Συνέντευξη Ντέιβιντ Κόνολι

«Η ποίηση στην Ελλάδα ήταν πάντα υψηλού επιπέδου»

Ο Ντέιβιντ Κόνολι μιλά για το πάθος του για την Ελλάδα, για την ελληνική λογοτεχνία, για τις μεταφράσεις του και για την τελευταία σημαντική και πολυσυζητημένη συνεργασία του με τον Διονύση Σαββόπουλο, την πρώτη ανθολογία του κορυφαίου Έλληνα τροβαδούρου στα αγγλικά με τίτλο «The Rock Song of our Tomorrow» (Το ροκ του μέλλοντός μας) από τις εκδόσεις ΑΙΩΡΑ.

Από το χαρτί στο διαδίκτυο

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Τεύχος 88 (Σεπτέμβριος 2024) της έντυπης έκδοσης του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Αποκτήστε τη δική σας συνδρομή εδώ: https://www.culturalsociety.gr/eshop/

Τον ρωτήσαμε: Είναι η Ελλάδα ένας άξιος τόπος και τρόπος του βίου ή χρειάζεται να της γίνει μια ειδική θέαση την οποία εσείς βρήκατε; «Μου έρχεται στο νου μια γνωστή αγγλική ρήση: “What you see is what you get” (αυτό που βλέπεις είναι αυτό που εισπράττεις). Έτσι είναι λίγο και με την Ελλάδα και με τη ζωή εδώ», μας απαντά ο πολιτογραφημένος Έλληνας, Άγγλος ομότιμος καθηγητής Μεταφρασεολογίας και λογοτέχνης Ντέιβιντ Κόνολι και προσθέτει: «Η Ελλάδα είναι και ήταν πάντα μια χώρα των μεγάλων αντιθέσεων. Ίσως γι’ αυτό οι αρχαίοι τόνισαν τόσο πολύ τη σημασία της μέσης οδού, που κι αυτή παρέχει μια ειδική θέαση του κόσμου».

Η μετάφραση, λέει, «είναι εκ των πραγμάτων μια ανάγνωση εκ του σύνεγγυς. Ο μεταφραστής είναι ο πιο προσεκτικός αναγνώστης ενός κειμένου. Αλλά οφείλει να είναι και φιλόλογος και κριτικός· να γνωρίζει καλά, δηλαδή, όχι μόνο το κείμενο που μεταφράζει, αλλά όλο το έργο του συγγραφέα και πού εντάσσεται το έργο του στα ρεύματα και στις τάσεις της ελληνικής λογοτεχνίας γενικότερα».

Επιλέξατε να ζήσετε στην Ελλάδα από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και έχετε πολιτογραφηθεί Έλληνας. Τι σας οδήγησε σ’ αυτήν την απόφαση;

Δεν έχω κάποια έτοιμη απάντηση για το γιατί και για το πώς η Ελλάδα άρχισε να με μαγεύει τότε, στην αρχή της εφηβείας μου, και για το πώς ταυτίστηκε με τις πνευματικές μου αναζητήσεις σ’ εκείνη την ηλικία. Εξερευνώντας κάθε τι ελληνικό, εξερευνούσα ταυτόχρονα τον βαθύτερο εαυτό μου. Ίσως ήταν μια υποσυνείδητη και εξ αποστάσεως ανταπόκριση στο αρχαίο ελληνικό κάλεσμα «Γνώθι σαυτόν». Πάντως ρουφούσα, θυμάμαι, βιβλία για την Ελλάδα (αρχαία και νέα) και όποια βιβλία μπορούσα να βρω από τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία σε μετάφραση — αν και δεν υπήρχαν πολλά μεταφρασμένα τότε (κυρίως έργα των Καβάφη, Σεφέρη και Καζαντζάκη). Και βέβαια επισκεπτόμουν την Ελλάδα με κάθε ευκαιρία. Η Ελλάδα μου είχε γίνει πράγματι η «Γη της Επαγγελίας» της νεότητάς μου.

Το πάθος μου για την Ελλάδα με οδήγησε να σπουδάσω αρχαία ελληνική και κατόπιν μεσαιωνική και νεοελληνική λογοτεχνία σε πανεπιστήμια της Αγγλίας. Έχει όμως ενδιαφέρον το ότι τα πρώτα μου μαθήματα νέων ελληνικών τα παρακολούθησα στη Θεσσαλονίκη κάποιο καλοκαίρι· έμενα τότε, θυμάμαι, στις φοιτητικές εστίες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Πολλά χρόνια μετά γύρισα στη Θεσσαλονίκη ως Καθηγητής Μεταφρασεολογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο. Εξάλλου, ο σκοπός μου ήταν πάντα να έρθω και να ζήσω στην Ελλάδα. Πράγμα που έγινε. Και μετά από πολλά χρόνια μόνιμης κατοικίας, έκανα τα χαρτιά μου να πολιτογραφηθώ Έλληνας, ώστε να ενταχθώ πλήρως στην ελληνική κοινωνία. Θυμάμαι ακόμα τη συγκίνησή μου την ημέρα της ορκωμοσίας. Και η ανταμοιβή μου; Μέσα σε λίγες εβδομάδες μου ήρθε το σημείωμα κατάταξης στον ελληνικό στρατό.

Πάντως, δεν μετάνιωσα ποτέ για την απόφασή μου να μεταναστεύσω στην Ελλάδα. Δεν είναι μια εύκολη χώρα για να ζήσει κανείς, πόσο μάλλον όταν είναι «μέτοικος». Αλλά πρέπει να πω ότι, ακόμα και πριν πολιτογραφηθώ, αισθανόμουν «Έλλην» υπό την έννοια που έδωσαν στην αρχαιότητα, ότι Έλληνες είναι «οι της ημετέρας παιδείας μετέχοντες». Και παρά τις κατά καιρούς πικρίες, είμαι πάντα ευγνώμων στην Ελλάδα για όλα όσα μου έχει προσφέρει.

Πέρα από τις σπουδές σας στην αρχαία ελληνική, τη μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία και τις μεταφράσεις σας, διαβάζετε και σήμερα σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;

Οι σπουδές στην Αγγλία μου παρείχαν μια γενική γνώση για την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, για τις σχολές και τις τάσεις της, για τους πιο σημαντικούς συγγραφείς και για τα βιβλία που εντάσσονται στον λεγόμενο «κανόνα», αλλά εννοείται ότι ως επαγγελματίας μεταφραστής της ελληνικής λογοτεχνίας έπρεπε να ενημερώνομαι και για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή, πράγμα που γινόταν, τουλάχιστον κατά το δυνατόν, για πολλά χρόνια. Εξάλλου, από τη στιγμή που άρχισα να κινούμαι στον χώρο του βιβλίου, ελάμβανα πολλά από τα νέα βιβλία ταχυδρομικώς στο σπίτι ή ως δώρα από φίλους ποιητές και συγγραφείς. Είναι γεγονός ότι όλοι οι συγγραφείς θέλουν τα βιβλία τους να μεταφραστούν, κυρίως στα αγγλικά. Ομολογώ ότι δεν παρακολουθώ πλέον και δεν γνωρίζω τις νέες γενιές ποιητών και συγγραφέων. Τώρα, στα χρόνια της σύνταξής μου, προτιμώ να ξαναδιαβάζω αγαπημένα βιβλία (ελληνικά και ξένα) της νεότητάς μου.

Έχετε δημοσιεύσει πάνω από πενήντα βιβλία με μεταφρασμένα έργα κορυφαίων Ελλήνων ποιητών και μυθιστοριογράφων. Οδηγηθήκατε σε κάποια συμπεράσματα για την αξία, το βάθος και τα χαρακτηριστικά τους;

Θεωρούσα ανέκαθεν ότι η σύγχρονη Ελλάδα διαθέτει αξιόλογους συγγραφείς και απορούσα γιατί η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία δεν είναι περισσότερο γνωστή στο εξωτερικό. Θέλω να πιστεύω ότι συνέβαλα λίγο κι εγώ όλα αυτά τα χρόνια με τις μεταφράσεις μου στην προσπάθεια να περάσει η ελληνική λογοτεχνία τα γλωσσικά και πολιτισμικά σύνορα. Δεν είναι μόνο τα πενήντα αυτοτελή βιβλία, αλλά και οι αμέτρητες μεταφράσεις ποιημάτων και διηγημάτων σε ξένα περιοδικά και ανθολογίες. Δυστυχώς —και παρά τις προσπάθειες και πολλών ελληνικών φορέων, κυρίως στη δεκαετία πριν από το 2001, όταν η Ελλάδα ήταν η τιμώμενη χώρα στην Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης—, η ελληνική λογοτεχνία των τελευταίων 200 χρόνων παραμένει σχετικά άγνωστη στο εξωτερικό, ειδικά στις αγγλόφωνες χώρες (με εξαίρεση ίσως τον Καβάφη και τον Καζαντζάκη). Αυτό δεν συμβαίνει πάντως ούτε επειδή η Ελλάδα δεν διαθέτει αξιόλογους ποιητές και συγγραφείς ούτε επειδή δεν υπάρχουν καλοί μεταφραστές από τα ελληνικά. Οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, που δεν θα τους εκθέσω εδώ.

Η μετάφραση είναι εκ των πραγμάτων μία ανάγνωση εκ του σύνεγγυς. Ο μεταφραστής είναι ο πιο προσεκτικός αναγνώστης ενός κειμένου. Αλλά οφείλει να είναι και φιλόλογος και κριτικός· να γνωρίζει καλά, δηλαδή, όχι μόνο το κείμενο που μεταφράζει, αλλά όλο το έργο του συγγραφέα και πού εντάσσεται το έργο του στα ρεύματα και στις τάσεις της ελληνικής λογοτεχνίας γενικότερα. Υπό αυτή την έννοια, βεβαίως έχω οδηγηθεί σε ορισμένα συμπεράσματα, τουλάχιστον για τους ποιητές και συγγραφείς με τους οποίους έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα. Η ποίηση στην Ελλάδα ήταν πάντα υψηλού επιπέδου. Να σκεφτούμε μόνο τους «τέσσερις ευαγγελιστές» της ελληνικής ποίησης τον 20ο αιώνα: τον Καβάφη, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη και τον Ελύτη – δύο νομπελίστες, ένα βραβείο Λένιν και ο μη βραβευμένος, αλλά παγκοσμίως γνωστός Καβάφης. Υπήρχε και η ομάδα των υπερρεαλιστών ποιητών που, ακόμα κι αν δεν αποτελούσε κίνημα με κοινά μανιφέστα όπως στη Γαλλία και την Ισπανία, υπήρξε ωστόσο εξίσου δυναμική και σημαντική. Και πώς να μη μιλήσεις για τη μεταπολεμική γενιά; Σκέφτομαι τον Αναγνωστάκη, για παράδειγμα, με τον οποίο έχω ασχοληθεί μεταφραστικά. Ή την ιδιαίτερη περίπτωση της Κικής Δημουλά, με την οποία έχω επίσης ασχοληθεί. Όσο για τους ποιητές της λεγόμενης γενιάς του ’70, δεν νομίζω ότι έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τους ομολόγους τους στις αγγλόφωνες χώρες.

Λεγόταν παλαιότερα ότι η ελληνική πεζογραφία δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο με την ποίηση και ότι εστιαζόταν συχνά σε θέματα από την πρόσφατη ιστορία και πολιτική και δεν είχε ενδιαφέρον για τον ξένο αναγνώστη. Πρέπει να πω ότι δεν συμφωνώ με αυτή την άποψη. Η εντοπιότητα δεν αποκλείει την οικουμενικότητα, όπως έχουμε δει με πολλά μεταφρασμένα βιβλία που πραγματεύονται συγκεκριμένα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα. Και εν πάση περιπτώσει, ο παλιός αυτός ισχυρισμός δεν ισχύει για την πεζογραφία των τελευταίων χρόνων. Θεωρώ ότι οι τελευταίες γενιές πεζογράφων, οι οποίοι είναι ενημερωμένοι και για τα ρεύματα και τις τάσεις της παγκόσμιας λογοτεχνίας και είναι σε διάλογο με τα ρεύματα αυτά, αξίζουν μια θέση στον διεθνή στίβο. Κι όμως επαναλαμβάνω: παρά την ποιότητά της, η ελληνική λογοτεχνία δεν έχει καταφέρει —με ελάχιστες εξαιρέσεις— να περάσει στο εξωτερικό.

Έχετε μεταφράσει τριάντα ποιήματα του Καβάφη στα αγγλικά. Είναι εύκολη ή δύσκολη εργασία να μεταφράσεις Καβάφη;

Είχα μεταφράσει περίπου 70 ποιήματα του Καβάφη κατά παραγγελία του γνωστού ζωγράφου Δημήτρη Γέρου για ένα δικό του βιβλίο με φωτογραφίες, που κατά κάποιον τρόπο «εικονογραφούσαν» τα ποιήματα αυτά. Αργότερα, αναθεώρησα μερικές από αυτές τις μεταφράσεις, προσθέτοντας και άλλες από το έργο του Καβάφη, τριάντα των οποίων εκδόθηκαν από τις εκδόσεις «Αιώρα» στη σειρά «Read the Modern Greek Classics». Νομίζω ότι το βιβλίο αυτό παραμένει από τα πιο ευπώλητα της σειράς.

Είναι γνωστό σε όλους ότι ο Καβάφης παραμένει ο πιο μεταφρασμένος και ο πιο γνωστός Έλληνας ποιητής στο εξωτερικό. Ίσως και δικαίως. Πάντως στα αγγλικά υπάρχει πληθώρα μεταφράσεων. Η πείρα μου, μεταφράζοντας πολλούς ποιητές και πολλά διαφορετικά είδη ποίησης, με έχει διδάξει ότι δεν υπάρχει «εύκολη» ή «δύσκολη» μετάφραση όταν πρόκειται για ποίηση. Κάθε ποιητικό έργο έχει τα δικά του ιδιαίτερα προβλήματα. Το εντυπωσιακό στοιχείο με τις αγγλικές μεταφράσεις του Καβάφη είναι ότι η κάθε μετάφραση, όσο μέτρια ή πεζολογική και να είναι, καταφέρνει να αποδίδει κάτι τουλάχιστον από τη χαρακτηριστική του φωνή, από αυτή την ιδιαίτερη ματιά του στον κόσμο. Είναι ένας ποιητής που διαψεύδει τη γνωστή δήλωση του Ρόμπερτ Φροστ ότι «ποίηση είναι εκείνο που χάνεται στη μετάφραση».

Η ποίηση του Καβάφη επιζεί και ευδοκιμεί στη μετάφραση. Το γιατί να είναι έτσι με έχει απασχολήσει ως μεταφρασεολόγο και έχω γράψει αρκετά πάνω στο θέμα. Να πω μόνο εν συντομία ότι η ποίησή του είναι καθαρά αφηγηματική, πράγμα που διευκολύνει τη μετάφρασή της. Επίσης, η μετάφραση της λεγόμενης «μικτής» γλώσσας του, που τόσο γοητεύει τον ελληνόφωνο αναγνώστη, σε μια κοινή αγγλική δεν αφαιρεί, κατά τη γνώμη μου, κάτι από τη χαρακτηριστική ειρωνική του ματιά στον κόσμο ή από το συναισθηματικό φορτίο της ποίησής του.

Ποια είναι η γνώμη σας για τα ιδιώματα, τη μικτή γλώσσα και τον τρόπο της «αφήγησής» του;

Κατ’ αρχήν δεν νομίζω ότι είναι σωστό να μιλάμε για τη «μικτή» γλώσσα του Καβάφη με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε για τη μικτή γλώσσα π.χ. του Παπαδιαμάντη ή του Εμπειρίκου, οι οποίοι χρησιμοποιούν την καθομιλουμένη και την καθαρεύουσα με συνειδητό και επιλεκτικό τρόπο για τις ανάγκες της γραφής τους. Η λεγόμενη «μικτή» γλώσσα του Καβάφη ήταν απλά η γλώσσα που μιλούσε με τις καταβολές του από την Πόλη. Είναι πολύ δύσκολο για τον μεταφραστή να αποδώσει τέτοιου είδους γλωσσικά ιδιώματα και γλωσσικές ποικιλίες σε μια αγγλική γλώσσα που δεν έχει αντιστοιχίες. Μπορεί μόνο να δώσει μια γεύση της γλώσσας του πρωτοτύπου χρησιμοποιώντας κάθε τόσο μια λέξη ή μια φράση πιο «λόγια» ή πιο «εξωτική» από το κοινό λεκτικό. Αλλά το θέμα σηκώνει μεγάλη συζήτηση.

«Είναι πολύ δύσκολο για τον μεταφραστή να αποδώσει γλωσσικά ιδιώματα και γλωσσικές ποικιλίες σε μια αγγλική γλώσσα που δεν έχει αντιστοιχίες. Μπορεί μόνο να δώσει μια γεύση της γλώσσας του πρωτοτύπου».

Αντιθέτως, ο τρόπος της αφήγησής του μεταφέρεται σχετικά εύκολα στην αγγλική. Ασχέτως εάν το θέμα είναι στοχαστικό, ιστορικό ή ερωτικό, πάντα διαπιστώνουμε την ίδια αισθητικότητα. Ο Auden μιλούσε για «τον μοναδικό τόνο της φωνής του». Και γι’ αυτή την καβαφική φωνή και αισθητικότητα η αγγλική γλώσσα αποτελεί ένα εξαιρετικά κατάλληλο μέσον. Το λεξιλόγιό του είναι οικείο και απλό, η αλληλουχία του νοήματος στους στίχους και στις στροφές του είναι άμεσα εμφανής και σπάνια ξεφεύγει από αυτήν της πρόζας. Η φωνή του είναι δραματική παρά λυρική, και οι παρατηρήσεις του παρουσιάζονται μ’ έναν τρόπο ειρωνικό και αποστασιοποιημένο. Παίρνει πάντα το μέρος των εξόριστων, των ηττημένων και απογοητευμένων και αυτό, σε συνδυασμό με την περιθωριακή θέση και τη βαθύτερη μοναξιά του, τον καθιστούν έναν πολύ μοντέρνο ποιητή από την άποψη τόσο της θεματικής του όσο και του εκφραστικού του μέσου.

Έχετε ποτέ εγκαταλείψει στη μέση μια μετάφραση επειδή σε κάποια σημεία δεν βρήκατε λέξεις και φράσεις που να σας πείθουν ότι είστε κοντά στο νόημα του λογοτέχνη που μεταφράζατε;

Πάρα πολλές φορές. Η μετάφραση της λογοτεχνίας, όπως η ίδια η γραφή, είναι μια περιπέτεια που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει. Όταν μια μετάφρασή μου «αποδίδει» (με κάποιο βαθμό επιτυχίας) το πρωτότυπο κείμενο, το απολαμβάνω σαν να ήμουν ένας τρίτος. Διότι δεν ξέρεις μέχρι την τελευταία στροφή ή φράση αν τελικά θα «βγει» η μετάφραση ή όχι. Βέβαια, όλα τα κείμενα μεταφράζονται σε κάποιο βαθμό, αλλά μιλάμε για κάποιον ικανοποιητικό βαθμό επιτυχίας. Θα υπάρχει πάντα κάποια απώλεια στη μετάφραση και ο σκοπός του μεταφραστή είναι να περιορίσει εκείνη την απώλεια. Αν η απώλεια γίνεται μεγάλη, καλύτερα να σταματήσεις, γιατί δεν εξυπηρετείς τον συγγραφέα παρουσιάζοντάς τον σε ένα ξένο αναγνωστικό κοινό σε μεταφράσεις που τον αδικούν. Βέβαια, ο έμπειρος μεταφραστής είναι ικανός από μια πρώτη ανάγνωση να εντοπίσει αξεπέραστα μεταφραστικά προβλήματα και να μην υποβάλλει τον εαυτό του στην άχαρη διαδικασία μιας αποτυχημένης μεταφραστικής προσπάθειας.

Έχω αναγκαστεί πολλές φορές να αφήσω έξω από επιλογές μου ποιήματα που στο πρωτότυπο θεωρούνται ιδιαίτερα πετυχημένα ή αντιπροσωπευτικά, για το λόγο που εξήγησα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πολλά και εξαιρετικά ποιήματα της Κικής Δημουλά που αναγκάστηκα να αφήσω έξω από μια επιλογή ποιημάτων της επειδή η γνωστή της αιρετική χρήση της ελληνικής γλώσσας και η μεταποίηση των λέξεων πολύ δύσκολα αναπαράγεται στην αγγλική γλώσσα. Το ίδιο συνέβη με το πιο πρόσφατο βιβλίο μου, που είναι μια επιλογή από τους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου. Δυστυχώς, μερικά από τα πιο γνωστά του τραγούδια έμειναν απ’ έξω για τους ίδιους λόγους.

Πότε ακούσατε για πρώτη φορά τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου; Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση; Τι ήταν αυτό που σας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση;

Μπορεί να φανεί λίγο παράξενο, αλλά κι εγώ πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια ακούγοντας τα τραγούδια του Σαββόπουλου, μολονότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αγγλία. Φοιτητής στις αρχές της δεκαετίας του ’70, σπούδαζα αρχαία ελληνικά και έκανα παρέα με τους Έλληνες φοιτητές οι οποίοι με μύησαν στην ελληνική μουσική (τα ρεμπέτικα, το έντεχνο-λαϊκό, το Νέο Κύμα κ.λπ.). Ο Σαββόπουλος τούς ήταν ιδιαίτερα αγαπητός κι έτσι γνώρισα τα τραγούδια του. Γνωρίζοντας τότε μόνο τη μουσική του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, τα τραγούδια του Σαββόπουλου με εξέπληξαν με τα θέματά τους και τις μελωδίες τους καθώς ενσωμάτωναν στοιχεία των δυτικών και αμερικανικών τραγουδιών της εποχής χωρίς, όμως, να χάσουν τον ιδιαίτερο ελληνικό τους χαρακτήρα.

Και συνέχιζα να τον ακούω σε μπουάτ και συναυλίες όταν ήρθα και εγκαταστάθηκα στην Ελλάδα κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Ήταν μια άλλη περίοδος από τη σημερινή, όταν κάθε νέος δίσκος ή συναυλία –όχι μόνο του Σαββόπουλου αλλά και όλων των συνθετών– αποτελούσε γεγονός. Θυμάμαι, για παράδειγμα, πώς αδημονούσε ο κόσμος όταν επρόκειτο να κυκλοφορήσει η Ρεζέρβα. Νομίζω πως τότε ο κόσμος περίμενε να «ακούσει» κάτι από τους μεγάλους ποιητές και συνθέτες για τα συμβάντα της εποχής με τον ίδιο τρόπο που οι αρχαίοι τραγωδοί με τα έργα τους ήταν κατά κάποιον τρόπο σχολιαστές πάνω στα πολιτικά, κοινωνικά και ηθικά ζητήματα της εποχής τους. Και τα μηνύματά τους είχαν μια απήχηση στο κοινό, όπως ακριβώς γινόταν με τους ποιητές και συνθέτες στην περίοδο για την οποία μιλώ. Νομίζω πως αυτό ήταν η μεγαλύτερη εντύπωση που μου έκαναν τα τραγούδια του Σαββόπουλου, αλλά και των άλλων συνθετών της εποχής, διότι δεν είχα συναντήσει αυτό το φαινόμενο πουθενά αλλού παρά μόνο στην Ελλάδα.

Στην αγγλική μετάφραση, ο Ντέιβιντ Κόνολι αντιμετώπισε τους στίχους από τα τραγούδια του Σαββόπουλου ως ποίηση, με στόχο να μπορούν να τραγουδιούνται με την ίδια μελωδία στην αγγλική γλώσσα.

Τι είδους εμπειρία ήταν τελικά να μεταφράσετε Σαββόπουλο; Τι νιώσατε και πόσο δυσκολευτήκατε;

Η συγκίνησή μου είναι μεγάλη. Πού να φανταζόμουν φοιτητής στην Αγγλία, πενήντα χρόνια πριν, ότι μια μέρα θα μετάφραζα αυτούς τους στίχους και θα συνεργαζόμουν με τον ίδιο! Και είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων για την προθυμία του να βοηθήσει με πολύτιμες διευκρινίσεις ως προς το νόημα ορισμένων στίχων, αλλά και γενικότερα με όλη τη συμπαράστασή του κατά τη μεταφραστική διαδικασία, η οποία κράτησε αρκετό καιρό, καθώς οι μεταφράσεις πέρασαν από πολλά προσχέδια.

Όσο για τις μεταφραστικές δυσκολίες, να πω ότι κάθε κείμενο και κάθε συγγραφέας έχει τις δυσκολίες του. Με τους στίχους του Σαββόπουλου το μεταφραστικό εγχείρημα ήταν απλώς λίγο διαφορετικό. Η γενικότερη μεταφραστική μου προσέγγιση ήταν να αντιμετωπίσω τους στίχους ως ποίηση (υπενθυμίζω ότι ο Σαββόπουλος έχει καταταχθεί από τους κριτικούς στους ποιητές της γενιάς του ’70), χωρίς όμως να ξεχάσω ότι οι στίχοι του αποτελούν τραγούδια με τις συχνά ευρηματικές τους ομοιοκαταληξίες, τους ιδιαίτερους ρυθμούς τους και τις μελωδίες που γνωρίζουμε όλοι και που ηχούν στα αυτιά μας ακόμα κι όταν διαβάζουμε τους στίχους ως ποίηση.

Όσον αφορά τις ομοιοκαταληξίες, τις απέδωσα μόνο εκεί που μου έβγαιναν εύκολα χωρίς να αναγκαστώ να πάρω μεγάλες ελευθερίες με το νόημα των στίχων. Έδωσα πολύ περισσότερη προσοχή όμως στον ρυθμό, προσπαθώντας (και ελπίζω πετυχαίνοντας, έστω κατά προσέγγιση) να ακολουθήσω τον ρυθμό του ελληνικού στίχου. Ένας άλλος μεταφραστικός παράγοντας που με απασχόλησε ιδιαίτερα στην απόδοση των στίχων ήταν το γλωσσικό ύφος του Σαββόπουλου. Η γλώσσα του είναι καθημερινή· είναι η γλώσσα που μιλάμε μεταξύ μας. Απέφευγα, λοιπόν, να χρησιμοποιώ «ποιητικούρες» εκεί που μερικές φορές θα με είχαν διευκολύνει στη μετάφραση.

Θα ήθελα να τονίσω ότι δεν μετέφρασα τους στίχους ώστε να μπορούν να τραγουδιούνται με την ίδια μελωδία στην αγγλική γλώσσα. Κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν μια εντελώς διαφορετική μεταφραστική προσέγγιση· μια πολύ πιο ελεύθερη μετάφραση, όπως έκανε ο ίδιος ο Σαββόπουλος με τα ξένα τραγούδια που μετέφρασε και που περιλαμβάνονται στον δίσκο του Το Ξενοδοχείο. Ο δικός μου σκοπός στο συγκεκριμένο βιβλίο ήταν να παρουσιάσω τον στιχουργό Σαββόπουλο σε ένα αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό. Μόνο σε τέσσερα από τα ανθολογημένα τραγούδια, των οποίων οι παρτιτούρες συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο, προσάρμοσα τη μετάφραση που συνοδεύει τις παρτιτούρες, με σκοπό να μπορούν να τραγουδηθούν. Αυτά τα τέσσερα τραγούδια στα αγγλικά ο αναγνώστης, σκανάροντας ένα QR Code που υπάρχει στο βιβλίο, μπορεί να τα απολαύσει να ερμηνεύονται εξαίσια από τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, την Έλλη Πασπαλά και την Ελίνα Μπάγα. Επίσης το βιβλίο περιλαμβάνει ένα ακόμα QR Code που σκανάροντάς το ο αναγνώστης μπορεί ν’ ακούσει τα 34 τραγούδια της έκδοσης στις πρώτες τους εκτελέσεις από τον Σαββόπουλο.

Είναι η Ελλάδα ένας άξιος τόπος και τρόπος του βίου ή χρειάζεται να της γίνει μια ειδική θέαση την οποία εσείς βρήκατε;

Μου έρχεται στο νου μια γνωστή αγγλική ρήση: «What you see is what you get» (αυτό που βλέπεις είναι αυτό που εισπράττεις). Έτσι είναι λίγο και με την Ελλάδα και με τη ζωή εδώ. Η Ελλάδα είναι και ήταν πάντα μια χώρα των μεγάλων αντιθέσεων. Ίσως γι’ αυτό οι αρχαίοι τόνισαν τόσο πολύ τη σημασία της μέσης οδού, που κι αυτή παρέχει μια ειδική θέαση του κόσμου. Φυσικά, μπορώ να μιλήσω μόνο για τη δική μου προσωπική θέαση της Ελλάδας. Και η αλήθεια είναι ότι η ποίηση, η ελληνική μουσική (όλων των ειδών), η τέχνη γενικότερα, αλλά και το ευλογημένο τοπίο και το πολυτραγουδισμένο ελληνικό φως ήταν πάντα πηγές παρηγοριάς και συμπαράστασης μπροστά στα χτυπήματα της καθημερινής ζωής στην Ελλάδα. Επιλέγω συνειδητά να βλέπω αυτή την Ελλάδα, «τη δεύτερη του επάνου κόσμου» όπως την έλεγε ο Ελύτης. Είναι κι αυτή η δεύτερη Ελλάδα μια πραγματικότητα, κι όχι λιγότερο αληθινή από την καθημερινή Ελλάδα που τόσο ταλαιπωρεί τους κατοίκους της.

Με εντυπωσίασε το ότι σε ένα πρόσφατο Podcast για το LIFO, όπου μίλησα με τον φίλο Νίκο Μπακουνάκη, βάλανε ως τίτλο: «Ο Κέλτης που αγάπησε τους Έλληνες», αναφερόμενοι στις ιρλανδικές μου ρίζες και την απόφασή μου να εγκατασταθώ και να ζήσω στην Ελλάδα. Προσωπικά δεν θα μιλούσα για αγάπη. Θα έλεγα, μάλλον, ότι νέος ακόμα και πολύ ρομαντικός ερωτεύτηκα την Ελλάδα ή ίσως καλύτερα τον Ελληνισμό, δηλαδή τις αξίες που η Ελλάδα εκπροσωπεί στον κόσμο. Και ο έρωτας ενέχει βέβαια την αγάπη, αλλά, όπως όλοι ξέρουμε, ενέχει και πολλά άλλα συναισθήματα. Κι έχω περάσει από όλα τα συναισθήματα όσον αφορά τη σχέση μου με την Ελλάδα και τους Έλληνες σε αυτά τα σαράντα χρόνια της ενήλικης και επαγγελματικής μου ζωής στην Ελλάδα. Κι όπως μια ερωτική σχέση ενός ζεύγους που διαρκεί σαράντα χρόνια μπορεί να χάσει την ένταση του έρωτα, αλλά να κερδίσει σε σεβασμό, εκτίμηση και κατανόηση, έτσι και η σχέση μου με την Ελλάδα έχει ωριμάσει και έχει γίνει πιο βαθιά. Μ’ αυτόν τον τρόπο η μοίρα μου όλο και περισσότερο ταυτίστηκε με αυτή την «όμορφη και παράξενη πατρίδα» και αισθάνομαι προνομιούχος γι’ αυτό.

Διαβάστε επίσης

Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης για το πάθος της συγγραφής, την αναζήτηση της γλώσσας, τη Θεσσαλονίκη, και τη φιλοδοξία του να ζήσει στο εξής «μέσα στην ήρεμη κατάπληξη, μακριά από κάθε φιλοδοξία»
Τέσσερις αγαπημένοι ραδιοφωνικοί παραγωγοί αφηγούνται