Ένα Σάββατο στη Λαϊκή Αγορά Ξηροκρήνης

Η πιο πολυσύχναστη λαϊκή των δυτικών συνοικιών είναι μοναδική εμπειρία

Κατηφορίζοντας από το Ναό των Αγίων Πάντων στη Μοναστηρίου, εκτός από ελληνικά, ακούς γεωργιανά και αλβανικά, καθώς αντικρίζεις ποντιακές φυσιογνωμίες. Πίσω από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό βρίσκεται η εργατική και προσφυγική συνοικία της Ξηροκρήνης. Η γειτονιά έχει τις ρίζες της στη Μικρά Ασία, καθώς το 1922 εγκαταστάθηκαν εκεί Έλληνες πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. 

Κεντρικός άξονας του δημοτικού διαμερίσματος, που αρχίζει από τη Μοναστηρίου και καταλήγει στις δωδεκαόροφες της Λαγκαδά, είναι η οδός Αγίων Πάντων. Από αυτήν ξεκινά κάθε Σάββατο η μεγάλη λαϊκή αγορά Ξηροκρήνης. Στην οδό Χαλκοκονδύλη στήνονται από το ξημέρωμα οι πρώτοι πάγκοι. Μόλις ανέβει ο ήλιος, ξεκινά ο σαματάς.

Η ψαραγορά στην αρχή της λαϊκής στη συμβολή των οδών Κολωνιάρη και Χαλκοκονδύλη

Ο Μάκης πάει τον πάγκο του από τη Βόλβη και τον Σταυρό μέχρι την Παναγιά Φανερωμένη και την Ξηροκρήνη. Περιμένει την άνοιξη για να κάνει προκοπή, μιας και, όπως μας λέει, το ρευστό δεν περισσεύει στις τσέπες των κατοίκων των γειτονιών. 

Φτάνοντας στη γωνία απ’ όπου ξεκινά το εμπόριο του ρούχου, έρχεσαι αντιμέτωπος με μαύρα φούτερ και μαύρα καπέλα, με περίεργα βλέμματα που κοιτάζουν τον φακό της κάμερας με επιφύλαξη. «Θα μας βγάλετε για το ημερολόγιο;», ρωτάει μια γυναίκα πίσω από έναν πάγκο με εσώρουχα. Με μια απορία στο βλέμμα τής απαντάμε αρνητικά, κι εκείνη μας εξηγεί ότι κάθε χρόνο τέτοια εποχή περνά ένας φωτογράφος, που φωτογραφίζει τις λαϊκές κι έπειτα πουλάει ένα ημερολόγιο με τις εικόνες. 

Η αγορά των ρούχων στο στενό της οδού Διδασκαλίσσης Παπαθανασίου

Η λαϊκή είναι ένα παζάρι, και μέσα σε αυτήν, εκτός από το εμπόριο υπάρχει και το κουβεντολόι. Ένας συνταξιούχος που έχει βγει με το εγγόνι του για ψώνια συναντά έναν παλιό συνάδελφο του. Χαμογελούν και πιάνουν την κουβέντα. Σύντομα όμως ξεσπά σαματάς από τον κόσμο που συνωστίζεται και δεν μπορεί να περάσει.

Δύο γυναίκες συζητούν στο τέλος της λαϊκής, κοντά στη Λεωφόρο Καλλιθέας, δίπλα στους πάγκους με τα μανταρίνια
Όσο προχωράμε, οι δρόμοι της αγοράς γίνονται απροσπέλαστοι, καθώς η λαϊκής της Ξηροκρήνης είναι η πιο πολυσύχναστη των δυτικών συνοικιών

Στην ίδια ευθεία, η Λίτσα κρατάει έναν πάγκο με εσώρουχα. Η κόρη της η Ελεάνα, ψηλή, λιγνή και ευθυτενής, φορά ένα λευκό μπουφάν. Ο καημός και το παράπονό της είναι ότι χάνει τους πελάτες επειδή δεν πιάνει σήμα το τερματικό του POS. Έρχονται από τον Δενδροπόταμο και γυρνάνε όλες τις γειτονιές. «Εδώ θα βρεις κάθε λογής κοινωνικό φρούτο» μας λένε. 

Παραδίπλα συναντάμε ένα νέο παιδί, χωρατατζή και μάγκα, που πουλά ρετσίνα. «Πάρτε ποτήρι, να πιείτε καμιά ρετσίνα. Μπαπ, μπαπ, μπαπ να ζεσταθείτε» φωνάζει μέσα στην οδό Παπαθανασίου. 

Κουρουτσεσμέ στα τούρκικα είναι η Ξηρά Κρήνη, ένα χωριό του Βοσπόρου στην Πόλη. Μια άλλη αναφορά, υποστηρίζει ότι το όνομα της γειτονιάς προέρχεται από οθωμανική κρήνη (τσεσμέ), που βρίσκεται στην οδό Διδασκαλίσσης Παπαθανασίου 44 και έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

Ο Λυκούργος, ένας από τους μουσικούς των δρόμων στη λαϊκή της Ξηροκρήνης

Λαϊκή αγορά Ξηροκρήνης

Το κρύο ακουμπάει στο πρόσωπο, καθώς ο αέρας φυσάει δίπλα από τον Βαρδάρη. Ένας κύριος με καθαρά γαλαζοπράσινα μάτια, κρατά μια κιθάρα στα χέρια του. «Το όνομα μου είναι Λυκούργος» μας αποκρίνεται με μια βαθιά, χρωματιστή φωνή. «Λύκη είναι το πρώτο φως της ημέρας, το χάραμα, παρέα με το έργο» λέει και μας αφήνει να σκεφτούμε. 

Στο μεταξύ, στην κουβέντα μπαίνει ένας περαστικός που τον γνωρίζει, και του κάνει μια παραγγελιά. «Παίξε μας το ‘’Μπήκε ο χειμώνας’’». Τα χέρια του, που πριν από λίγο έτρεμαν, ζωντανεύουν. Το τραγούδι του Στράτου Πουγιουμτζή μαρτυρά την ιστορία: 

«Μπήκε ο χειμώνας κι ο κοσμάκης τα `χει χάσει
και παλτουδιά καινούρια πρέπει ν’ αγοράσει
μα το δικό μου κι αν επάλιωσε παλτό
φράγκο δε δίνω κι ούτε νοιάζομαι γι’ αυτό

Κι αν ο καθένας τουρτουρίζει από το κρύο
θα την περνώ στην αγκαλιά σου μεγαλείο
κι όταν το τζάκι μένει σπίτι μας σβηστό
θα με θερμαίνει το φιλί σου το ζεστό».

Στους πάγκους της μεγάλης λαϊκής δε συναντά κανείς παρά μόνο δύο ελληνικές σημαίες. Στα στενά των τετραώροφων εργατικών κατοικιών, μέχρι πρότινος έβρισκαν καταφύγιο μικροπωλητές. Την άνοιξη η αστυνομία παρενέβη με εντολή της δημοτικής αρχής, επιβάλλοντας πρόστιμα και κάνοντας συλλήψεις, ενώ συλλογικότητες διαμαρτυρήθηκαν, υποστηρίζοντας ότι τα άτομα αυτά είναι μετανάστες και Ρομά, κομμάτι αυτής της γειτονιάς.  

Πιο κάτω, ένα παλικάρι ράθυμο, παίζει μπλουζ στη λαϊκή. Μάλλον δεν έχει μπει ακόμα στο κλίμα. Δίπλα στα ζαρζαβατικά συναντάμε την κυρία Πελαγία και τον άντρα της, που κάνει χάζι τον φακό. «Έλα Πελαγία, για το συκώτι και το θυρεοειδή είναι οι λωτοί».

Η Χαλκοκονδύλη βγάζει στη Λεωφόρο Καλλιθέας, εκεί που στο τέλος της λαϊκής συναντά κανείς τα σύνορα της κοινότητας με τους Αμπελόκηπους. Μπορεί η Ξηροκρήνη να ανήκει στο δήμο Θεσσαλονίκης, αλλά τίποτα σε αυτή τη γειτονιά δεν θυμίζει πως περπατάμε στον κεντρικό δήμο της πόλης.

Με μια σακούλα στα χέρια επιστρέφουμε στον Ιερό Ναό της Ξηροκρήνης. Το βενζινάδικο στον κεντρικό παίζει ποντιακά, που αντιλαλούνε στα στενά.

Διαβάστε επίσης

Στου «Κοντογούρη», που έντυνε τον Φωτόπουλο και τον Χατζηχρήστο, τα τζιν γράφουν ακόμα ιστορία
Πώς ο πρόσφυγας Νικόλαος Καλαμποκίδης έστησε το θρυλικό στέκι στη Νίκης
Τα θρυλικά ερωτικά τραγούδια του Γιώργου Ιωάννου και του Ντίνου Χριστιανόπουλου για την πόλη
Μισό αιώνα από τότε που πρωτοκατοικήθηκαν οι ψηλότερες οικοδομές της πόλης