Το να ξετρυπώσεις εύστοχα διακοσμητικά επίθετα και κατάλληλους κολακευτικούς χαρακτηρισμούς για το έργο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη είναι αληθινή πρόκληση: έχουν ήδη ειπωθεί και γραφτεί τόσο πολλά, σε σημείο που φοβάσαι πως θα υποπέσεις στο προαιώνιο αμάρτημα του αναμασήματος. Κι όμως, υπάρχει ένα γνώρισμά της γραφής του που δεν έχει υμνηθεί επαρκώς, που δεν έχει αναλυθεί διεξοδικά: η υφολογική και δομική κινηματογραφικότητα που τη διατρέχει – στα υλικά και στα τεχνάσματά της, στις τεχνικές και στις ραφές της.
Πρόκειται για μια γραφή προικισμένη με το δώρο και το σαράκι του βλέμματος. Ένα βλέμμα αεικίνητο, ανάλαφρο και αέρινο, ηδονοβλεπτικό και συγχρόνως διακριτικό και απόμακρο, που τρυπώνει στα άρρητα του ανθρώπου, στο άφατο της μοίρας, στις υποσημειώσεις, στις μουτζούρες και στα ορνιθοσκαλίσματα της ιστορίας. Μια πένα, λοιπόν, σαν τον φακό της κάμερας στο σινεμά. Που πλάθει κόσμους, δίνει και αφαιρεί ζωή, φανερώνει αλήθειες που μικρή σχέση έχουν με τις περιοριστικές Συμπληγάδες της πραγματικότητας, σμιλεύει την εξωτερική παρατήρηση του κόσμου με την έμφυτη (και προαιώνια) εσωτερική ματιά.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1953. Δημοσίευσε τα πρώτα του διηγήματα στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Τα μυθιστορήματά του Γερνάω επιτυχώς και Ουζερί Τσιτσάνης έχουν μεταφερθεί στη θεατρική σκηνή από το ΚΘΒΕ, ενώ το δεύτερο βρήκε τον δρόμο και για τη μεγάλη οθόνη, σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη. Έχει εργαστεί ως σεναριογράφος στην ταινία Όλα είναι δρόμος του Παντελή Βούλγαρη, κι έχει γράψει σενάρια για τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ, καθώς και το κείμενο για τη μουσικοχορευτική Σαν τραγούδι μαγεμένο. Έχει αποσπάσει πληρώρα βραβείων και τιμητικών διακρίσεων για τα έργα του, ανάμεσα στα οποία το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή Η στενωπός των υφασμάτων, ενώ διετέλεσε διευθυντής στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη και σε πολλά έντυπα περιοδικά, καθώς και πρόεδρος του ΔΣ της ΕΡΤ3.
Ο 72χρονος συγγραφέας και επί μακρόν συνεργάτης του Θεσσαλονικέων Πόλις μιλάει στα έργα του μέσα από κάδρα, διαλέγοντας επιμελώς τι θα τρυπώσει μέσα τους και τι θα αφεθεί απ’ έξω (κάτι το μη-ορατό αλλά ποτέ εξαφανισμένο), άλλοτε επιλέγει τα λεκτικά μονοπλάνα κι άλλοτε τα βερμπαλιστικά γκρο πλαν, ανά στιγμές μάς ωθεί να κοιτάξουμε εποπτικά, ενώ άλλες φορές μάς παρακινεί να σκαρφαλώσουμε στον ώμο του και να τρέξουμε παρέα. Και οι σελίδες των βιβλίων του, σαν χάρτινες σκοτεινές αίθουσες με οθόνες, ξετυλίγουν ιστορίες ρεαλιστικές και συνάμα φασματικές, προσφέρουν απολαύσεις για γούστα εστέτ και λαϊκά την ίδια ακριβώς στιγμή.
Πιάνουμε το νήμα από την αρχή – αν υποθέσουμε πως υπάρχει.
Μπορείτε να εντοπίσετε την αρχική σπίθα του γραψίματος; Όχι απαραιτήτως πότε ξεκινήσατε να γράφετε, αλλά πότε αποκτήσατε πλήρη συναίσθηση ότι πρόκειται για μια ανάγκη σχεδόν βιολογική.
«Είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσω τις απαρχές, πάντως κάπου εκεί στην εφηβεία. Ένιωθα τη βαθιά γοητεία που ασκούσαν μέσα μου διάσημα μυθιστορήματα και διηγήματα και σκεφτόμουνα πώς θα μπορούσα να γράψω κι εγώ. Ξεκίνησα γράφοντας ερωτικά ποιήματα, ανάξια λόγου φυσικά. Προσπαθούσα να γράψω πεζό, αλλά ένιωθα αδύναμος, ανώριμος. Γράφοντας συνέχεια, διαρκώς και εμμονικά, κατάφερα να φτάσω σε ένα βασικό επίπεδο μετά τα τριάντα μου χρόνια. Ζητούμενο ήταν και η ιδιοπροσωπία, το προσωπικό ύφος, που νομίζω πως άρχισα να το αγγίζω γύρω στα τριάντα πέντε, σαράντα. Συνέχισα με την ίδια μανία – τώρα, πια, μετά σαράντα χρόνια, άρχισα κάπως να ησυχάζω, να κατευνάζεται ο ζήλος μου, γιατί γέρασα ευτυχώς. Κάπως ηρέμησα».
Εν αρχή ην η γλώσσα. Κι αυτή του Γιώργου Σκαμπαρδώνη κατοικεί σε μια χώρα παράδοξου συγκερασμού, ευφάνταστων ισορροπιών και θαυμαστής σύγκλισης. Δημώδης και ρέουσα, σαν να βγήκε από κάποιο θαμμένο σεντούκι με ιδιόλεκτους και ντοπιολαλιές. Ραφινάτη και φινιρισμένη, σαν εργόχειρο υφαντό. Ευσεβής και βλάσφημη, σαν μια μάχη μεταξύ καταστατικής τάξης και ριζοσπαστικής εξέγερσης όπου η ήττα είναι εξίσου πολύτιμη με τη νίκη.
Η γλώσσα σας διαθέτει μια μουσικότητα. Άλλοτε λαϊκή κι άλλοτε ένας απόηχος δέους, σαν ψαλμωδία. Γράφετε όπως σκέφτεστε; Όπως μιλάτε; Όπως θα θέλατε να μιλούν και να σκέφτονται οι γύρω σας;
«Η αναζήτηση της γλώσσας, δηλαδή της εκφραστικής της δεινότητας, είναι, ή οφείλει να είναι, βασικό μέλημα όποιου γράφει. Μελετώντας τις κορυφώσεις της ελληνικής σε διάφορες ιστορικές περιόδους, τις ποικίλες αργκό, τη ζωντανή γλώσσα σε διάφορες περιοχές, αφουγκραζόμενος τα διπλανά τραπέζια, ψάχνοντας διαρκώς, ταξιδεύοντας και καταγράφοντας επί δεκαετίες ακατάπαυστα, φτάνεις σε κάποιο επίπεδο επάρκειας – αν και η ελληνική είναι ένα αρχιπέλαγος λέξεων, ατελεύτητο. Μελετώντας και ψάχνοντας με ασίγαστο πάθος μπορεί να φτάσεις σε σημείο σχεδόν να μιλάς όπως γράφεις. Οι λέξεις, εξάλλου, είναι η αναπνοή των συγγραφέων. Γιατί ζούμε; Για μια αστραφτερή λέξη».
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης δεν υπήρξε σε κανένα σημείο της πορείας του ένας πιουρίστας ή ζηλωτής της «ορθόδοξης» συγγραφής. Ανεβοκατεβαίνοντας με άνεση την κλίμακα της έκτασης και της εστίασης, διασχίζει τα σύνορα ανάμεσα στο μυθιστόρημα και το διήγημα χωρίς τυπικούς ελέγχους και περιττές αποσκευές.
Πόσο διαφορετικό είναι να γράφει ένας συγγραφέας για την τηλεόραση, το θέατρο, τις εφημερίδες, τον κινηματογράφο; Είναι σαν να επιλέγει μια διαφορετική φορεσιά από τη μεγάλη γκαρνταρόμπα του γραφιά;
«Ακριβώς. Το πνεύμα όπου θέλει πνει. Τα λοιπά είναι σνομπισμοί και συνοικιακή αριστοκρατία. Δουλεύεις κάθε φορά σε διαφορετικό φορμά – αφού έχεις μελετήσει πρώτα βαθιά τις σχετικές διέπουσες. Πρόκειται απλώς για ξεχωριστή εκφορά. Η μονοκαλλιέργεια βλάπτει ακόμα και ως ιδέα. Μπορούμε να τολμάμε το οτιδήποτε, και όλα κρίνονται αποκλειστικά εξ αποτελέσματος. Το γράψιμο είναι γράψιμο, είναι καταρχήν σύνθετη επεξεργασία στα εντόσθια του μυαλού – αφού μεσολαβήσει, βέβαια, η έμπνευση, που είναι το βασικό. Τα λοιπά και η μορφή έπονται ή, μάλλον, αλληλοεπηρεάζονται οργανικά και δυναμικά μέσα στη ροή της δημιουργίας».
Στα μυθιστορήματά σας η Θεσσαλονίκη θυμίζει συναρπαστική χοάνη που βράζει από υπόγειες δυνάμεις, μια δίνη αντιφάσεων που περικλείει όλες τις πιθανότητες. Ένας τόπος μαγικός και μαγεμένος, θαρρείς επινοημένος για τα μάτια σας μόνο.
«Ναι, γιατί έτσι κι αλλιώς τα μάτια του καθενός βλέπουν αναπόφευκτα με διαφορετικό και υποκειμενικό τρόπο τη Θεσσαλονίκη. Εξάλλου, μια πόλη 2.500 ετών είναι μη συλλήψιμη από το πνεύμα ενός ανθρώπου, είναι απείρως περίπλοκη στις εκδοχές της και τελικά διαφεύγουσα. Καταλαβαίνουμε πλευρές της πόλης και με αφαιρετικό τρόπο – στη λογοτεχνία μεσολαβεί και η νόμιμη αυθαιρεσία της επινόησης, της φαντασίας και της απρόσμενης ερμηνείας, που κινούνται στον χώρο της μυθοπλασίας, σαρκώνονται στη δράση και στη σκέψη των ηρώων. Επομένως, σίγουρα έχουμε ανάγκη τον υπαινιγμό και τη μαγεία για να νιώσουμε, ελλειπτικά έστω, τη μαγγανεία της πόλης».
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης δεν έκρυψε ποτέ το πάθος του για τη ζωγραφική – τον «μεγάλο του γκαϊλέ» όπως είχε αναφέρει κάποτε. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει καλύτερη λέξη για να περιγράψει ένας λογοτέχνης την παράλληλη και πάντα ημιτελή καψούρα του με μια άλλη τέχνη.
«Αγαπώ πολύ τη ζωγραφική, αλλά για μένα είναι πάρεργο. Δεν της έχω αφοσιωθεί όσο θα δικαιούνταν – αλλά σε ποια τέχνη να πρωτο-αφοσιωθείς; Με κέρδισε η λογοτεχνία. Βέβαια όλες οι τέχνες είναι συγκοινωνούντα δοχεία, αλλά η ζωγραφική σε μαθαίνει να βλέπεις πραγματικά, κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο ή προφανές. Και το να βλέπεις είναι ένας τρόπος να γράφεις. Ή να γράφεις για αυτά που μπορείς να δεις και δεν τα βλέπει, με τον ίδιο τρόπο, κανένας άλλος».
Διαβάζοντας τα μυθιστορήματά σας σχηματίζω την εντύπωση πως είστε ένας άνθρωπος που παρατηρεί ιδεοληπτικά τα πάντα, από αστεία ονόματα σε θυροτηλέφωνα μέχρι επιγραφές καταστημάτων και ταμπελάκια στο σούπερ μάρκετ. Ισχύει αυτή η εντύπωση; Αν ναι, είναι δεύτερη φύση ή εργαλείο έμπνευσης; Ή μήπως δεύτερη φύση που την εργαλειοποιήσατε ευεργετικά στην πορεία;
«Η παρατήρηση μόνο σε κάνει να συνειδητοποιείς το όντως υπάρχον. Την ποικιλία, την πολυπλοκότητά του. Τίποτε δεν υπάρχει μέχρι κάποιος να το παρατηρήσει. Και φυσικά, από ένα σημείο και πέρα, η παρατήρηση σου γίνεται δεύτερη φύση. Εξελίσσεσαι. Σαν να είσαι επαγγελματίας κατάσκοπος του περίγυρου και της ζωής των άλλων, των πάντων. Βλέπεις, με πυρετική όραση, επίμονη, διατρητική, ακόμα και τα πιο περιφρονητέα, τα πιο ασήμαντα του καθημερινού βίου. Και τότε αυτά, σιγά σιγά, αρχίζουν ίσως να παίρνουν μιαν άλλη, γιγαντιαία υπόσταση, άλλα νοήματα και ξεχωριστό περιεχόμενο μέσα στη μυθολογία και στις σκιές της αφήγησης. Για όσο θέλεις να γράφεις».
Είναι γνωστή η αγάπη που τρέφετε για τα ζώα. Τι βλέπετε σε εκείνα; Το βλέμμα του Άλλου; Μια θρησκευτικής υφής αθωότητα και άδολη αγάπη; Μια ευκαιρία για τον καθένα μας να ενεργοποιήσει ένστικτα φροντίδας που ίσως είναι αδύνατον να ενεργοποιηθούν στον βόρβορο και στη μικροπρέπεια των ανθρώπινων σχέσεων;
«Στα ζώα βλέπω το θαύμα και το κάλλος της ακατανόητης ύπαρξης. Του παραλογισμού της ομορφιάς, της αγριότητας και της αθωότητας. Μένω έκθαμβος. Οι νοητικές μας δυνατότητες δεν μπορούν να κατανοήσουν αυτό που συμβαίνει. Λέμε αρλούμπες. Υπάρχει βαθύς αγνωστικισμός, και από εκεί προκύπτει η ορφάνια μας και η ανάγκη για το ιερό. Την ιεροποίηση. Το μη κατανοητό και το υπερούσιο μας τρελαίνουν. Και παντού, και βέβαια μέσα στον άνθρωπο, ενυπάρχουν τα πάντα, από τον βόρβορο έως τη θεϊκότητα. Όλα μαζί ή σε εναλλαγές. Και είναι αυτά τα σκοτεινά και τα ανέγγιχτα που κατεξοχήν πασχίζει να αγγίξει, να αναδείξει η λογοτεχνία, η τέχνη γενικότερα».
Έχετε νιώσει ποτέ κάποια ενστικτώδη συστολή τα τελευταία χρόνια από τους άτυπους περιορισμούς ευπρέπειας, ευθιξίας, καθωσπρεπισμού (ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να ονοματίσει το φαινόμενο) που έχουν επιβληθεί εμμέσως σε κάθε μορφή τέχνης; Έχετε αυτολογοκριθεί ποτέ;
«Η λογοκρισία είναι εγγενής στον Λόγο. Δεν υπάρχει Λόγος χωρίς λογοκρισία, αφού ό,τι γράφουμε ή λέμε είναι μια επιλογή ανάμεσα σε άπειρες εκδοχές και τρόπους. Καταρχήν, η ευγένεια και η ευπρέπεια του δημόσιου λόγου επιβάλλει εξ υπαρχής κάποια λογοκρισία. Έπειτα: η αίσθηση των ορίων. Ας πούμε, ο νόμος περί δυσφήμισης τι ακριβώς είναι; Θέσπιση ορίων Λόγου. Άρα λογοκρισίας. Απλώς τα τελευταία χρόνια το δήθεν κορέκτ προσπαθεί να επιβάλει μια άνευ προηγουμένου ενοχλητική λογοκρισία που δεν έχει σχέση με τα παραπάνω, αλλά συνιστά μια κανονιστική επέμβαση στο ζήτημα των ιδεών. Πασχίζει να μας επιβάλλει το πώς θα βλέπουμε τον κόσμο. Δεν είναι ας πούμε μια λογοκρισία που ξεκινάει απ’ τη κομψότητα ή τον σεβασμό, αλλά απ’ την επιβολή μιας ιδεολογικής αντίληψης. Κι αυτό είναι απαράδεκτο, τουλάχιστον σ’ εμάς, στη Δύση. Και δεν πρόκειται να περάσει. Ό,τι και να κάνουν, η σάτιρα μπορεί τελικά και υπονομεύει τα πάντα. Η περίφημη Ιλαρή Μούσα».
Ένας Αμερικανός λογοτέχνης που αγαπώ πολύ έλεγε πως όσο μεγαλώνουν οι συγγραφείς κινδυνεύουν να πέσουν στην παγίδα μιας σταυροφορίας με έπαθλο την υστεροφημία, αντιμετωπίζοντας την καριέρα τους ως μια μελλοντική αποτίμηση. Πώς αποφεύγει κανείς αυτή την παγίδα;
«Δεν προλαβαίνω να κάνω καμιά σταυροφορία. Και παγίδες δεν υπάρχουν παρά μόνο σε “εγώ” που θέλουν να ελέγχουν τα πράγματα και μετά θάνατον, ενώ δεν τα ήλεγχαν καν πριν. Γερνάμε. Κι όσο γερνάω τόσο θέλω να γράφω λιγότερο. Να γλιτώσω από αυτή την ψύχωση. Θέλω απλώς να ζήσω κοιτώντας τον κόσμο, όχι συλλογιζόμενος, απλώς θαυμάζοντας. Θέλω να ζήσω όσο μου απέμεινε μέσα στην ήρεμη κατάπληξη, μακριά από κάθε φιλοδοξία. Να περπατώ μέσα στο θάμβος, ακόμα και για το ελάχιστο χορταράκι, για το έσχατο μικρό πουλί που πετάει τεθλασμένα μπροστά απ’ το παρμπρίζ. Να ανασαίνω απλώς κοιτώντας. Μη θέλοντας πια να αναπαραστήσω τίποτα και για κανέναν».
Μία σειρά έντυπων και διαδικτυακών εκδόσεων, οπτικοακουστικών παραγωγών και δράσεων για την Ιστορία, τα Γράμματα, τις Τέχνες και τις Ιδέες στην πόλη, που προβάλλει πτυχές και πρόσωπα της ιστορικής και σύγχρονης Θεσσαλονίκης.
Μία πλατφόρμα διαλόγου, ιδεών και δράσεων για την ανάδειξη της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, την προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού, και την ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα της πόλης.
Εγγραφείτε στο newsletter του Θεσσαλονικέων Πόλις δωρεάν για να λαμβάνετε στο inbox σας πρωτογενή ρεπορτάζ για την πόλη, άρθρα, συνεντεύξεις και επιλογές από την έντυπη και διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού.