχή του Μεσοπολέμου η Θεσσαλονίκη ήταν η πόλη των αντιφάσεων. Από τη μια μεριά κάποιες πολυτελείς οικοδομές και φαρδείς δρόμοι με δεντροστοιχίες, και από την άλλη τενεκέ μαχαλάδες, προσφυγικοί περιφερειακοί συνοικισμοί και αυθαίρετα παραπήγματα που στήνονταν στους ανοιχτούς ακόμη χώρους από την πυρκαγιά στο κέντρο της πόλης.

Το δυτικό τμήμα της οδού Αγίας Σοφίας από την ομώνυμη πλατεία ως την οδό Εγνατία. Από το παλιό οδικό μέτωπο έχουν διατηρηθεί αρκετές πολυκατοικίες του Μεσοπολέμου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1930 25.000 άτομα επιβίωναν χάρη στα δημοτικά συσσίτια που παρείχε καθημερινά ο δήμος στις φτωχογειτονιές και τα παραπήγματα του κέντρου, ενώ οι καταγεγραμμένοι άποροι ξεπερνούσαν τα 70.000 άτομα, με την ιδιαίτερη παρουσία πεινασμένων παιδιών.

Η λαίλαπα της μεταπολεμικής αντιπαροχής

Να έρθουμε, όμως, στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, εποχή κατά την οποία οι αρμόδιοι, με τη σύμπραξη των κατοίκων της, έδωσαν τη χαριστική βολή σε αυτό που λέμε ανθρώπινη πόλη και σεβασμό της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Το τέλος της πολεμικής δεκαετίας βρήκε τη Θεσσαλονίκη αποδεκατισμένη, με τεράστια ανεργία του πληθυσμού, με παντελή έλλειψη βιομηχανικής υποδομής και παραγωγής, και με την έλευση δεκάδων χιλιάδων εσωτερικών προσφύγων που άρχισαν να χτίζουν αυθαίρετα παραπήγματα και σπίτια στους περιφερειακούς δήμους και στα κάστρα. 

Η οδός Δέρκων στην Τούμπα με τα ισόγεια σπίτια της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων.

Η φυγή από την ύπαιθρο, ο ερχομός ανέργων και κυνηγημένων πολιτικά από την επαρχία δυνάμωσε στη δεκαετία του 1950, προσθέτοντας ένα ποσοστό 25% στον υπάρχοντα πληθυσμό. Όμως η μεγάλη αύξηση εσωτερικών μεταναστών παρατηρήθηκε στη δεκαετία 1960-1970, μεγαλώνοντας τον πληθυσμό του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης κατά 47%, χωρίς βέβαια να έχει προβλεφθεί η ανάλογη αστική υποδομή με δίκτυα, δρόμους και εξασφαλισμένους χώρους για σχολεία και πάρκα.

Για την αντιμετώπιση αυτής της πληθυσμιακής έκρηξης και της έντονης ζήτησης σε στέγη παρατηρήθηκε πρωτοφανής ανοικοδόμηση. Παράλληλα με τη λύση του στεγαστικού προβλήματος, το κράτος προσπάθησε, με την επιχειρησιακή ανάπτυξη της οικοδομής, να αναθερμάνει και την τοπική οικονομία, μειώνοντας συγχρόνως την υψηλή ανεργία της πόλης. Έτσι, αυτό που ήταν ο καπνός και οι καπνεργάτες στον Μεσοπόλεμο, ο κύριος δηλαδή οικονομικός και εργασιακός κλάδος της πόλης, γίνεται στις τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες ο τομέας της οικοδομής και η εργατική τάξη των οικοδόμων.

Το κράτος, όμως, δεν είχε ούτε στεγαστική ούτε οικονομική πολιτική, κι ούτε βέβαια χρήματα, γι’ αυτό κατέφυγε στο ιδιωτικό κεφάλαιο, στην περίφημη και καταστρεπτική μέθοδο της αντιπαροχής. Τυχάρπαστοι επιχειρηματίες εργολάβοι, ανάμεσα στους λίγους έμπειρους και συνεπείς, αναλάμβαναν την οικοδόμηση οικοπέδων καλύπτοντας πλήρως τη δαπάνη της ανέγερσης αντιπαρέχοντας έναν αναλογικό αριθμό διαμερισμάτων στους οικοπεδούχους, χωρίς αυτοί να καταβάλουν ούτε μια δραχμή για την απόκτησή τους.

Το ξενοδοχείο Mediterranean Palace στην παλιά παραλία, δίπλα στην πλατεία Αριστοτέλους. Χτίστηκε το 1922 στη θέση τού κατεστραμμένου από την πυρκαγιά ξενοδοχείου Splendid. Κατεδαφίστηκε παράτυπα μετά τον σεισμό του 1978, παρότι είχε υποστεί αποκαταστάσιμες βλάβες.

Μέσα σ’ αυτήν την ανεξέλεγκτη λαίλαπα της ανοικοδόμησης καταστρέφονται θαυμάσια νεοκλασικά και εκλεκτικιστικού ρυθμού σπίτια, μόνο και μόνο για να μπουν στο γαϊτανάκι της αντιπαροχής. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις οικοδομές, που δεν είχαν κλείσει τον βιολογικό τους κύκλο στην αντοχή των υλικών, γκρεμίστηκαν για να χτιστούν από την αρχή ή προστέθηκαν στους τρεις και πέντε ορόφους άλλοι δύο και τρεις ακόμη όροφοι, τα διαβόητα «πανωσηκώματα», που κατέστρεψαν τις αρχιτεκτονικές αναλογίες και την αισθητική των παλιών κτηρίων.

Ανάμεσά τους ήταν και λαμπρά κτήρια της πόλης που κατεδαφίστηκαν, καθώς δεν είχε «ωριμάσει» ο θεσμικός αρχιτεκτονικός χαρακτηρισμός τους ως διατηρητέων για τη σωτηρία τους. Τέτοιοι νόμοι χαρακτηρισμού αρχιτεκτονικών συνόλων θεσπίστηκαν πολύ αργότερα.

Για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός της Άνω Πόλης ως παραδοσιακού οικισμού έγινε μόλις το 1979 και ο χαρακτηρισμός ως ιστορικού τόπου της συνοικίας των Λαδάδικων έγινε μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Τελικά, από τα παλιά γερά σπίτια διασώθηκαν όσα είχαν κληρονομικές εμπλοκές ή ανήκαν σε δημόσιους φορείς και ιδρύματα. Ανάμεσά τους υπήρξαν κάποιοι μερακλήδες ιδιώτες που κράτησαν, παρά την ισοπέδωση και την πίεση συμφερόντων, τα ωραία ανθρώπινα σπίτια τους, τα σπίτια του μέτρου και της ομορφιάς, που τα χαιρόμαστε και εμείς ως συλλογικά δώρα του παρελθόντος στην εποχή μας.

Νόμοι χαρακτηρισμού αρχιτεκτονικών συνόλων θεσπίστηκαν πολύ αργότερα. Για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός της Άνω Πόλης ως παραδοσιακού οικισμού έγινε μόλις το 1979 (φωτό: Γιώργος Χρηστίδης).

Την ακατανόητη και τραγική κατεδάφιση των παλιών σπιτιών της Θεσσαλονίκης καταγράφει στο ποίημά του Κατατρέχουν τη γραφικότητα ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Το εμπνεύστηκε, σύμφωνα με σχόλιό του, όταν οι μπουλντόζες κατεδάφισαν το παλιό, μακεδονικής αρχιτεκτονικής αρχοντικό του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου στην οδό Δημητρίου Πολιορκητή στην Άνω Πόλη.

Κατατρέχουν τη γραφικότητα

Ήρθαν κύριοι με τσάντες και μεζούρες,/ μέτρησαν το οικόπεδο, άνοιξαν χαρτιά / οι εργάτες έδιωξαν τα περιστέρια,/ ξήλωσαν το χαγιάτι, έριξαν το σπίτι,/ σβήσαν ασβέστη μες στον κήπο,/ φέραν τσιμέντο, στήσαν σκαλωσιές –/ θα χτίσουν κι άλλη πολυκατοικία.

Ρίχνουν τα ωραία σπίτια ένα ένα,/ τα σπίτια που μας ανάστησαν από μικρά,/ με τα φαρδιά παράθυρα, τις ξύλινες σκάλες,/ με τα ψηλά νταβάνια, τις λάμπες στους τοίχους,/ τρόπαια λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Κατατρέχουν τη γραφικότητα,/ τη διώχνουν διαρκώς στην πάνω πόλη,/ εκπνέει σαν προδομένη επανάσταση,/ σε λίγο δε θα υπάρχει ούτε στις καρτ-ποστάλ,/ ούτε στη μνήμη και την ψυχή των παιδιών μας.

Οι συνέπειες της πυκνής ανοικοδόμησης του ιστορικού πολεοδομικού κέντρου και των συνοικιών του, που έγινε με την υπερεκμετάλλευση κάθε ελεύθερου χώρου, φάνηκαν στους σεισμούς του 1978, όταν δεν βρίσκαμε ελεύθερο χώρο να σταθούμε. Από αισθητικής πλευράς, στις προσόψεις επιβλήθηκε ένας ενιαίος τύπος πολυκατοικίας, που δεν είχε καμιά σχέση με την αρχιτεκτονική πολυμορφία και αισθητική των πολυκατοικιών του Μεσοπολέμου στη Θεσσαλονίκη.

Η περιοχή της Διαγωνίου με τη γραμμή του τραμ στην οδό Τσιμισκή και την οδό Παύλου Μελά δεξιά. Το κεντρικό κομψό κτήριο ήταν το μέγαρο Βαλαούρη, που κατεδαφίστηκε. Στην πρόσοψή του σωζόταν ανάγλυφα το μονόγραμμα Β του ιδιοκτήτη και το έτος ανέγερσης του, 1925.

Αυτή την οδυνηρή διαδικασία της αρχιτεκτονικής αλλοίωσης και ιστορικής λήθης αποδίδει με λιτά και δραματικά λόγια ο συγγραφέας Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης:

Κανόνας το ρήμαγμα των αρχοντικών. Μορφές και χρήσεις, οι πιο παράδοξες, υποκαθιστούν την προτέραν αίγλην. Μόνο στα κάγκελα παραμένει το οικόσημο. Άσεμνα νεόκτιστα γεμίζουν την έκταση της αρχαίας βλάστησης. 

Η επιχωμάτωση της ανατολικής ακτής του όρμου του Θερμαϊκού

Η πιο μεγάλη μεταμόρφωση της πόλης στον 20ό αιώνα ήταν η επιχωμάτωση της ανατολικής παραλίας του όρμου της Θεσσαλονίκης, από το ύψος της Ηλεκτρικής Εταιρίας ως το Ποσειδώνιο, που άρχισε δυναμικά στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και ολοκληρώθηκε μετά από μια εικοσαετία. Εκατομμύρια τόνοι μπάζα από τις κατεδαφίσεις και τις εκσκαφές των οικοπέδων όπου χτίστηκαν πολυκατοικίες μετέτρεψαν τη δαντελένια ανατολική ακτή του Θερμαϊκού, με τους όρμους, τα λιμανάκια, και τα θαλάσσια λουτρά σε μια ευθύγραμμη προκυμαία.

Η πιο μεγάλη μεταμόρφωση της πόλης στον 20ό αιώνα ήταν η επιχωμάτωση της νέας παραλίας, που άρχισε δυναμικά στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και ολοκληρώθηκε μετά από μια εικοσαετία. Είναι η μοναδική τέτοιου μεγέθους αστική παρέμβαση που ωφέλησε πολλαπλώς την πόλη.

Το μπάζωμα και η επέκταση της ανατολικής παραλίας έδωσε διέξοδο στον κυκλοφοριακό φόρτο της πόλης με την παραλιακή λεωφόρο και πρόσθεσε σημαντικούς ψυχαγωγικούς πυρήνες με πάρκα, παιδικές χαρές και πεζόδρομους. Αν και στέρησε από την πόλη τη γραφικότητα και τη δαντελωτή ακτογραμμή με τα παραθαλάσσια αρχοντικά, η δημιουργία της νέας παραλίας, όπως εξελίχτηκε στον 21ο αιώνα, είναι η μοναδική τέτοιου μεγέθους αστική παρέμβαση που ωφέλησε πολλαπλώς την πόλη.

Από το χθες στο σήμερα και το αύριο

Σήμερα η Θεσσαλονίκη πορεύεται χωρίς να λογαριάζει την πολλαπλή μνήμη του παρελθόντος και τις σύγχρονες ανθρώπινες προοπτικές της. Οι μεγάλες ιστορικές πόλεις της Ευρώπης που καταστράφηκαν από αμοιβαίους βομβαρδισμούς των αντιπάλων –συνοίκων στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια σήμερα– ξαναχτίστηκαν όπως ήταν προπολεμικά. Εμείς δεν καταστραφήκαμε από εχθρικές βόμβες, αλλά από τη μανία της αυτοκαταστροφής μας και των διαστρεβλωμένων επιλογών μας. Καταργήσαμε τα τραμ και τα καραβάκια του Θερμαϊκού, συρρικνώσαμε τους κοινόχρηστους χώρους για πράσινο και σχολεία, στενέψαμε τους δρόμους, κάνουμε αβίωτη τη ζωή στο κέντρο με το μποτιλιάρισμα των αυτοκινήτων και τη διαχρονική άρνηση να βάλουμε μια συλλογική τάξη στη ζωή μας. Το σημερινό κυκλοφοριακό κομφούζιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αρνητικό αποτέλεσμα των πολεοδομικών επιλογών μας.

Το ερώτημα που μπαίνει σήμερα είναι ποια πόλη θέλουμε –τουλάχιστον την παραδοσιακή, την εντός των τειχών πόλη– για μας και τα παιδιά μας; Μια πόλη ουδέτερη, με τα ισοπεδωτικά κριτήρια των παγκοσμιοποιημένων πόλεων, ή μια πόλη όπου κυρίαρχο μέλημα είναι η σύγχρονη συμβίωση με το παρελθόν μας; Ατυχώς ή ευτυχώς ζούμε σε μια πόλη με πολλές ζωές και εποχές κάτω από τα θεμέλια των σπιτιών μας. Αυτή είναι και η γλυκιά ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης, να μπορούμε να κρατήσουμε τη μνήμη και τη συνέχεια της πόλης, χωρίς να χαλάσουμε τη ζωή μας. Αλλά μια τέτοια διαχείριση σημαίνει αγάπη και γνώση, συλλογική συναίσθηση κοινότητας, μακριά από το ιδιωτικό αυτιστικό συμφέρον. Μια τέτοια πάνδημη ευαισθητοποίηση με τη δημιουργία διεκδικητικού κινήματος πολιτών είναι αναγκαία, όσο ποτέ άλλοτε, σήμερα. Μπορούν να διορθωθούν πολλά στραβά και να προβληθούν αξιοποιημένα κατάλληλα όσα κατάλοιπα του παρελθόντος διασώθηκαν.

Μια σύγχρονη μεταμόρφωση (ακούγεται ουτοπική;) θα ήταν η επιλεκτική κατεδάφιση πολυκατοικιών σε άχαρες πυκνοκατοικημένες περιοχές, με γενναιόδωρη κάλυψη του κόστους μεταστέγασης των ενοίκων τους από δημόσια και ευρωπαϊκά ταμεία, προκειμένου να δημιουργηθούν οι αναγκαίοι τοπικοί πυρήνες ζωής, πρασίνου, άθλησης και εκπαίδευσης!

Μια σύγχρονη μεταμόρφωση θα ήταν η επιλεκτική κατεδάφιση πολυκατοικιών σε άχαρες πυκνοκατοικημένες περιοχές, με γενναιόδωρη κάλυψη του κόστους μεταστέγασης των ενοίκων τους. (Φωτό: Αλέξανδρος Αβραμίδης).

Θα ήταν, πάντως, πολλαπλώς χρήσιμο, αν δημιουργούνταν ένα μόνιμο και αντικειμενικό πανόραμα της ιστορίας της πόλης. Ένα μουσείο πόλης, φωτογραφιών και ιστορικών αντικειμένων, όπου θα παρουσιάζεται η πορεία της Θεσσαλονίκης, χωρίς αποκλεισμούς, περιορισμούς, αποσιωπήσεις και σιωπές. Πώς ήταν η πόλη διαχρονικά, ποιοι και πώς έζησαν, πώς εξελίχτηκε πολεοδομικά, τι καταστράφηκε, με τις επισημάνσεις των κακών επεμβάσεων και των άτυχων στιγμών της. Να είναι ένα εποπτικό, ενημερωτικό και παιδαγωγικό πανόραμα μιας πόλης 2.300 χρόνων με αδιάκοπη αστική ζωή. Θα είναι μια επιχείρηση αυτογνωσίας και γνωριμίας με μια ιστορική κι ανεξάντλητη πόλη που την τιμωρήσαμε και συνεχίζουμε να την κακομεταχειριζόμαστε και να την αγνοούμε.

* Ο Χρίστος Ζαφείρης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας

Διαβάστε επίσης

Όσιος Δαυίδ, Άγιος Νικόλαος των Ορφανών, Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού
Περιμένει μαζί με τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης την αναγέννηση εδώ και 18 χρόνια