Νικόπολη: Γυρίσαμε τα σοκάκια της πιο γνήσιας ποντιακής γειτονιάς της Θεσσαλονίκης

Εκκλησιαστήκαμε στον Άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ, μιλήσαμε με τους παλιννοστούντες, και μπήκαμε στα σπίτια που έχτισαν με τα ίδια τους τα χέρια

Η Νικόπολη, η οποία αποτελεί συνοικία του Δήμου Σταυρούπολης, ήταν από τις πρώτες γειτονιές που χτίστηκαν πάνω από τον Περιφερειακό. Το 1998 άρχισαν να εκδίδονται οι πρώτες πολεοδομικές άδειες.

Μέχρι τον Μάρτιο του 2006, η γειτονιά αριθμούσε 250 νέα διαμερίσματα. Οι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν εκεί ήταν παλιννοστούντες Πόντιοι από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Όπως μας περιγράφουν, έχτισαν τα σπίτια τους με τα ίδια τους τα χέρια.

Οι εικόνες του σκηνικού ανάμεικτες. Ανθισμένες αμυγδαλιές στους κήπους των μονοκατοικιών δίπλα σε μισοτελειωμένα ασοβάτιστα σπίτια. Όσο ανεβαίνουμε βόρεια από τη Νικόπολη προς τον συνοικισμό της Ευξεινούπολης, τόσο λιγότερο ακούμε τα καθιερωμένα ελληνικά, με την ποντιακή διάλεκτο να κυριαρχεί, μαζί με τα ρωσικά.

Ένα μίνι μάρκετ ξεπροβάλει στο δεξί μας χέρι, και η επιγραφή διαβάζει: «ΤΕΜΕΤΕΡΟΝ», που στα Ποντιακά πάει να πει «δικός μας».

Η κυρία Δέσποινα ήρθε από το Καζακστάν στην Τούμπα το 1990. Αργότερα, μαζί με τον άντρα της, μετεγκαταστάθηκαν στη Νικόπολη. Στα 66 της σήμερα, απέναντι από το σπίτι της προβάλει ο χρυσοποίκιλτος τρούλος του Ιερού Ναού Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί «τὸ ὁλοφώτεινο ἀστέρι τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας».

Η κυρία Δέσποινα, 66 ετών, ήρθε από το Καζακστάν το 1990.
Στο βάθος, ο χρυσοποίκιλτος τρούλος του Ιερού Ναού Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ.

Στο ίδιο στενό με την κυρία Δέσποινα συναντάμε τον Αμανάτη και τον Παναγιώτη. Οι παππούδες τους ήταν από το ίδιο χωριό, το Ορντού στον Πόντο, ανάμεσα στη Σαμψούντα και την Τραπεζούντα, έτυχε όμως να συναντηθούν στη Νικόπολη, όταν ήρθαν από το Καζακστάν για να χτίσουν τα σπίτια τους εδώ μετά το 1990.

Ο Αμανάτης, όπως και άλλοι κάτοικοι της Νικόπολης που ήρθαν από το Καζακστάν, έχτισε το σπίτι του με τα ίδια του τα χέρια.

«Χτίζαμε και μας κυνηγούσαν. Όταν ήρθαμε μάς έταζαν λεφτά από το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης. Δεν είδαμε τίποτα, ρίχναμε τσιμέντα, και τα χτίζαμε μονάχοι» διηγείται ο Αμανάτης.

Ένα αμάξι σταματά και ο οδηγός τον ρωτάει κάτι ακατάληπτο στα ρωσικά. «Δίνουμε ιντερβιού» απαντά εκείνος. «Κανίτε [«φτάνει»] με τις φωτογραφίες» λέει μετά στον φωτογράφο μας, τον Αλέξανδρο, που έχει γοητευτεί από το στυλ του Αμανάντη.

Κάτι παραπάνω από μια λαϊκή αγορά

Την Πέμπτη, η λαϊκή αγορά ξεκινά από τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνος και ανηφορίζει την οδό Άρη Βελουχιώτη. Ο δρόμος μάς οδηγεί στην Ευξεινούπολη, γειτονιά όπου βρήκαν στέγη Πόντιοι από τη Γεωργία και το Καζακστάν προς τα τέλη του προηγούμενου αιώνα.

Στη λαϊκή της Νικόπολης θα βρεις τα πάντα, μέχρι και σαλιγκάρια.

Ο πάτερ Λέων κατάγεται από το Σοχούμ. Η ενορία του στην Ευξεινούπολη αριθμεί σήμερα περίπου 300 σπίτια, δηλαδή κοντά στα 1.500 άτομα.

Ο πάτερ Λέων κατάγεται από το Σοχούμ. Η ενορία του στην Ευξεινούπολη αριθμεί κοντά στα 1.500 άτομα.

«Οι δικοί μας δεν ήξεραν τι θα πει Ευξεινούπολη και στην αρχή τούς ενοχλούσε. Νόμιζαν ότι τους αποκαλούσαν ξένους. Στα αυτιά τους ακουγόταν σαν ξενούπολη [γέλια]» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ερχόμενοι από τη Σοβιετική Ένωση, δεν μπορούσαν να πουλήσουν την περιουσία τους και να τη φέρουν όλη εδώ, μας διηγείται ο πάτερ Λέων. Έπαιρναν λοιπόν ένα ποσό και το υπόλοιπο το αντάλλασσαν με εμπορεύματα, τα οποία μετέφεραν στη νεα τους πατρίδα. Έπειτα, έστηναν έναν πάγκο στη λαϊκή και τα πουλούσαν. Ήταν συνήθως υφάσματα, βαμβάκι, μοτοσυκλέτες, ακόμη και πιάνα.

Οι άντρες δούλευαν στις οικοδομές και οι γυναίκες στις φάμπρικες και στην καθαριότητα. Έχουν όλοι τους δορυφορική κεραία, όπως μας λέει ο πάτερ, και στο σπίτι η τηλεόραση παίζει πάντα ρωσικά.

Τη δεκαετία του ’90 ξεκίνησαν να χτίζουν τα σπίτια μόνοι τους. Κάποια τα παρατηρούμε και σήμερα μισοτελειωμένα, καθώς ορισμένοι πέθαναν, άλλοι γύρισαν στη Ρωσία και άλλοι μετανάστευσαν στη Γερμανία.

Στον Ιερό Ναό του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ
Τα τσεμπέρια δεσπόζουν στην εκκλησία του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ.

Το Σάββατο επισκεπτόμαστε την εκκλησία του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ. Τα τσεμπέρια δεσπόζουν μέσα στο ναό, καλύπτοντας το κεφάλι των γυναικών. Οι νεότερες χρησιμοποιούν μονόχρωμα, ενώ οι μεγαλύτερες παραδοσιακά με σχέδια και βάση το μαύρο. Ο πάτερ ψέλνει στα ρωσικά, ενώ δύο αγγελικές φωνές τον συνοδεύουν. Στη γωνία με τους ψάλτες συναντάμε ένα θέαμα που παραμένει σπάνιο σε μια τυπική ελληνική εκκλησία, καθώς ψέλνουν δύο γυναίκες.

«Γκόσπαντι παμίλου» ή «Κύριε ελέησον»

«Γκόσπαντι παμίλου», ψάλλει όλη η εκκλησία επανειλημμένα, που στα ελληνικά αντιστοιχεί στην επίκληση «Κύριε ελέησον».

Στο αναλόγιο συναντάμε κάτι ακόμα σπάνιο για εκκλησία στην Ελλάδα, δύο γυναίκες ψάλτριες.

Οι αγιογραφίες είναι κι αυτές διαφορετικές, ντυμένες με χρυσά και λαμπερά χρώματα. Η μόνη ελληνική λέξη που ακούς είναι το καλημέρα. Οι άντρες είναι λιγοστοί, βραχύσωμοι και με φαρδιές πλάτες. Οι γυναίκες είναι κυρίως μεγάλης ηλικίας. Ποντιακές φυσιογνωμίες, με γαμψή μύτη, λευκή επιδερμίδα, ροδαλά μάγουλα και πλατύ χαμόγελο.

Σε μικρά λευκά πλαστικά ποτηράκια στο τέλος του διαδρόμου βρίσκεται ο αγιασμός. Μπροστά σε ένα μεγάλο τραπέζι οι γυναίκες έχουν απλώσει κόλλυβα σε κάθε είδους σκεύος: σε πιάτα, γυάλινα δοχεία, πράσινα τάπερ. Όλες τις αποκαλείς «θεία».

Γυναίκες της ενορίας φέρνουν περίτεχνα στολισμένα κόλλυβα για το Ψυχοσάββατο.
Γυναίκες της ενορίας φέρνουν περίτεχνα στολισμένα κόλλυβα για το Ψυχοσάββατο.

Τα ποντιακά επιστρέφουν καθώς βγαίνουμε από την εκκλησία, όταν το ringtone στο κινητό ενός πιστού χτυπά με ήχο που παραπέμπει σε Τραπεζούντα μεριά.

Διαβάστε επίσης

Μισό αιώνα τώρα, μόνο οι θαμώνες αλλάζουν στο θρυλικό στέκι της Αγ. Δημητρίου
Στου «Κοντογούρη», που έντυνε τον Φωτόπουλο και τον Χατζηχρήστο, τα τζιν γράφουν ακόμα ιστορία
Πώς ο πρόσφυγας Νικόλαος Καλαμποκίδης έστησε το θρυλικό στέκι στη Νίκης