Είμαι στο MOMus από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του, αλλά ήδη δούλευα για 12 χρόνια στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στη Μονή Λαζαριστών.
Η επαφή μου με τη Συλλογή Κωστάκη ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, κι ας ήμουν τότε πολύ μικρή και δεν ήξερα πολλά για την τέχνη. Όταν ξεκίνησα να διαβάζω για τη Συλλογή και τον Γιώργο Κωστάκη, εντυπωσιάστηκα –μπορώ να πω σοκαρίστηκα– από το background της ιστορίας της.
Διαλέγω ως αγαπημένο μου έργο τη «Δυναμική πόλη» του Γκούσταβ Κλούτσις. Το έχω δει άπειρες φορές, κι όμως κάθε φορά που το αντικρίζω, το βλέπω αλλιώς. Έχει εκτεθεί πολλές φορές, όπως στην ατομική έκθεση του Κλούτσις το 2012, εδώ, στη Μονή Λαζαριστών. Είναι εμβληματικός πίνακας, που εκπροσωπεί πολλά θέματα της Συλλογής Κωστάκη, όπως ο Κοσμισμός – το ρωσικό κίνημα των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα που εστίασε στην εξερεύνηση του διαστήματος. Ακολουθεί μία από τις βασικές αρχές της Ρωσικής Πρωτοπορίας: η τέχνη να έχει πρακτικό ενδιαφέρον, να είναι για τους ανθρώπους. Παράλληλα, το έργο παρουσιάζει και μεγάλο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.
Η «Δυναμική πόλη» δεν δημιουργήθηκε ως σταθερό αλλά ως τρισδιάστατο έργο. Σχεδιαστικά είναι λιτό, γύρω στα 90 εκατοστά, φτιαγμένο πάνω σε ξύλο, με διάφορα υλικά και υφές. Απεικονίζει έναν αιωρούμενο πλανήτη, τον οποίο ο Κλούτσις ζωγράφισε έχοντας στο μυαλό του την πόλη του μέλλοντος, παραπέμποντας στην αγάπη του ανθρώπου για το ταξίδι στο σύμπαν και το όνειρο της μετανάστευσης σε άλλους πλανήτες.
Στη δουλειά μου ως γραφίστρια, έχω χρησιμοποιήσει αυτόν τον πίνακα πολλές φορές σχεδιαστικά, διότι σου δίνει τη δυνατότητα να τον αποδομήσεις και να του δώσεις μια δική σου μορφή.
Αυτό που με γοητεύει περισσότερο είναι ότι η «Δυναμική Πόλη» είναι ένα έργο διαχρονικό. Δημιουργήθηκε το 1929, πριν από έναν ολόκληρο αιώνα, όμως παραμένει εξίσου επίκαιρη. Και θα είναι πάντα «τώρα» – όσο ο άνθρωπος ονειρεύεται το διάστημα, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ.
Είμαι στο MOMus από το ξεκίνημά του – ήδη από το τέλος του 2000 ήμουν στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, συμμετέχοντας στην προετοιμασία για την εναρκτήρια έκθεση, «Τα αριστουργήματα της Συλλογής Κωστάκη». Τώρα βρίσκομαι στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά στην Αθήνα. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο κτίριο του 1920, το οποίο διαμορφώθηκε με πολλή αγάπη από την Άλεξ Μυλωνά για να στεγάσει τα έργα της και να φιλοξενεί εκθέσεις, κυρίως νέων καλλιτεχνών.
Ένα ιδιαίτερα αγαπητό μου έργο είναι η «Γέννηση της Αφροδίτης». Προέρχεται από τη σειρά των έργων που η Άλεξ Μυλωνά εξέθεσε το 1960 στην Μπιενάλε της Βενετίας. Στο Μουσείο υπάρχει σε δύο εκδοχές: μία μικρότερη και μία μεγαλύτερη, μεταγενέστερη, που κοσμεί το αίθριο. Η δουλειά που παρουσίασε στη Βενετία αντιπροσωπεύει μία από τις καλύτερες, αν όχι την κορυφαία περίοδο της δημιουργίας της. Επίσης, κι αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που με συγκινεί πάρα πολύ αυτό το έργο, είναι ότι στην Ελλάδα εκείνη την εποχή κορυφώνεται η υποδοχή της αφηρημένης τέχνης. Είναι το νέο ρεύμα, είναι ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής τέχνης, είναι η προσπάθειά της να βρεθεί κοντά σε αυτό που γίνεται στον διεθνή χώρο.
Η «Γέννηση της Αφροδίτης» είναι αφηρημένο έργο και παρόλο που είναι γλυπτό, έχει επίπεδη φόρμα. Είναι πάρα πολύ αιχμηρό, φτιαγμένο από σίδηρο, βαμμένο με μαύρο χρώμα. Παρόλο που είναι έργο βαρύ, σκληρό, λόγω του υλικού, της φόρμας, του μαύρου χρώματος, βγάζει ξεχωριστή ευαισθησία. Δείχνει την αγάπη της Άλεξ Μυλωνά για μυθολογικά θέματα αλλά και τον δρόμο που διήνυσε από το τέλος της δεκαετίας του 1940, περνώντας από την αναπαράσταση στην αφαίρεση, για να γίνει μία από τις πρωτοπόρους στην υποδοχή της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα. Γιατί «Αφροδίτη»; Αν αυτήν την αφηρημένη μαύρη φόρμα η Άλεξ Μυλωνά την ονόμαζε «Χωρίς τίτλο» ή «Σύνθεση», θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να δηλώσει την καταγωγή της στην Biennale. Βάζοντας τον τίτλο «Αφροδίτη», αμέσως συγκεκριμενοποιεί την καταγωγή της.
Στην πιο μεγάλη εκδοχή του είναι ένα εντυπωσιακό έργο που δεσπόζει στον χώρο, προκαλεί το μάτι και γεννάει διάφορα συναισθήματα και σκέψεις. Το θεωρώ πραγματικά ένα πάρα πολύ καλό δείγμα αφηρημένης τέχνης. Δηλαδή το προσεγγίζω και αισθητικά, ως μία καλοσχηματισμένη φόρμα, παρά τις αιχμηρές απολήξεις. Από την άλλη πλευρά βλέπω και το ενδιαφέρον που προκαλεί και στο κοινό. Μπορείς να το κοιτάς για ώρα και να φτιάχνεις τη δική σου εκδοχή γιατί αν δεν δεις τον τίτλο είναι πάρα πολύ δύσκολο να καταλάβεις τι απεικονίζεται. Δεν υπάρχει καμία αναφορά στην αναπαράσταση. Θυμίζει περισσότερο ένα αιχμηρό κοχύλι. Η ίδια η Άλεξ Μυλωνά έλεγε ότι αυτές οι αιχμηρές απολήξεις είναι και μία δήλωση για τη θέση της γυναίκας, για τις άμυνές της σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο.
Εργάζομαι στο MOMus από την πρώτη μέρα. Προέρχομαι από το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Μετά τη συνένωση, όλες οι διοικητικές και οικονομικές υπηρεσίες ήρθαν εδώ, στο ωραίο κτίριο της Μονής Λαζαριστών.
Το δικό μας τμήμα ασχολείται με τις ασφαλίσεις των έργων τέχνης, τις μεταφορές, τις διαδικασίες, όλη την τεράστια δουλειά για να βγει μια έκθεση στο κοινό. Είναι το «πίσω» από την έκθεση, δουλειά απαραίτητη ακόμη κι αν ο κόσμος δεν την αντιλαμβάνεται.
Προτού έρθω στο MOMus δεν είχα ιδιαίτερη σχέση με την τέχνη. Σπούδασα οικονομικά, αλλά αγαπούσα τη φωτογραφία, ήθελα μάλιστα να γίνω φωτογράφος. Η δουλειά μου στο Μουσείο άλλαξε ριζικά τη σχέση μου με την τέχνη. Η καθημερινή τριβή με τα έργα και τους καλλιτέχνες σου βγάζει μία πιο ευαίσθητη, πιο καλλιτεχνική πλευρά, βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά, σε κάνει πιο δημιουργικό. Στην πορεία αντιλαμβάνεσαι ότι θέλεις κάθε μέρα να κάνεις κάτι παραπάνω πέρα από την άχαρη, στεγνή διαδικασία, την καταχώρηση τιμολογίου, τη σύνταξη του προϋπολογισμού, τη γραφειοκρατία. Μπαίνεις σε αυτό το κλίμα και ερωτεύεσαι την κάθε έκθεση.
Το έργο «Γυναίκα που ταξιδεύει» της Λιουμπόβ Ποπόβα το είδα για πρώτη φορά το 2019, όταν έγινε η έκθεση «Η Συλλογή Γιώργου Κωστάκη. Restart», και με εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή. Δεν ήξερα πολλά τότε για τη Ρωσική Πρωτοπορία και τη Συλλογή Κωστάκη, αλλά αμέσως γεννήθηκε ένας έρωτας.
Το μεγάλων διαστάσεων έργο φιλοξενείται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης είναι από τα δυνατά χαρτιά της συλλογής. Με τις γραμμές, τα έντονα χρώματα, δείχνει τον δυναμισμό της γυναίκας, την αυτονομία της. Ήταν αληθινή πρωτοπορία… Ο δυναμισμός αυτός μάς αντιπροσωπεύει και στη δουλειά που κάνουμε στο οικονομικό τμήμα, αλλά με εκφράζει και εμένα την ίδια, όπως πιστεύω και τις περισσότερες γυναίκες στις μέρες μας.
Έκλεισα 25 χρόνια στο Μουσείο Φωτογραφίας, βρίσκομαι δηλαδή εδώ από το 1999, και στο MOMus είμαι από την πρώτη μέρα. Με τη φωτογραφία ήταν αναπάντεχη η σχέση μου, αν και πάντα με ενδιέφερε ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να μαθαίνω τους ανθρώπους να βλέπουν: αυτή πιστεύω ότι είναι η πιο απαραίτητη δεξιότητα που πρέπει να έχεις. Η φωτογραφία έχει την αίσθηση της φαινομενικής αλήθειας, είναι σημαντικό να μάθεις στον κόσμο να βλέπει φωτογραφίες.
Ένα από τα αγαπημένα μου έργα είναι η «Ηθοποιός Ελένη Καστάνη» του Σπύρου Στάβερη. Είναι ένα πορτρέτο της Καστάνη, ντυμένης μπαλαρίνα, να χορεύει σε γήπεδο γεμάτο άντρες. Με ενθουσιάζει στη φωτογραφία αυτή το ότι σπάει τα στερεότυπα για τις μπαλαρίνες, που πρέπει να είναι αδύνατες, ελαφριές. Είναι έργο uplifting, το βλέπω και χαίρομαι, δίνει την αίσθηση της ελευθερίας, ότι μπορεί να σπάσεις τα όρια, και επίσης έχεις την αίσθηση ότι η ηρωίδα αγαπάει το σώμα της.
Τη φωτογραφία αυτή την παρουσιάσαμε το 2011 στην έκθεση «Ένας κόσμος χωρίς περιθώρια» του Σπύρου Στάβερη. Θυμάμαι πως τότε είχα δουλέψει με παιδιά γυμνασίου και λυκείου, και ήταν ένα από τα έργα που τους έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Το συζητήσαμε με πολλά νεαρά κορίτσια. Ζούμε σε μια εποχή γεμάτη πρότυπα ομορφιάς, και τους είχε κάνει εντύπωση. Αυτό επίσης που μου αρέσει είναι και το παραξένισμα να δεις μία μπαλαρίνα μέσα σε γήπεδο. Το να ψάχνεις το παραξένισμα μέσα στην καθημερινή ζωή έχει μεγάλη σημασία για το πώς ζεις τη ζωή τελικά. Όταν κάνουμε Εργαστήρια με εφήβους είναι κάτι που τους ζητάω να το κάνουν.
Το έργο «Η ηθοποιός Ελένη Καστάνη» με αγγίζει και σε προσωπικό επίπεδο. Επειδή έχω περάσει τα 50 και βλέπω το σώμα να αλλάζει, η φωτογραφία αυτή με κάνει να χαίρομαι, σκέφτομαι ότι σε όλες τις ηλικίες, με όλα τα σώματα, μπορείς να είσαι χαρούμενος. Το σώμα είναι ένα όριο, έχει πεπερασμένες δυνατότητες, άρα έχει νόημα να τα ξεπερνάς. Σου λέει: Είμαι η Καστάνη, είμαι αυτή που είμαι, δεν χρειάζεται να είμαι αδύνατη για να χορεύω μπαλέτο, να πετάω ψηλά. Το έχεις ανάγκη στην εποχή μας αυτό το μήνυμα, νιώθεις μία ψυχική ανάταση. Σκέφτομαι μάλιστα να το δουλέψω με γυναίκες με καρκίνο του μαστού, για τις οποίες επίσης η αντίληψη του σώματος παίζει πολύ σημαντικό ρόλο.
Βρίσκομαι στο MOMus από το 2006, πριν να γίνει δηλαδή η συνένωση των μουσείων, και εργάζομαι στο Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, στην Αποθήκη Β στο Λιμάνι, από την πρώτη μέρα της λειτουργίας του. Είμαι στην υποδοχή, είμαι αυτή που θα ανοίξει το Μουσείο, θα ανοίξει τα έργα, θα υποδεχτεί τον κόσμο. Θα δώσω το εισιτήριο στους επισκέπτες, θα ασχοληθώ με το πωλητήριο και γενικά με οτιδήποτε προκύπτει σε σχέση με τον χώρο. Οπότε η επαφή μου με τα έργα είναι καθημερινή, είναι ο κόσμος μου.
Ξεχωρίζω ως αγαπημένο μου έργο τη βίντεο-περφόρμανς «Εις το όνομα» της Λήδας Παπακωνσταντίνου, η οποία ήταν τιμώμενη καλλιτέχνης το 2007 στην 1η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης. Γνώρισα αρχικά το έργο της και μετά γνώρισα και την ίδια σαν άνθρωπο, κρατήσαμε μια φιλία θα τολμήσω να πω, η οποία μέχρι και σήμερα υπάρχει με μεγάλη αγάπη. Δεν είναι συνηθισμένο να αναπτύσσονται τέτοιοι δεσμοί με τους καλλιτέχνες, είναι να γίνει το «κλικ», και εργασιακά και οι άνθρωποι να ταιριάξουν κάπως. Να επικοινωνήσουν…
Το «Εις το όνομα» είναι πέντε οθόνες βυθισμένες στο νερό. Η δημιουργός ανακαλεί την προσωπική μνήμη των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στα πεδία μαχών ή έσβησαν από ασθένειες στα στρατιωτικά νοσοκομεία. Θυμάμαι τα πάντα από αυτό το έργο και πολύ έντονα, γιατί ήμουν εδώ, βοήθησα τη Λήδα Παπακωνσταντίνου στο στήσιμο. Ταυτίστηκα πάρα πολύ για κάποιο λόγο, μαγεύτηκα και από το έργο και γενικότερα από τη Λήδα Παπακωνσταντίνου. Είναι ένας άνθρωπος-καλλιτέχνης, μια σημαντική δημιουργός, πολύ ειλικρινής, και στη δουλειά της αλλά και ως χαρακτήρας. Και βγαίνει αυτό το στοιχείο και στη βίντεο-περφόρμανς αυτή. Έχω σπουδάσει και εγώ φωτογραφία και τότε περνούσα μια φάση που προσέγγιζα φωτογραφικά ως θέμα τον θάνατο. Και όταν γνώρισα τη Λήδα ταυτίστηκα πάρα πολύ με όλο αυτό, και με βοήθησε και ίδια να καταλάβω πάρα πολλά μέσα από το έργο της.
Παρότι είναι δύσκολο το θέμα του έργου, θυμάμαι τις αντιδράσεις των επισκεπτών, θυμάμαι μόνο καλά σχόλια από τον κόσμο. Υπήρξε και ένα περιστατικό που έριξαν πέτρες στις οθόνες για να κάνουν πλάκα, και εγώ το πρωί βρήκα νεκρά ψάρια να επιπλέουν και καθάριζα τις οθόνες με μια σκούπα. Σε κάποιους μπορεί να φαινόταν περίεργο ή αστείο, τι να πω… Έχουν και αυτό το στοιχείο οι περφόρμανς, ότι είναι ανοιχτές στο να ενσωματώσουν κάτι που ίσως ο καλλιτέχνης να μην το έχει και στο μυαλό του, είναι μια ζωντανή τέχνη.
Δούλεψα στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης από το 2005 και εδώ στο MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, εντός της ΔΕΘ, είμαι από το ξεκίνημα. Το δικό μου αγαπημένο έργο είναι ένα σύμπλεγμα ή διπλό έργο της Niki de Saint Phalle, «Αδάμ και Εύα». Η Niki de Saint Phalle ασχολήθηκε πάρα πολύ με τη γλυπτική και χρησιμοποιούσε πολύ έντονα χρώματα. Ανήκε σε ένα κίνημα στη Γαλλία που λεγόταν nouveau realisme, το αντίστοιχο, ας πούμε, ευρωπαϊκό της αμερικάνικης pop art. Αλλά ταυτόχρονα υπάρχει μεγάλη αντιδιαστολή ανάμεσα στα πολύ έντονα χρώματα, χαρούμενα πολλές φορές, τα έντονα υλικά και στα θέματα, στο περιεχόμενο που πολλές φορές είναι βαθιά προσωπικό και τραυματικό. Είχε περίεργη προσωπική ζωή η σημαντική αυτή δημιουργός, και μια παιδική ηλικία προβληματική, γι’ αυτό και προσπάθησε να θεραπευτεί, κατά κάποιον τρόπο, μέσα από την τέχνη.
Πολλά από αυτά τα γλυπτά της Niki de Saint Phalle ίσως τα έχετε δει σε δημόσιους χώρους στην Ελβετία και στη Γαλλία. Εδώ, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το έργο της παρουσιάζεται σε εσωτερικό περιβάλλον, που του δίνει μια άλλη αίσθηση. Ιδιαίτερα μετά την επανέκθεση είναι σαν να πήρε άλλη διάσταση. Έχουμε προσθέσει και άλλα δύο έργα δικά της, ένα σχέδιο και ένα εικονοστάσιο θρησκευτικού περιεχομένου. Το έργο ήταν από τη συλλογή του Αλέξανδρου Ιόλα, στον οποίο άρεσε ιδιαίτερα η pop art –ο ίδιος είχε ανακαλύψει και τον Warhol– αλλά είχε και μία ιδιαίτερη αγάπη για τον σουρεαλισμό, οπότε νομίζω ότι ταίριαξαν αυτά τα δύο στη Saint Phalle.
Ως ιστορικός τέχνης είναι δύσκολο τώρα πια, μετά από τόσα χρόνια, να δω κάτι και να εντυπωσιαστώ ή να το σκέφτομαι για καιρό, αλλά συμβαίνει η τέχνη να σε ξαφνιάζει καμιά φορά κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Είδα το έργο «Αδάμ και Εύα» για πρώτη φορά όταν ήμουν μαθητής, σε μια εποχή που δεν είχα ταξιδέψει τόσο πολύ τότε, οπότε φυσικά μου φάνηκε ακόμα πιο εντυπωσιακό. Παρ’ όλα αυτά έγινε και πιο αγαπημένο, όταν άρχισα να διαβάζω και να μαθαίνω παραπάνω για τη ζωή της Niki de Saint Phalle, γιατί εκεί είναι και το ενδιαφέρον για μένα.
Πιστεύω ότι το «Αδάμ και Εύα» είναι από τα έργα μπροστά στα οποία στέκεται πολύ ο κόσμος, γιατί έχει και αυτό το λίγο σεξουαλικό με τον Αδάμ και την Εύα, και το πέος που φαίνεται πολύ. Στην πραγματικότητα το έργο δεν είναι καθόλου σεξουαλικό, είναι «χίπικο», ας πούμε, με αυτά τα έντονα χρώματα που κλέβουν τις εντυπώσεις. Αν έχεις και τις πληροφορίες για το τι πέρασε η δημιουργός, την ψυχολογία της, τις σχέσεις με τον πατέρα της, το ότι είχε κλειστεί σε ιδρύματα, σε κλινικές όλη τη ζωή και είχε ταλαιπωρηθεί, όλα αυτά προσθέτουν στο μυστήριο, κάνουν το έργο ακόμη πιο ωραίο.
Μία σειρά έντυπων και διαδικτυακών εκδόσεων, οπτικοακουστικών παραγωγών και δράσεων για την Ιστορία, τα Γράμματα, τις Τέχνες και τις Ιδέες στην πόλη, που προβάλλει πτυχές και πρόσωπα της ιστορικής και σύγχρονης Θεσσαλονίκης.
Μία πλατφόρμα διαλόγου, ιδεών και δράσεων για την ανάδειξη της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, την προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού, και την ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα της πόλης.
Εγγραφείτε στο newsletter του Θεσσαλονικέων Πόλις δωρεάν για να λαμβάνετε στο inbox σας πρωτογενή ρεπορτάζ για την πόλη, άρθρα, συνεντεύξεις και επιλογές από την έντυπη και διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού.