Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Τεύχος 73 (Σεπτέμβριος 2020) της έντυπης έκδοσης του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
Αποκτήστε τη δική σας συνδρομή εδώ: https://www.culturalsociety.gr/eshop/
Η πτώση της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας στις 24 Ιουλίου του 1974 αναμφίβολα υπήρξε σταθμός για τη νεότερη ελληνική ιστορία.
Η αναθεμελίωση της δημοκρατίας στη μεταπολιτευτική εποχή αποδείχθηκε ότι δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Τα νέα κέντρα εξουσίας που σταδιακά είχαν διαμορφωθεί μέσα στη διάρκεια της δικτατορίας ήταν αναπόφευκτο να θέλουν να επιβληθούν και να κυριαρχήσουν στη νέα πραγματικότητα. Έτσι, από το δίπολο που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μεταξύ λαϊκής και αστικής εξουσίας και που έγινε περισσότερο αισθητό με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, κατάφερε να επιβληθεί η δεύτερη, επισείοντας τον κίνδυνο της υποτροπής της δημοκρατίας και αναδεικνύοντας ως κυρίαρχο το δίλημμα «εκδημοκρατισμός ή στρατός».
Η επικυριαρχία των νέων δυνάμεων της αστικής εξουσίας επισφραγίστηκε με τις βουλευτικές εκλογές τον Νοέμβριο του 1974. Ωστόσο, οι δυνάμεις της αμφισβήτησης δεν σίγησαν. Αναζήτησαν τους χώρους που θα τις προσέφεραν πιο εύφορο έδαφος για να αναπτύξουν τις ιδέες τους, να καλλιεργήσουν την πολιτική τους και να περάσουν τα μηνύματά τους σε πιο ευήκοα για αυτές ώτα. Τα πανεπιστήμια αποδείχθηκε ότι προσφέρονταν για μια τέτοια προσπάθεια.
Πολύμορφος πολιτικός λόγος στις αποχρώσεις του κόκκινου
Η μεταπολίτευση φύσηξε έναν άνεμο δημοκρατίας μέσα στα πανεπιστήμια. Ο φοιτητικός συνδικαλισμός ήταν και πάλι ελεύθερος και η άρθρωση πολιτικού λόγου δεν γνώριζε περιορισμούς.
Η πολιτική διάσταση όλων των πραγμάτων δέσποζε στην καθημερινότητα εκείνης της εποχής. Η κάθε ενέργεια, η κάθε επιλογή έπρεπε κατά την κυρίαρχη αντίληψη να έχει και την πολιτική της ερμηνεία με πολυδιάστατο πολιτικό λόγο, σχεδόν όμως πάντα στις διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου. Η γαλάζια δύναμη ήταν πρακτικά ανύπαρκτη. Οι θεωρητικοί του μαρξισμού, παλαιοί και νέοι, και οι ηγέτες όλων των επαναστατικών κινημάτων, ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Λένιν, ο Μάο, ο Κάστρο, ο Τσε, ο Αλτουσέρ, είχαν την τιμητική τους και κοσμούσαν με την προσωπογραφία τους τις πινακίδες ανακοινώσεων και τα εξώφυλλα των βιβλίων με τα έργα τους, που διετίθεντο προς πώληση αραδιασμένα επάνω στα τραπεζάκια των φοιτητικών παρατάξεων.
Ο πολυμορφικός χαρακτήρας του πολιτικού λόγου και η κάθε ερμηνεία έδενε με τα ιδεολογικά πιστεύω του κάθε πολιτικού χώρου. Έτσι, υπήρχε άφθονη τροφή για πολιτική αντιπαράθεση με ατέρμονες ιδεολογικές συζητήσεις που, κατά κανόνα, δεν οδηγούσαν σε κανένα αποτέλεσμα. Σ’ αυτές τις συζητήσεις τα αντιτιθέμενα μέρη παρέμεναν πεισματικά προσηλωμένα στις πολιτικές τους θέσεις, επιδιώκοντας όχι τόσο να πείσουν για την ορθότητα των απόψεών τους, όσο να εκθέσουν τον αντίπαλο στα μάτια όσων παρακολουθούσαν τη συζήτηση.
Οι ομιλητές έπρεπε να είναι καλά διαβασμένοι και καταρτισμένοι, προκειμένου να μπορέσουν να επικαλεστούν ανά πάσα στιγμή υπό μορφή τσιτάτου και προς επίρρωση του λόγου τους τη διατυπωμένη θέση κάποιου θεωρητικού του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος ή να αντικρούσουν τα επιχειρήματα της απέναντι πλευράς. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι ήταν επιδέξιοι ομιλητές με άριστη χρήση της γλώσσας και με υψηλή ρητορική δεινότητα.
Το ίδιο καταρτισμένοι και προετοιμασμένοι όφειλαν να είναι και όσοι εγγράφονταν ως ομιλητές στις γενικές συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων, οι οποίες διεξάγονταν αρκετά πυκνά, με μεγάλα ακροατήρια που γέμιζαν ασφυκτικά τα αμφιθέατρα και με θέματα ημερήσιας διάταξης που μπορούσαν να απλωθούν από τη στενή θεματολογία κάποιας φοιτητικής διεκδίκησης μέχρι την έκδοση ψηφίσματος για τα τεκταινόμενα στην κεντρική πολιτική σκηνή ή ακόμη και στο παγκόσμιο πολιτικό στερέωμα.
Αυστηρές και απέριττες ενδυματολογικές επιλογές
Το αυστηρό και λιτό ύφος που επέβαλλε η ιδεολογική προσέγγιση της πλειονότητας των αριστερών παρατάξεων αποτελούσε και τρόπο ζωής, γινόταν καθημερινότητα. Η εικόνα του φοιτητή ή της φοιτήτριας εκείνη την εποχή δεν είχε τίποτε από τα στοιχεία κομψότητας και περιποίησης του σώματος της σημερινής νεολαίας. Η όψη θύμιζε είτε αντάρτη του Εμφυλίου είτε διανοούμενο της μετατσαρικής Ρωσίας.
Μακριά μαλλιά, επιμελώς ατημέλητα, γένια πυκνά και φουντωτά αγρίευαν το πρόσωπο και άφηναν να διακρίνονται μόνο τα μάτια, η μύτη και τα παιδικά μάγουλα, που δεν είχαν προλάβει ακόμη να σκαφτούν από τα βάσανα της ζωής. Εφαρμοστό τζιν παντελόνι, τριμμένο στις άκρες, που άνοιγε σε καμπάνα κάτω από τα γόνατα, ή τύπου στρατιωτικής φόρμας που έδενε σε μαύρα άρβυλα, και ζιβάγκο μπλούζα ή μπλούζα λαιμόκοψη επάνω από μονόχρωμο ή καρό πουκάμισο. Εναλλακτικά, στο πιο διανοούμενο στυλ, κοτλέ παντελόνι με καστόρ παπούτσια και άσπρο φαρδύ πουκάμισο με κοντό γιακά και μπλούζα σε τύπο V. Για επανωφόρι ένα τζάκετ ή ένα χακί στρατιωτικό αμπέχονο με φαρδιές τσέπες, ώστε να μπορεί να χωρέσει άνετα ένα βιβλίο τσέπης. Συμπληρωματικό αξεσουάρ το μακρύ πλεκτό κασκόλ σε μπορντό χρώμα με κρόσια και κόμπους στην άκρη, γυρισμένο μια και δυο φορές γύρω από τον λαιμό και αφημένο να κρέμεται από τη μια του μεριά.
Ίδιες περίπου ήταν και οι ενδυματολογικές προτιμήσεις του γυναικείου φύλου, απέριττες και δωρικές. Όμως εδώ υπήρχε και η εναλλακτική επιλογή της φούστας. Σκουρόχρωμη, συνήθως σε αποχρώσεις του γκρι ή του καφέ, είχε ίσια γραμμή και έφτανε λίγο πιο κάτω από το γόνατο· δεν ήταν ποτέ κοντή και δεν είχε σχίσιμο στα πλάγια. Στην εκδοχή της διανοούμενης αγωνίστριας η φούστα είχε φαρδιά γραμμή, έφθανε μέχρι τον αστράγαλο με κεντημένα μικρά καθρεπτάκια και πολύχρωμες μικρές χάντρες στα άκρα. Αντί για το μακρύ ανδρικό κασκόλ, το γυναικείο ντύσιμο συμπλήρωνε το τετραγωνισμένο φουλάρι γύρω από το λαιμό με κρόσσια και φιόγκους στα άκρα. Απαραίτητο αξεσουάρ το ταγάρι με τα μακριά κορδόνια, περασμένο στον ώμο. Ούτε μακιγιαρίσματα ούτε άλλοι ψιμυθισμοί. Μόνο το καλοκαίρι μπορούσε κανείς να διακρίνει τη χάρη του γυναικείου σώματος, όταν τη θέση των αυστηρών ενδυματολογικών προτιμήσεων έπαιρναν τα λεπτεπίλεπτα, μακριά, και με ατελείωτες ζάρες, σχεδόν αραχνοΰφαντα ινδικά φορέματα, που παρακολουθούσαν τις καμπύλες του σώματος και αναδείκνυαν όσα επιμελώς έκρυβε ο χειμώνας.
Πορείες, διαδηλώσεις και διεθνιστική αλληλεγγύη
Ο πολιτικός φοιτητικός λόγος δεν νοούνταν να περιορίσει τη δραστηριότητά του μόνο μέσα στους τέσσερις τοίχους των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων. Έπρεπε να βγει στην κοινωνία, «να αγκαλιάσει τις λαϊκές μάζες», να τις μπολιάσει με το πνεύμα της δράσης, να κάνει παντού γνωστές τις θέσεις του. Και αυτό επιτυγχανόταν με τις πορείες, τις διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια, που πυκνά συχνά αναστάτωναν τον καθημερινό ρυθμό της πόλης και είχαν έντονο αντι-αμερικανικό χρώμα. Με τους φοιτητικούς συλλόγους συμπαρατάσσονταν πολλές φορές οργανώσεις και σωματεία εργαζομένων που πρόβαλλαν τις ίδιες ή ανάλογες διεκδικήσεις και κατέβαιναν από κοινού στην πορεία.
Η θεματολογία τους ποικίλη· από ζητήματα που άπτονταν των συνθηκών εργασίας και των διεκδικήσεων κάποιου εργασιακού χώρου μέχρι την έκφραση διεθνιστικής αλληλεγγύης στους αγώνες των λαών και των απελευθερωτικών κινημάτων.
Η καθημερινότητα στη σχολή
Ο χρόνος παρουσίας των φοιτητών στους πανεπιστημιακούς χώρους κατανεμόταν μεταξύ των παραδόσεων των πανεπιστημιακών μαθημάτων και των έντονων πολιτικών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων που διεξάγονταν είτε μέσα στα αμφιθέατρα, στις ιδιαίτερα πυκνές και πολυπληθείς γενικές συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων, είτε στους διαδρόμους και στα κυλικεία των σχολών σε διάσπαρτες μικρές ομηγύρεις, που άλλοτε πλήθαιναν και άλλοτε λιγόστευαν, στα περισσότερο γνωστά ως «πηγαδάκια».
Οι παρακολουθήσεις των μαθημάτων δεν ήταν πλέον υποχρεωτικές, «κατάκτηση» και αυτή του φοιτητικού κινήματος, αν και η μη υποχρεωτική παρουσία στα μαθήματα είχε ξεκινήσει πριν από τη μεταπολίτευση. Γενικεύτηκε όμως, καθώς υπήρξε γενικό διεκδικητικό αίτημα.
Αντιθέτως, υποχρεωτική ήταν η παρουσία των φοιτητών στη διόρθωση του «θέματος», δηλαδή μιας εργασίας που συνόδευε το μάθημα και δινόταν στους φοιτητές να εκπονήσουν κατά μόνας ή κατ’ ομάδες, και η οποία έπρεπε να περαιωθεί με τη λήξη της ακαδημαϊκής χρονιάς (τότε δεν ίσχυαν ακόμη τα εξάμηνα). Η εκπόνηση του θέματος περιλάμβανε είτε μόνο σχέδια είτε μαζί και υπολογισμούς, και έπρεπε να δεχθεί σε τακτά διαστήματα τον έλεγχο του επιβλέποντος καθηγητή ή των βοηθών του και να διορθωθούν τυχόν λάθη ή αβλεψίες. Τα περισσότερα μαθήματα στα τμήματα της Πολυτεχνικής περιλάμβαναν ως υποχρέωση την εκπόνηση θέματος. Αυτός είναι, ίσως, και ένας από τους λόγους που το Πολυτεχνείο παρέμενε πάντα μια «ζωντανή» σχολή, καθώς η παρουσία των φοιτητών στις αίθουσες των σχεδιαστηρίων και στα εργαστήρια ήταν αναπόφευκτη και διαρκής σε αντίθεση με άλλες σχολές, στις οποίες η ανάγνωση ενός συγγράμματος μπορούσε να γίνει και στο σπίτι και δεν απαιτούσε φυσική παρουσία στη σχολή.
Καθηγητές που συνδέθηκαν στενά με την ιστορία της Πολυτεχνικής
Οι αίθουσες διδασκαλίας κατά τη διεξαγωγή των μαθημάτων άλλοτε ήταν γεμάτες και άλλοτε παρέμεναν με μικρά ακροατήρια. Προφανώς, αυτό συνδεόταν με τη δυσκολία του κάθε μαθήματος, αλλά κυρίως με την ικανότητα του διδάσκοντος να κερδίσει το ακροατήριο είτε με την ποιότητα του λόγου του είτε με τη συμπεριφορά του. Το καθηγητικό σώμα σε γενικές γραμμές κουβαλούσε ακόμη τα χαρακτηριστικά του παλαιού καθηγητικού κατεστημένου. Πρόσωπα αυστηρά, σοβαρά και ενίοτε απρόσιτα, μεταξύ των οποίων υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις.
Προσωπικότητα ισχυρή, που σημάδεψε την Πολυτεχνική Σχολή, ο Γεώργιος Νιτσιώτας, ο γερμανοτραφής καθηγητής στην έδρα της Στατικής, με υψηλό επιστημονικό επίπεδο και μεταδοτικότητα στις πανεπιστημιακές παραδόσεις, ανέδειξε τη σχολή σε ακαδημαϊκό ίδρυμα υψηλού επιπέδου. Ήταν, όμως, απρόσιτος και το εργαστήριό του απροσπέλαστο.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, περισσότερο γνωστός με το προσωνύμιο «στρατηγός», καθώς προερχόταν από τον στρατιωτικό χώρο και όταν εκλέχθηκε σε καθηγητική θέση στην έδρα των Δομικών Μηχανών είχε φθάσει στον βαθμό του συνταγματάρχη, στη μεταπολίτευση είχε σταθεί στο πλευρό των φοιτητών και κάποιες φορές συμπορεύτηκε μαζί τους.
Ο Μιχάλης Παπαδόπουλος (μετέπειτα πρύτανης του ΑΠΘ), νέος τότε καθηγητής στην έδρα της Οικοδομικής (είχε διοριστεί το 1975-76), μετέφερε το νέο πνεύμα στη σχολή. Το μάθημά του συνοδευόταν από διαφάνειες (δεν ήταν ακόμη σύνηθες κάτι τέτοιο εκείνη την εποχή), παρότρυνε τη συμμετοχή των φοιτητών στο μάθημά του και κέρδιζε μεγάλα ακροατήρια. Ακόμη και οι ενδυματολογικές του προτιμήσεις (ανοικτόχρωμα πουκάμισα με φουλάρια) απείχαν από τα σοβαρά σκουρόχρωμα σακάκια και τις γραβάτες των συναδέλφων του.
Ο Γιώργος Πενέλης, νέος και αυτός καθηγητής στην έδρα του Σιδηροπαγούς Σκυροδέματος, είχε τις αίθουσες διδασκαλίας γεμάτες. Ανοικτός στον διάλογο, κέρδιζε με την ποιότητα του λόγου του τους συνομιλητές του.
Ο Ιωάννης Αυδής, στην έδρα της Παραστατικής Γεωμετρίας, είχε τον απόλυτο σεβασμό του φοιτητικού σώματος και έχαιρε φοιτητικής εκτίμησης. Έχοντας απολυθεί από τη δικτατορία με συντακτική πράξη το 1968, επανήλθε στην έδρα με την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974. Πέθανε, ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα.
Στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων κυριαρχούσαν κυρίως δύο ονόματα: του Νικόλαου Μουτσόπουλου και του Δημήτρη Φατούρου, μετέπειτα πρύτανη (1983-1988 κατά την πρώτη εφαρμογή του ν. 1268/82) και υπουργού Παιδείας (1993-94 στην κυβέρνηση Α. Παπανδρέου). Και οι δύο φημίζονταν ως δάσκαλοι και ως αρχιτέκτονες στην κοινότητα των αρχιτεκτόνων.
Ο Ν. Μουτσόπουλος στην έδρα Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας (από το 1957), εντυπωσιακός και μεγαλοπρεπής στον λόγο και στην όψη, εξέφραζε το αυστηρό ύφος και την παραδοσιακή μορφή στο αρχιτεκτονικό έργο. Αντιθέτως, ο Δ. Φατούρος στην έδρα της Διακοσμητικής (από το 1959) αναδείκνυε την αρχιτεκτονική ως μια τέχνη ελεύθερης έκφρασης και δημιουργίας, με μακρές συζητήσεις επάνω στα σχεδιαστήρια, προκειμένου να διαμορφωθεί η τελική φόρμα του αρχιτεκτονικού έργου.
Κοντά σ’ αυτούς ο Ιωάννης Τριανταφυλλίδης, ο Θαλής Αργυρόπουλος, ο Γιώργος Λάββας, ο Χαράλαμπος Μπούρας, ο Αλέξανδρος Λαγόπουλος συμπλήρωναν τα ισχυρά ονόματα του Τμήματος της Αρχιτεκτονικής. Αξίζει, ίσως, να μνημονευτεί εδώ και το όνομα ενός ανθρώπου που είχε κερδίσει την υπόληψη των φοιτητών, του Πάτροκλου Καραντινού, που απολύθηκε από τη δικτατορία με συντακτική πράξη το 1968· με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, αν και αποκαταστάθηκε τυπικά, δεν επανήλθε στη θέση του, διότι είχε ήδη συμπληρώσει το όριο ηλικίας.
Στο τμήμα των Αγρονόμων και Τοπογράφων, που ιδρύθηκε αργότερα, το 1962, κυριαρχούσε η μορφή του Λυσίμαχου Μαυρίδη, που τον θεωρούσαν εκφραστή περισσότερο συντηρητικών αντιλήψεων.
Τα υπόλοιπα τμήματα της Πολυτεχνικής είναι νεότερα. Ιδρύθηκαν το 1972 και ουσιαστικά άρχισαν να στελεχώνονται από το 1973 και κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Κοντά, όμως, σε όλα αυτά τα ονόματα των καθηγητών υπήρξε και ένα μεγάλο πλήθος βοηθών και επιμελητών που από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης οργάνωσαν τον κλάδο του Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού (Ε.Δ.Π.). Αργότερα προστέθηκαν σ’ αυτούς και οι επιστημονικοί συνεργάτες, μια άλλη ομάδα προσωπικού, προϊόν του νόμου 815/78. Το σώμα του E.Δ.Π., αποτελούμενο κυρίως από απόφοιτους των ελληνικών πανεπιστημίων, στελέχωσε τις παλαιές πανεπιστημιακές έδρες με προσωπικό που επρόκειτο να συνεπικουρεί τους καθηγητές στο έργο τους, καθώς το κλειστό μέχρι τότε καθηγητικό σώμα παρέμενε αριθμητικά περιορισμένο, ενώ αυξανόταν διαρκώς ο αριθμός των φοιτητών.
Μάλιστα, αυτός ο νέος κλάδος διδακτικού προσωπικού διεκδίκησε δυναμικά την αναγνώριση και αναβάθμιση του ρόλου του, προχωρώντας την άνοιξη του 1978 σε μια πρωτοφανή σε συμμετοχή απεργιακή κινητοποίηση που κράτησε τρεις ολόκληρους μήνες και καταγράφηκε στα χρονικά του πανεπιστημίου ως «η απεργία των 100 ημερών», όταν το Υπουργείο Παιδείας έφερε στη Βουλή νομοσχέδιο που όριζε τον ρόλο του E.Δ.Π. στα πανεπιστήμια σε κατεύθυνση αντίθετη από αυτή των στόχων του κλάδου (μονιμότητα και ενιαίο φορέα διδασκόντων). Η κατάσταση θορύβησε την κυβέρνηση, η οποία αναδιατύπωσε ορισμένες διατάξεις του νομοσχεδίου με θέσεις πιο κοντά σ’ αυτές του κλάδου. Η «απεργία των 100 ημερών» κατέδειξε τη σοβούσα κρίση του ελληνικού πανεπιστημίου και την ανάγκη ριζικής αναθεώρησης των δομών του.
Από το 1982 και μετά, με την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 1268, τα μέλη του Ε.Δ.Π. εξελίχθηκαν σε καθηγητικές βαθμίδες και αποτέλεσαν το νέο καθηγητικό σώμα του πανεπιστημίου, του γνωστού και σήμερα ως Δ.Ε.Π. (Διδακτικό Ερευνητικό Προσωπικό).
Ο Νόμος 815 και το κίνημα των καταλήψεων
Σταθμός στα χρονικά του πανεπιστημίου αποτέλεσε το «θερμό φθινόπωρο» του 1979. Μια περίοδος που σημαδεύτηκε από σειρά αντιδράσεων, κινητοποιήσεων, καταλήψεων και γενικώς από πλήρη αναστάτωση των πανεπιστημίων. Μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδος με κορυφαίες στιγμές έντασης που κράτησε έως τον Ιανουάριο του 1980.
Το καλοκαίρι του 1978 η κυβέρνηση έφερε αιφνιδιαστικά προς συζήτηση στη Βουλή και τελικά, παρά τις έντονες αντιδράσεις, ψήφισε στις αρχές Σεπτεμβρίου τον νόμο 815. Ήταν ένας νόμος για την αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης, με την οργάνωση των δομών και της λειτουργίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων σε μια κατεύθυνση, η οποία χαρακτηρίστηκε από τους φοιτητές ως απόπειρα χειραγώγησης και καθυπόταξης του ανήσυχου φοιτητικού κινήματος.
Τα πράγματα απέκτησαν δυναμική τον Νοέμβριο του 1979, όταν ο νόμος 815 βρήκε την εφαρμογή των αυστηρών του μέτρων στους πρωτοετείς φοιτητές της προηγούμενης χρονιάς (στους εισαχθέντες το 1978 στα πανεπιστήμια), από τους οποίους στερούσε πλέον το δικαίωμα προσέλευσης στις εξετάσεις της τρίτης εξεταστικής περιόδου του Φεβρουαρίου. Με σύνθημα «κανείς στις εξετάσεις χωρίς πρωτοετείς», οι φοιτητές κλιμάκωσαν τις κινητοποιήσεις τους, αποφασίζοντας αποχή από την τρίτη εξεταστική περίοδο, αν το δικαίωμα συμμετοχής σ’ αυτή δεν δινόταν και στους πρωτοετείς.
Τον Δεκέμβριο του ’79 οι φοιτητές κορύφωσαν τις κινητοποιήσεις τους με καταλήψεις των σχολών τους σε όλα σχεδόν τα πανεπιστήμια της χώρας. Παράλληλα, πραγματοποίησαν γιγαντιαίες συγκεντρώσεις και πορείες στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις.
Αυτά τα γεγονότα δεν άφηναν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για τη νέα χρονιά που πλησίαζε. Και η κυβέρνηση, για να αποφύγει τα χειρότερα, ανακοίνωσε την αναστολή των επίμαχων διατάξεων του νόμου 815. Οι φοιτητές ανέστειλαν τις κινητοποιήσεις τους (4 Ιανουαρίου 1980). Ήταν η πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση που ένας νόμος ψηφισμένος από τη Βουλή καταργήθηκε στην πράξη ύστερα από τις αντιδράσεις και τις κινητοποιήσεις των άμεσα ενδιαφερομένων.
Πολιτιστικές δραστηριότητες
Οι περισσότεροι φοιτητές της Πολυτεχνικής παρέμεναν στη σχολή μέχρι τις βραδινές ώρες είτε λόγω μαθημάτων (κυρίως λόγω εκπόνησης θεμάτων) είτε λόγω συμμετοχής σε δραστηριότητες του συλλόγου τους (συνελεύσεις, συζητήσεις κ.ά.). Ωστόσο, η σχολή δεν αποτελούσε μόνο χώρο εκπαίδευσης, αλλά και χώρο κοινωνικής ζωής. Στις προχωρημένες βραδινές ώρες οι ρυθμοί χαλάρωναν και οι πρωινές δραστηριότητες έδιναν τη θέση τους σε ένα πλήθος καλλιτεχνικών πρωτοβουλιών των φοιτητικών συλλόγων ή των συνδικαλιστικών παρατάξεων: μουσικά σχήματα, θεατρικές και κινηματογραφικές ομάδες υπήρχαν σχεδόν σε κάθε σχολή. Την πρωτοκαθεδρία είχε ο Φ.O.Θ.K., ο Φοιτητικός Όμιλος Θεάτρου και Κινηματογράφου, με τις κινηματογραφικές προβολές που διοργάνωνε τις νυκτερινές ώρες, τις θεατρικές παραστάσεις, τις μικρές μουσικές συναυλίες και τα μαθήματα μουσικής στο υπόγειο της Φιλοσοφικής Σχολής. Αναπτύσσονταν έτσι πολύμορφες διαδρομές που βοηθούσαν στην ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ των σχολών, ιδίως μεταξύ εκείνων με κυρίως ανδρικό πληθυσμό (όπως της Πολυτεχνικής) και εκείνων με κυρίαρχο τον γυναικείο πληθυσμό (όπως της Φιλοσοφικής).
Αλλά και οι πολυάριθμες κινηματογραφικές αίθουσες που διέθετε η πόλη γέμιζαν συχνά με φοιτητικό κόσμο. Ορισμένοι κινηματογράφοι, μάλιστα, επέλεγαν την προβολή ταινιών που ξέφευγαν από το καθιερωμένο εμπορικό ρεπερτόριο, και επέλεγαν έργα παλαιότερων εποχών ή έργα τού σοσιαλιστικού ρεαλισμού που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαν καμιά εμπορική επιτυχία. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα ο κινηματογράφος «Αίας» στη φοιτητογειτονιά των 40 Εκκλησιών.
Αλλά και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, που διεξαγόταν στην κεντρική θεατρική αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, πλημμύριζε κάθε Σεπτέμβρη από το φοιτητικό κοινό. Μάλιστα, οι συντελεστές της κάθε ταινίας υπολόγιζαν σοβαρά την κριτική που θα δέχονταν από το αυστηρό φοιτητικό κοινό του Β΄ εξώστη. Ήταν, κατά κάποιον τρόπο, σαν η ταινία να περνούσε τις εξετάσεις ποιότητας ή να απορριπτόταν κατά τη συζήτηση που ακολουθούσε την προβολή της.
Η επανάσταση πάει στην ταβέρνα
Τη φοιτητική ψυχαγωγία συμπλήρωνε η νυκτερινή διασκέδαση σε κάποια ταβέρνα της πόλης, όταν το μυαλό ήθελε πια να ξενοιάσει από τις υποχρεώσεις της ημέρας. Τα μικρά ταβερνάκια της Άνω Πόλης και εκείνα στις φοιτητογειτονιές γύρω από το πανεπιστήμιο είχαν την πρωτοκαθεδρία. Η «Δόμνα» και το «Ίγκλις» στα στενοσόκακα της Άνω Πόλης, ο «Βλάχος» στο Τσινάρι, ο «Πλάτανος» στην περιοχή Παπάφη και ακριβώς απέναντι ο υπόγειος «Παγουλάτος», πιστό αντίγραφο θα έλεγε κανείς των στίχων του Bάρναλη για την παρέα «μέσ’ στην υπόγεια την ταβέρνα, με τους πυκνούς καπνούς και τις βρισιές…», τα «Περιστέρια» του Μπάκα στην Άνω Τούμπα, το «Υποβρύχιο» και ο «Θερμαϊκός» απέναντι από το γήπεδο τού ΠΑΟΚ, το «Σουέζ» μακρύτερα, στην περιοχή της Ανάληψης, και πολλές άλλες που εκείνη την εποχή ήταν στις δόξες τους. Σήμερα από όλες αυτές μια δυο υπάρχουν μόνο ακόμη και λειτουργούν. Οι άλλες έσβησαν στο πέρασμα του χρόνου.
Όταν το κέφι προχωρούσε και τα ποτήρια τσούγκριζαν για «άσπρο πάτο», τα τραγούδια του Θεοδωράκη ή τα αντάρτικα, όπως τα απέδιδε ο Τζαβέλας, δονούσαν την ατμόσφαιρα με τη συνοδεία κάποιου μπουζουκιού ή κάποιας κιθάρας που «τύχαινε» να βρίσκεται ανάμεσα στην κρασοκατανυκτική παρέα. Και στις κατοπινές ώρες, όταν η… επανάσταση πια «χαλάρωνε», οι μπαλάντες του Σαββόπουλου και οι μελωδίες του Χατζιδάκι είχαν την τιμητική τους.
Αργότερα, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, γύρω στα 1978-1980 άρχισαν να ανθίζουν στην πόλη οι παμπ, τα μπαράκια. Ο «Δον Κιχώτης», το «Ale House» και αργότερα το «Time Out» και το «Flou» ήταν από τα πρώτα που άνοιξαν και άρχισαν να γεμίζουν με το φοιτητικό κοινό. Στην αρχή κάπως δειλά, καθώς δεν είχαν ακόμη υιοθετηθεί ως χώροι ψυχαγωγίας από τις καθεστηκυίες φοιτητικές παρατάξεις
Τις πρωινές ώρες, και πριν ακόμη ο ήλιος φανεί, σποραδικά τραγούδια στους δρόμους στο ίδιο ύφος μέχρι να χωρίσει η παρέα στο επόμενο σταυροδρόμι. Άλλοτε για ύπνο, άλλοτε για μελέτη σε περίοδο εξετάσεων, άλλοτε στα κομματικά καθήκοντα κάποιας νυκτερινής αφισοκόλλησης και άλλοτε στο συγχρονισμένο βήμα κάποιου συντρόφου ή συντρόφισσας, για τη γνωριμία των οποίων πολύτιμη είχε αποδειχθεί η καθοδήγηση ή η ανταλλαγή απόψεων σε κάποιο από τα έργα του Λένιν ή στη σκέψη του Μάο Τσε Τουνγκ.
Οι αποκριάτικοι χοροί της Πολυτεχνικής…
Η Πολυτεχνική Σχολή υπήρξε πάντα μια ζωντανή σχολή. Οι δραστηριότητές της ξεκινούσαν το πρωί με τις παραδόσεις των μαθημάτων, συνεχίζονταν το μεσημέρι μέχρι αργά το απόγευμα με την εκπόνηση και τις διορθώσεις των θεμάτων που συνόδευαν τα μαθήματα, και έφθαναν μέχρι αργά το βράδυ με τις ποικίλες καλλιτεχνικές φοιτητικές δραστηριότητες.
Έτσι, οι φοιτητές της Πολυτεχνικής δένονταν μεταξύ τους, ανέπτυσσαν σχέσεις φιλίας και συνεργασίας. Μια πρωτοβουλία των φοιτητών της ήταν και οι περίφημοι αποκριάτικοι χοροί, στην οργάνωση των οποίων την πρωτοκαθεδρία είχαν οι τελειόφοιτοι αρχιτέκτονες. Οι χοροί αυτοί είχαν ξεκινήσει τη δεκαετία του ’60, διεξάγονταν στον ευρύχωρο μακρύ διάδρομο της εισόδου και έφθαναν στους διαδρόμους μέχρι τις πτέρυγες διδασκαλίας, με κατάλληλη διακόσμηση όλων των χώρων στο πνεύμα της Αποκριάς. Η φήμη τους γρήγορα ξεπέρασε τα στενά όρια της σχολής και του πανεπιστημίου, απλώθηκε στην πόλη και αναδείχθηκε σε κοσμικό γεγονός. Στον χορό συμμετείχαν συχνά μαζί με τους φοιτητές και καθηγητές της σχολής, που παρά τις αποστάσεις που κρατούσαν τις καθημερινές απέναντι στον φοιτητικό κόσμο, εκείνη την ημέρα έρχονταν πιο κοντά και διασκέδαζαν μαζί τους.
Οι αποκριάτικοι χοροί συνεχίστηκαν και στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Τη χρονιά του 1980 έκλεψαν την παράσταση οι τελειόφοιτοι πολιτικοί μηχανικοί. Με καλή οργάνωση και αρκετή εργασία μετέτρεψαν όλους τους χώρους σε έναν τεράστιο αποκριάτικο χώρο διασκέδασης.
Αργότερα, οι περίφημοι χοροί της Πολυτεχνικής έχασαν σταδιακά την αίγλη τους. Στη θέση τους εμφανίστηκαν διάφορα πάρτι ή συναυλίες που οργάνωναν φοιτητικές παρατάξεις ή φοιτητικοί σύλλογοι με αφορμή κάποιο γεγονός. Δεν είχαν, όμως, καμία σχέση με τους περίφημους χορούς της Πολυτεχνικής. Διοργανώνονταν σε τυχαίους χρόνους και δεν συνδέονταν με τις Αποκριές. Ήταν απλοί, χωρίς ιδιαίτερη διακόσμηση και προετοιμασία.
… που συνεχίζουν μέχρι σήμερα
Η φουρνιά που οργάνωσε με τόση επιτυχία τον αποκριάτικο χορό το 1980 ήταν οι εισακτέοι του 1975 στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών. Στα χρόνια των σπουδών τους είχαν οργανώσει και άλλες εκδρομές. Μία από αυτές στη Λέσβο το 1978, επίσκεψη στα αξιοθέατα του νησιού, με κάλυψη των εξόδων από τη σχολή και με συνοδούς καθηγητές τον Μ. Παπαδόπουλο και τον Ν. Παναγιωτόπουλο.
Όλες αυτές οι εκδηλώσεις έδεσαν τους φοιτητές μεταξύ τους και τους βοήθησαν να αναπτύξουν στενές σχέσεις φιλίας τις οποίες φρόντισαν να διατηρήσουν και μετά την αποφοίτησή τους. Καθιέρωσαν να συναντώνται όλοι μαζί κάθε δίσεκτο έτος το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Φεβρουαρίου.
* Ο Δημήτρης Αραβαντινός είναι καθηγητής του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ
Διαβάστε περισσότερα:
Μία σειρά έντυπων και διαδικτυακών εκδόσεων, οπτικοακουστικών παραγωγών και δράσεων για την Ιστορία, τα Γράμματα, τις Τέχνες και τις Ιδέες στην πόλη, που προβάλλει πτυχές και πρόσωπα της ιστορικής και σύγχρονης Θεσσαλονίκης.
Μία πλατφόρμα διαλόγου, ιδεών και δράσεων για την ανάδειξη της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, την προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού, και την ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα της πόλης.
Εγγραφείτε στο newsletter του Θεσσαλονικέων Πόλις δωρεάν για να λαμβάνετε στο inbox σας πρωτογενή ρεπορτάζ για την πόλη, άρθρα, συνεντεύξεις και επιλογές από την έντυπη και διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού.