Μπορεί η έκθεση «Homo Ludens» (ο παιγνιώδης άνθρωπος κατά το ομότιτλο έργο του Γιόχαν Χουιζίνγκα για τη σχέση του πολιτισμού με το παιχνίδι) να είναι μια αναδρομή στο εικαστικό έργο μισού αιώνα του Άρι Γεωργίου, ο ίδιος όμως επιμένει να αυτοπροσδιορίζεται ως «απλός αυτουργός». Απεχθάνεται τον όρο καλλιτέχνης, τον ενδιαφέρει περισσότερο το ύφος παρά το περιεχόμενο, κι αν δεν σπούδαζε αρχιτεκτονική, θα ήταν γλωσσολόγος.
Ο Άρις Γεωργίου γεννήθηκε το 1951 στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε αρχιτεκτονική στη Γαλλία. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ασχολείται με τη φωτογραφία και τη ζωγραφική, με πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, καθώς και εκδόσεις έργων και κειμένων του. Εμπνεύστηκε τη Φωτογραφική Συγκυρία —το διεθνές φεστιβάλ φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης— την οποία οργάνωνε επί μια δεκαπενταετία, ενώ ήταν ο πρώτος διευθυντής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Έχει μεταφράσει βιβλία, συνεργάστηκε με το ραδιόφωνο, συμμετείχε σε πολιτιστικές πρωτοβουλίες και συνεχίζει να συνδυάζει την αρχιτεκτονική με τη φωτογραφία, τις γραφικές τέχνες και τη συγγραφή.
Τον επισκεφτήκαμε για μια κουβέντα για τη ζωή και την τέχνη στο σπίτι του, στην Πλατεία Αριστοτέλους.
Πώς βρεθήκατε να σπουδάζετε στη Γαλλία χωρίς να μιλάτε γαλλικά;
Έχω μια έφεση προς τις γλώσσες. Αν δεν ήμουν αρχιτέκτονας, ίσως να ήμουν γλωσσολόγος. Έξι χρονών οι γονείς μου με έβαλαν να μάθω γερμανικά. Εγώ τους πήγαινα κόντρα, ανέκαθεν τεμπέλης, και περήφανος γι’ αυτό. Έκανα εννέα χρόνια γερμανικά, αλλά ποτέ δεν έφτασα σε σημείο να τα μάθω σωστά. Στην έκτη δημοτικού με έγραψαν σε ιδιωτικό σχολείο, για να μάθω αγγλικά.
Στα 16 μου, προετοιμαζόμουν για την αρχιτεκτονική σχολή, καθώς είχα έφεση στο σχέδιο. Τότε έχασα όμως τον πατέρα μου και μεταστράφηκα στα οικονομικά, με την προοπτική να αναλάβω την οικογενειακή επιχείρηση. Έδωσα εξετάσεις το 1969 και πέρασα δεύτερος στην ΑΣΟΕΕ. Πήρα μάλιστα και υποτροφία, την οποία τη μετέτρεψα αμέσως σε αυτοκίνητο. Δεν καταλάβαινα τίποτα, και μέχρι σήμερα είμαι άσχετος στα θέματα του εμπορίου. Το 1971, με την ηρωική συμπαράσταση της μητέρας μου, στρέφομαι ξανά προς την αρχιτεκτονική. Ένας φίλος μου, που βρισκόταν στο Μονπελιέ, με παρότρυνε να πάω στη Γαλλία.
Εκείνη την εποχή, μετά τον Μάη του ’68, η Γαλλία ήταν παράδεισος ελευθερίας. Γράφτηκα λοιπόν πολύ εύκολα στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ. Η χώρα αυτή στάθηκε σπουδαίο σχολείο, απλώς όχι για τις σπουδές μου. Το ζην ήταν για μένα το πραγματικό πανεπιστήμιο.
Πού ξεκινά η ιστορία της διαμόρφωσής σας ως καλλιτέχνη;
Στη Θεσσαλονίκη, όταν ήμουν 11 ετών, είχα στο σχέδιο έναν ευρηματικό δάσκαλο, τον Γιώργο Παραλή. Είναι θεμελιακή η συμβολή του, γιατί μέχρι σήμερα θυμάμαι συμβουλές του για την αναλογία των σωμάτων. Χάρη σε εκείνον είχα καλή επίδοση στη ζωγραφική, πράγμα το οποίο ενίσχυε τον εγωισμό μου, ήταν ένα εφόδιο.
Στα επαγγέλματα της δημόσιας σφαίρας, αισθάνομαι πως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ο ναρκισσισμός. Ισχύει κάτι ανάλογο και στην τέχνη;
Πράγματι, σε ένα βιβλίο μου διαπραγματεύομαι πως είμαι σε έναν βαθμό νάρκισσος, όπως είμαστε όλοι – το θέμα είναι να μην ξεφύγεις. Όλοι έχουμε επίγνωση της εικόνας μας και του πώς επικοινωνούμε μέσω αυτής. Ο καλλιτεχνικός εαυτός διαμορφώνεται από την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, καθώς και από το πώς βλέπουμε την εικόνα των άλλων.
Ποιοι είναι οι δικοί σας μεγάλοι Άλλοι;
Υπάρχει η Αγία Τριάδα. Πατέρας είναι ο (Γάλλος ζωγράφος) Νικολά ντε Σταλ, Υιός ο (Αμερικανός ζωγράφος) Μαρκ Ρόθκο και Άγιο Πνεύμα ο (Γάλλος εικαστικός) Πιερ Σουλάζ.
Το μάτι μου, καθώς μεγαλώνει, σκάλωσε στον ντε Σταλ. Το (πολιτιστικό κέντρο) Πομπιντού είχε μόλις εγκαινιαστεί το 1977, όταν ζούσα ακόμα στη Γαλλία, με αρχιτέκτονες τον Ροτζερς και τον Πιάνο. Ο Ρέντζο Πιάνο είναι ο αγαπημένος μου αρχιτέκτονας. Στην Ελλάδα έχουμε την τύχη να έχει σχεδιάσει το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στην Αθήνα, και σήμερα κατασκευάζεται με δικά του σχέδια το παιδιατρικό νοσοκομείο στο Φίλυρο.
Στην εφηβική ηλικία, στα 12, ταξιδεύουμε με τους γονείς στην Ευρώπη. Στο Άμστερνταμ βλέπω τον Ρέμπραντ και εντυπώνεται μέσα μου. Η ανάμνηση ανάγεται στους φωτισμούς, στο σχέδιο. Μεταγενέστερα, μου άφησαν ίχνος ο Gerard Titus-Carmel και ο Jean Le Gac.
Στη Γαλλία, είχα καθηγητή πλαστικών τεχνών τον Ολλανδό γλύπτη Αλκεμά, και από αυτόν ξεκίνησε η μεταγενέστερη τάση μου να παραθέτω φωτογραφίες μεταξύ τους. Περιφέροντας το βλέμμα του με μια φωτογραφική μηχανή, φωτογράφιζε διαδοχικά λήψεις, διαγράφοντας χειρονομίες, προσφέροντας μια θέαση του χώρου σύμφωνα με αυθαίρετες τροχιές.
Όταν ωριμάζει ο καλλιτέχνης, συνήθως συγκρούεται με κάποια στοιχεία του. Υπάρχει κάτι που αποβάλατε εσείς;
Με κάθε σεβασμό προς τους άλλους, και αρκετό αυτοσεβασμό στις δικές μου επιλογές, δεν μου συνέβη να αποκηρύξω κάτι. Το διατυπώνω κατ’ αντίθεση με την εκτίμησή μου προς το έργο τρίτων. Γνωρίζω ανθρώπους, οι οποίοι είχαν θεαματική πορεία, αλλά πέρασαν από πεδία τα οποία ντρέπονται να βάλουν στο βιογραφικό τους – και ορθά. Συνέβη μετά να κάνουν πράγματα που είναι και αξιόλογα και έντιμα. Εγώ δεν πέρασα από τέτοια πεδία, ίσως επειδή δεν είχα την τόλμη να κάνω πράγματα για τα οποία δεν αισθανόμουν σίγουρος. Πολλές φορές σήμερα σπρώχνω έργα μου μέσα από το αρχείο μου, για να βγούνε πρώτη φορά.
Στην έκθεσή σας μιλήσατε για τη μυθοποίηση και την απομυθοποίηση του έργου…
Χρησιμοποίησα αυτούς τους όρους για να σχολιάσω και ενδεχομένως να ειρωνευτώ αυτό που συμβαίνει με πάρα πολλούς καλλιτέχνες, το έργο των οποίων προκύπτει από στόχους ανάλογους με τους δικούς μου, όμως στην πορεία, οικοδομώντας το έργο τους, το στολίζουν με επίθετα που το μυθοποιούν προς το κοινό τους. Το καθιστούν κάτι το μυστηριώδες, τη στιγμή που δεν είναι αναγκαστικά έτσι τα πράγματα.
Η μυθοποίηση, είναι στη σφαίρα του αποδέκτη. Η απόσταση του θεατή από την αρχική πρόθεση τού δημιουργού είναι σημαντική. Δεν ξέρεις τι έχει συμβεί και εισπράττεις κάτι που, ανάλογα με την επιτυχία του ενεργήματος του καλλιτέχνη, οικοδομείται μέσα σου όλο αυτό που δεν γνωρίζεις ως ένας μύθος. Στην πορεία της επιτέλεσης δημιουργείται το έργο, προσφέρεται για ανάγνωση, και ανάλογα επινοείται ο μύθος. Εγώ δεν επιχειρώ να περάσω το μήνυμα κάποιας ανακάλυψης στην τέχνη.
Η δημιουργία απαιτεί να ξεφύγεις από το μέσο και μια απόσταση από το τρέχον. Επιτρέπει κάτι τέτοιο η ροή της ελληνικής κοινωνίας σήμερα;
Για να απαντήσω, επιχειρώ να με δω ολίγον ως τρίτος. Ο σημερινός άνθρωπος έχει μια στάση αρκούντως φλεγματική απέναντι στο περιβάλλον. Δεν προέρχεται από αυτό που περιγράφει ο όρος κομφορισμός, αλλά από μια παραδοχή που οδηγεί σε μια συμμόρφωση. Είναι οι ίδιες λέξεις, απλά ο κομφορμισμός είναι στάση ζωής.
Μακροσκοπικά, βλέπω ότι δεν υπάρχουν πολλές δυνατότητες παρέμβασης στον ρου της συμπαντικής ιστορίας και λειτουργίας. Ό,τι γίνεται είναι πραγματικά μικρό. Ακόμη και μεγάλες κινήσεις που έκανε η ιστορία, αποδείχθηκαν μικρές. Ο άνθρωπος περπατάει με τη φύση και τον πολιτισμό. Δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη φύση του και είναι ταγμένος να υπηρετεί τον πολιτισμό και να τον κάνει να προχωρά.
Κάλεσα τον φίλο σας Σάκη Σερέφα, και του ζήτησα να σας περιγράψει με λίγες λέξεις. Η απάντηση του ήταν: εξ’ αποστάσεως ανθρωποκεντρικός.
Καταγράφω και απογράφω τους περαστικούς. Κάνω μια σάρωση χρόνων, που μπορεί να τη δει κανείς στο έργο μου Καλτσοδέτα και Μπέκετ. Φυσικά και είμαι σε απόσταση, και υπάρχουν άνθρωποι που με ενδιαφέρουν σαν φιγούρες. Απογράφω το λουκ τους, το μήνυμα που μεταφέρουν με τα ρούχα τους, την υφολογία τους.
Πιστεύω πως είμαι πολλά πρόσωπα μαζί. Φωτογραφία, ζωγραφική, αρχιτεκτονική, γραφικές τέχνες και λόγος είναι σχεδόν ισάξιες γλώσσες. Χρησιμοποιώ ενίοτε τη μια και ενίοτε την άλλη, για να διατυπώσω αυτό που γράφεται μόνο με τη μία ή την άλλη γλώσσα.
Η ζωγραφική προϋποθέτει σωματικότητα. Η φωτογραφία είναι εγκεφαλική. Η φωτογραφία ασχολείται με το υπαρκτό, ενώ η ζωγραφική διερευνά το ανύπαρκτο.
Μία σειρά έντυπων και διαδικτυακών εκδόσεων, οπτικοακουστικών παραγωγών και δράσεων για την Ιστορία, τα Γράμματα, τις Τέχνες και τις Ιδέες στην πόλη, που προβάλλει πτυχές και πρόσωπα της ιστορικής και σύγχρονης Θεσσαλονίκης.
Μία πλατφόρμα διαλόγου, ιδεών και δράσεων για την ανάδειξη της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, την προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού, και την ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα της πόλης.
Εγγραφείτε στο newsletter του Θεσσαλονικέων Πόλις δωρεάν για να λαμβάνετε στο inbox σας πρωτογενή ρεπορτάζ για την πόλη, άρθρα, συνεντεύξεις και επιλογές από την έντυπη και διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού.