Σοκ, ντόρος, θαυμασμός, αμηχανία: Συναισθήματα που προκάλεσαν οι δύο ρηξικέλευθες performances Σαν Σκιά και Flow του καλλιτέχνη Αλέξανδρου Μιχαήλ, ο οποίος απαγκίστρωσε την performance από τα στεγανά της καλλιτεχνικής ιντελιγκέντσιας, μετατρέποντάς τη σε κομμάτι του χτύπου της πόλης και του ψυχισμού των κατοίκων της.
Με σημείο αφετηρίας και έκφρασης ένα είδος τέχνης που έχει διαχρονικά συνδεθεί με ένα περιορισμένο, εκλεκτικό κοινό, ο Αλέξανδρος Μιχαήλ τόλμησε να πρωτοτυπήσει, να διαχωρίσει τη θέση του και να κινηθεί έξω από τα ασφαλή στεγανά των art venues.
Performer, installation artist και θεατρικός σκηνοθέτης, o Μιχαήλ σπούδασε Σύγχρονη Performance στο Πανεπιστήμιο Brunel του Λονδίνου και Σωματικό Θέατρο στο London International School of Performing Arts (LISPA). Στο Λονδίνο συνεργάστηκε με καλλιτέχνες και θεσμούς υψηλού κύρους, ενώ παράλληλα εργάστηκε και ως solo aerial artist στην English National Opera.
Από το 2013, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, βαδίζει σε ολοένα πιο πειραματικά, αχαρτογράφητα και ρηξικέλευθα μονοπάτια. Τη διετία 2023-2024, οι μακράς διάρκειας performances Σαν Σκιά (2023) και Flow (2024), που συνέλαβε και επιτέλεσε ο ίδιος, προκάλεσαν σοκ, ντόρο, θαυμασμό και αμηχανία, βάζοντας για τα καλά τη Θεσσαλονίκη στον χάρτη της performance art.
Αυτές οι μακράς διάρκειας performances επέτρεψαν στην τέχνη της performance art να διαχυθεί και να αναπνεύσει στον δημόσιο χώρο, να αλληλεπιδράσει και να συσχετιστεί με την ανθρώπινη συμπεριφορά, να γίνει κομμάτι της ροής και του χτύπου της πόλης, να αφομοιωθεί στο τοπίο της καθημερινότητας και να παρεισφρήσει στον ψυχισμό των κατοίκων.
Με άλλα λόγια, τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος ενδύθηκαν με μια ριζοσπαστική, καινοτόμο και πέρα για πέρα πρωτόγνωρη λειτουργία και χροιά.
Εξηγώντας τη φιλοσοφία των δύο performances, ο Μιχαήλ τονίζει ότι διαθέτουν διάρκεια, με το βάρος του χρόνου να σμιλεύει το έργο με τρόπο καθοριστικό.
«Είναι μια πρακτική που συνάντησα βιωματικά πρώτη φορά στη συνεργασία μου με το Ινστιτούτο Μαρίνα Αμπράμοβιτς και τον οργανισμό Neon, στην έκθεση performance AS ONE το 2016, στο Μουσείο Μπενάκη».
Στο παρελθόν είχε παρουσιάσει performances σε κλειστούς χώρους, σε εικαστικές εκθέσεις και σε μουσεία. Ωστόσο, στις τελευταίες του δημιουργίες τον ενδιέφερε να εξερευνήσει τον ανοιχτό, δημόσιο χώρο. Γιατί;
«Το ενδιαφέρον σε αυτή τη συνθήκη είναι ότι δεν επιλέγει το κοινό να έρθει στο έργο τέχνης προκειμένου να το “καταναλώσει”. Αντιθέτως, το συναντά αναπάντεχα μέσα στη ροή του –κοινού για όλους– δημόσιου χώρου και, κατά κάποιο τρόπο, το συνδιαμορφώνει με την αλληλεπίδρασή του».
Το σκεπτικό του είναι απλό και ρηξικέλευθο: Αναγνωρίζοντας ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ίσως να μην επέλεγαν ποτέ να επισκεφθούν κάποιο μουσείο ή να μην έχουν καμία σχέση με την τέχνη, η πρακτική του λειτουργεί και ως ένα τεστ για τα αντανακλαστικά της κοινωνίας μας, επαναπυροδοτώντας το αιώνιο ερώτημα για το τι είναι τέχνη.
Παράλληλα, είναι εξαιρετικά σημαντικός για τον ίδιο ο αναστοχασμός που προκαλούν τα δύο αυτά έργα για τη φύση και τη χρήση του δημόσιου χώρου. «Δεδομένου ότι ο δημόσιος χώρος είναι συνυφασμένος με τη δημοκρατία, αυτές οι performances σφυγμομετρούν κατά κάποιον τρόπο την ποιότητα της δημοκρατίας σήμερα».
Εκκινώντας από την προσέγγιση του Καρλ Γιουνγκ, σύμφωνα με την οποία η σκιά (ως έννοια) προσωποποιεί οτιδήποτε αρνούμαστε πεισματικά γύρω από τον εαυτό μας, φανερώνοντας μια απωθημένη ενοχή την οποία προβάλλουμε στους άλλους, ο Αλέξανδρος Μιχαήλ κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2023 για ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο σε αμέτρητες γειτονιές και περιοχές της Θεσσαλονίκης οκτώ performances τρίωρης διάρκειας υπό τον τίτλο Σαν Σκιά.
Πρόκειται για μια απρόσωπη αλλά συνάμα ενσώματη σκιά, σαν φασματικός αντικατοπτρισμός κάθε απωθημένης αβεβαιότητας–προ(σ)καλώντας τους πάντες να έρθουν σε επαφή μια πρωτόγνωρη, όψη του ανοίκειου και να διερευνήσουν τη δική τους επαφή με τις έννοιες της ετερότητας και του Άλλου.
Παίρνοντας τη σκυτάλη από το Σαν Σκιά, το Flow, που παρουσιάστηκε σε δύο δόσεις το φθινόπωρο του 2024 (στην κάτω είσοδο της ΔΕΘ και στις «Ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου), αμφισβήτησε τις παγιωμένες δομές του εσωτερικού και του εξωτερικού, μετατρέποντας τον ίδιο τον καλλιτέχνη σε ζωντανό έκθεμα, αλλά και σε σύμβολο ενός από τα πιο εγγενή χαρακτηριστικά του κόσμου και της ζωής: της αδιαπραγμάτευτης ρευστότητας των πραγμάτων και της αέναης αλλαγής.
Και τα δύο έργα έχουν έναν πολύ έντονο χαρακτήρα κοινωνικού, πολιτικού, ανθρωπολογικού, ψυχαναλυτικού πειραματισμού, μας λέει ο καλλιτέχνης.
Στο Σαν Σκιά, διέσχισε επανειλημμένα τον αστικό ιστό καλυμμένος από την κορφή έως τα νύχια σαν μια μαύρη ανθρώπινη σιλουέτα. Η εμφάνισή του «προκάλεσε αλληλεπιδράσεις σε ένα πρωτογονικό επίπεδο ενστίκτων, δοκιμάζοντας τα όρια ανοχής των πολιτών στο ανοίκειο. Φόβος, θυμός, περιφρόνηση, καχυποψία, επιθετικότητα, αμηχανία, προσποιητή αδιαφορία, αλλά και ενθουσιασμός, περιέργεια, αγκαλιές, θαυμασμός, επιδοκιμασία, αποδοχή εναλλάσσονταν μεταξύ τους».
Όσο για το Flow (όπου εμφανίστηκε και πάλι σαν μια αρχετυπικά ανθρώπινη σιλουέτα ολοκληρωτικά καλυμμένη σε ένα μεταλλικής υφής κοστούμι αυτή τη φορά, μέσα σε μια ανοιχτή σφαίρα και σε αέναη ροή κίνησης), αν και πιο περιορισμένο χωρικά και λιγότερο «απειλητικό», εξέθεσε στον δημόσιο χώρο ένα curiosité∙ ένα μη προσδιορίσιμο abnormality που αποκάλυψε την αμήχανη σχέση του κόσμου με τον δημόσιο χώρο.
«Έγραφα τότε στις σημειώσεις μου: “Ο δημόσιος χώρος στη χώρα μας είναι ένα αμήχανο κενό. Ένα άβολο πέρασμα. Οικείος μόνο ως τόπος ιδιωτικών συναλλαγών, εκδήλωσης εθνικού φρονήματος, κοινωνικών εντάσεων και διεκδικήσεων, κρατικής επιβολής, μίσους και βίας”».
Η σχέση του σώματος με τον δημόσιο χώρο σαφώς και αποτέλεσε κομβικό στοιχείο στις δύο δημιουργίες.
Στο Σαν Σκιά το σώμα του ήταν μονίμως σε απόλυτη εγρήγορση.
«Κυκλοφορούσα με μια όψη που προσέλκυε εκατοντάδες έντονα βλέμματα και προκαλούσε εκατοντάδες αντιδράσεις κάθε λεπτό, έχοντας διαρκώς περιορισμένη όραση λόγω του κοστουμιού σε όλες τις στιγμές ενός ολόκληρου 24ωρου, από τα σκοτεινά στενά της Βαλαωρίτου τη νύχτα και τη γεμάτη κόσμο Τσιμισκή σε ώρα αιχμής μέχρι λαϊκές αγορές και γειτονιές του Φαλήρου μέρα μεσημέρι».
Σε κλάσματα δευτερολέπτου ο Μιχαήλ ήταν αναγκασμένος να πάρει ζωτικές αποφάσεις. Να αποφύγει μια συνάντηση ή να συνεχίσει; Να μείνει στο ίδιο πεζοδρόμιο όπου κυκλοφορεί μια κοπέλα μόνη το βράδυ ή «θα της παγώσει το αίμα»; Αυτή η παρέα που έρχεται καταπάνω του είναι απειλητική; Να πάρει ή όχι το ρίσκο;
«Αισθανόμουν σαν ένα άγριο ζώο που κυνηγάει ή ξεφεύγει διαρκώς για την επιβίωσή του. Όλη αυτή η ένταση διαπερνούσε το νευρικό μου σύστημα. Χρειαζόμουν μέρες ολόκληρες για να επανέλθω έπειτα από κάθε τρίωρη performance».
Αυτή η εμπειρία τον έκανε να αναλογιστεί: Πως βιώνουμε το σώμα μας στον δημόσιο χώρο; Και σε τι διαφέρει η εμπειρία του σώματός μας στην ιδιωτικότητά του;
Αυτά τα δύο ερωτήματα τον απασχόλησαν στην επόμενη performance, στο Flow, όπου βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο σε μια εσωτερική περιδίνηση.
«Έχανα τον εαυτό μου όλο και βαθύτερα μέσα στον εαυτό μου, ενώ ταυτόχρονα ήμουν το απόλυτο δημόσιο έκθεμα».
Μία σειρά έντυπων και διαδικτυακών εκδόσεων, οπτικοακουστικών παραγωγών και δράσεων για την Ιστορία, τα Γράμματα, τις Τέχνες και τις Ιδέες στην πόλη, που προβάλλει πτυχές και πρόσωπα της ιστορικής και σύγχρονης Θεσσαλονίκης.
Μία πλατφόρμα διαλόγου, ιδεών και δράσεων για την ανάδειξη της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, την προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού, και την ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα της πόλης.
Εγγραφείτε στο newsletter του Θεσσαλονικέων Πόλις δωρεάν για να λαμβάνετε στο inbox σας πρωτογενή ρεπορτάζ για την πόλη, άρθρα, συνεντεύξεις και επιλογές από την έντυπη και διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού.