Το πανέμορφο κτίριο, που σχεδιάστηκε το 1924 από τον αρχιτέκτονα Μαρίνο Δελλαδέτσιμα, στέκει σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της πόλης, με ανεκτίμητη αθλητική, πολιτιστική, πολιτική και ιστορική προσφορά στη Θεσσαλονίκη.
Χιλιάδες άνθρωποι περνούν καθημερινά έξω από τη ΧΑΝΘ, όμως λίγοι γνωρίζουν ότι πίσω από αυτούς τους τοίχους έχουν εκτυλιχθεί μυριάδες ανθρώπινες ιστορίες άρρηκτα συνυφασμένες με την ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Η Βάσω Τσικίνα και ο Κώστας Πλαστήρας μάς ξεναγούν στα μυστικά του εμβληματικού κτιρίου από το 1933, οπότε ολοκληρώθηκε η κατασκευή του, μέχρι την κατάληψη και χρήση του από τις κατοχικές δυνάμεις.
«Η ΧΑΝΘ είναι το σπίτι μας. Είναι η οικογένειά μας» λέει ο κ. Πλαστήρας, καθηγητής φιλολογίας του ΑΠΘ.
«Εδώ γεννήθηκα, εδώ βαφτίστηκα, εδώ παντρεύτηκα» συμπληρώνει η κ. Τσικίνα, κόρη του Μίμη Τσικίνα, σπουδαίας αθλητικής προσωπικότητας της πόλης που διετέλεσε διευθυντής της ΧΑΝΘ.
Η ιστορία της ΧΑΝ στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε το 1918 με την ίδρυση των «σπιτιών του στρατιώτη», ενώ ο θεμέλιος λίθος για το κτίριο μπήκε τον Μάρτιο του 1924. Τα πρώτα χρήματα για την κατασκευή του κτιρίου δόθηκαν από τους Αμερικάνους (50.000 δολάρια).
Τον Ιούνιο του 1924 είχε γίνει έρανος για την ανέγερση του κτιρίου, όμως αποπερατώθηκε μόλις το 1933, αφού η προσπάθεια συγκέντρωσης κεφαλαίων αποδείχθηκε πολύ δύσκολη. Το εμβαδόν των χώρων είναι περίπου 7.500 τ.μ.
«Το κτίριο στοίχισε δεκαπέντε εκατομμύρια δραχμές. Το ελληνικό κράτος έβαλε 500.000 δραχμές και το οικόπεδο. Τα περισσότερα χρήματα δόθηκαν από την Αμερική και τη διεθνή ΧΑΝ» λέει ο Κώστας Πλαστήρας.
Η Βάσω Τσικίνα αναλαμβάνει κάθε χρόνο να ξεναγήσει τα νέα τακτικά μέλη της ΧΑΝΘ στο κτίριο αλλά και στις κρυφές γωνιές του, τις οποίες γνωρίζει μόνον η ίδια και τα αδέλφια της, ο Κωστής και ο Γιάννης.
«Το σπίτι μας, ήταν στον τρίτο όροφο. Είχε πλάι μια μεγάλη ταράτσα. Εκεί βρίσκεται σήμερα το δεύτερο γυμναστήριο» θυμάται. «Βγαίνοντας από το σπίτι, υπήρχε μια σκάλα, η οποία σε οδηγούσε στα κεραμίδια. Τα αδέλφια μου περνούσαν από κάτω, και ανέβαιναν στα κεραμίδια για να καπνίσουν. Πλάι ακριβώς από το κυρίως κτίριο βρίσκεται το θέατρο Αυλαία. Αν συνέχιζες από εκείνη την σκάλα και έκανες το γύρο, μπορούσες να βγεις στο φουαγιέ του θεάτρου. Υπήρχε μια πόρτα που ήταν ξεκλείδωτη. Από εκείνη περνούσα, και έβλεπα θέατρο».
Στο Αυλαία τότε υπήρχαν δύο σημαντικοί θεατρικοί επιχειρηματίες, η Λέλα Σκορδούλη με τον Τάκη Κάσση, όπου είχαν φέρει όλους τους μεγάλους θιάσους της εποχής.
Η Βάσω γεννήθηκε στο κτίριο της ΧΑΝΘ, βαφτίστηκε στο εκκλησάκι του Αγίου Στεφάνου και παντρεύτηκε εκεί έναν Φεβρουάριο. «Στο κτίριο διοργανώνονταν Μπαλνταφάν λόγω του καρναβαλιού. Όταν βγήκαμε από την εκκλησία, ο κόσμος νόμισε ότι ήμασταν μεταμφιεσμένοι και μας έλεγαν “μα τι ωραία μεταμφιεσμένοι που είσαστε”».
Το κτίριο της ΧΑΝΘ ήταν ένας παράδεισος παιχνιδιού για εκείνη. Μπορούσε να παίξει στο χώμα, στο γήπεδο του ποδοσφαίρου, να κατέβει εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η πισίνα, αλλά τότε γυμνάζονταν οι αρσιβαρίστες, οι παλαιστές και η ενόργανη γυμναστική, να παίξει πινγκ πονγκ με τα παιδιά της ανδρικής ομάδας».
«Εγώ δημοτικό πήγαινα στο Ιωαννίδειο» θυμάται ο Κώστας Πλαστήρας. «Μας είχαν αναθέσει κάποια εργασία και χρειαζόμουν εγκυκλοπαίδεια. Πήγα λοιπόν στη βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ, εκεί όπου είναι τώρα το χορευτικό. Βρήκα την εγκυκλοπαίδεια, κι έμεινα κι εγώ εκεί για τα επόμενα 75 χρόνια».
Ο Κώστας ανακάλυψε μάλιστα στο αρχείο την εγγραφή του δανεισμού εκείνης της εγκυκλοπαίδειας, με ημερομηνία 17 Οκτωβρίου 1957. Έτσι ξεκίνησε η πορεία του στην ΧΑΝΘ.
«Είναι ένας τρόπος ζωής. Μπαίνεις παιδί σε αυτό το κτίριο, δημιουργείς έναν περίγυρο και βαδίζεις μαζί. Μετά πέρασα από συμβούλια, διαβούλια, επιτροπές και πάει λέγοντας, όμως το ανθρώπινο στοιχείο, το φιλικό στοιχείο, το μια ζωή φίλοι, είναι αυτό που μετράει πάνω απ’ όλα».
Ο Κώστας Πλαστήρας μελέτησε την ιστορία της ΧΑΝΘ και ήταν από τους συγγραφείς του εξαιρετικού βιβλίου που εκδόθηκε για τα 100 χρόνια ζωής και δράσης της το 2021. Γνωρίζει άριστα λοιπόν τις μεταμορφώσεις του κτιρίου μέσα στα 92 αυτά χρόνια.
«Από το 1933 τον Απρίλιο όποτε και εγκαινιάστηκε, έγινε δημαρχείο, στεγάστηκαν πανεπιστημιακές σχολές, κατοίκησαν φοιτητές, εκπαιδεύτηκαν πρόσφυγες. Ο τρίτος όροφος ήταν η “στέγη του σπουδαστή” όπου ζούσαν μετά τον πόλεμο φοιτητές από επαρχιακές πόλεις».
Στην Κατοχή, εκεί που βρίσκεται σήμερα η πισίνα, λειτουργούσε συνεργείο για τα αυτοκίνητα των Γερμανών, οι οποίοι είχαν γκρεμίσει τον τοίχο που οδηγεί στα γήπεδα του ποδοσφαίρου.
Ακριβώς στο πλάι είχαν φτιάξει ένα καταφύγιο, το οποίο τη δεκαετία του ’70 χρησιμοποιούνταν ως χώρος για πρόβες μουσικών συγκροτημάτων.
«Όλο το κτίριο είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς, όπου στέγαζαν τις υπηρεσίες τους, αλλά και στρατιωτικές μονάδες» λέει ο κ. Πλαστήρας.
Το 1935, με το κίνημα των Βενιζελικών, ο τρίτος όροφος έγινε φυλακή και στρατοδικείο, που συνεδρίαζε στον χώρο όπου βρίσκεται σήμερα το χορευτικό τμήμα.
«Μάλιστα καταδικάστηκε εις θάνατον ένας Βενιζελικός, ο επίλαρχος Στυλιανός Βολάνης, ο οποίος εκτελέστηκε στο Επταπύργιο».
Ο Μεταξάς διέλυσε τη ΧΑΝΘ και δήμευσε την περιουσία της και το κτίριο. Την ενέταξε στην ΕΟΝ. Έγινε μάλιστα και τελετή στις 7 Φεβρουαρίου 1940. Η Νικολάου Γερμανού ήταν γεμάτη με φάλαγγες και μπάντες.
«Ο Μεταξάς χτύπησε την πόρτα, του άνοιξε ο περιφερειακός διοικητής της ΕΟΝ και του έδωσε το χρυσό κλειδί του κτιρίου, το οποίο μετονομάστηκε σε «Στέγη του Φαλαγγίτου». Λίγες ημέρες αργότερα, απολύθηκε όλο το προσωπικό της ΧΑΝΘ δίχως αποζημίωση» αφηγείται ο κ. Πλαστήρας