Πάνος Θεοδωρίδης

H αρχιτεκτονική του παράξενου φεγγίτη

Δεν μπορείς να λείπεις εσύ από αυτό το αφιέρωμα ειδικού σκοπού για τους αρχιτέκτονες, είχα πει στον Πάνο Θεοδωρίδη.

Πάνος Θεοδωρίδης

Έλεγα αλήθεια, βεβαιώνοντάς τον πως πάντα ανήκα σ’ αυτούς που ένιωθαν δέος για το επάγγελμα του αρχιτέκτονα. Την είχα πιάσει αυτή τη διαφορά στην αισθητική σε σχέση με εμάς των άλλων σχολών. Κάτι ίσως που αναβλύζει από μέσα, όπως και η έμπνευση, η λεπτότητα στο σχεδιασμό, η χιουμοριστική χάρη που έχουν όταν το έργο ολοκληρώνεται.

Το αφιέρωμα αυτό πάντως μου είχε γίνει εμμονή.

Αρνήθηκε στην αρχή να συμμετάσχει, αλλά τελικά κάθισε και έγραψε για το ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ ένα πυκνό, βαθύ, αλλά και αυτοσαρκαστικό κείμενο με τίτλο «Συμπλήρωμα στην Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής», στο οποίο συχνά ανατρέχω και το ξαναδιαβάζω.

Στο αφιέρωμα ξεδιπλώνονται «θραύσματα» αφήγησης με προσωπικές ιστορίες των Γιάννη Επαμεινώνδα, Πάνου Θεοδωρίδη, Σίμου Μπενσασσών, Στέργιου Τσιούμα και Άρι Γεωργίου, ενδυναμώνοντας την πεποίθησή μου πως ο Λουκιανός Κηλαηδόνης είχε δίκιο σ’ αυτό που έλεγε για την «ιδιαίτερη φυλή φοιτητών» που, αν μη τι άλλο, δίνει χρώμα και αισθητική στη ζωή μας, διότι τη βλέπει «αλλιώς».

Το αφιέρωμα θα το βρείτε στο τεύχος 70 (Δεκέμβριος 2019).

Διάλεξα μικρά αποσπάσματα από αυτά που έγραψε τότε ο πολυδαίδαλος και πολυσχιδής δημιουργός Πάνος Θεοδωρίδης, ο όποιος έφυγε από τη ζωή στα 77 του χρόνια:

Ιστορικός συμβιβασμός

* «Την αρχιτεκτονική τη σκεφτόμουνα ως αποτέλεσμα ιστορικού συμβιβασμού με τον δάσκαλο πατέρα μου που θεωρούσε τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία όχι επαγγέλματα, αλλά ατραπούς προς έναν θάνατο “στην ψάθα”. Ήταν και η ανημπόρια μου στα Μαθηματικά, σε αντίθεση με τη λατρεία στη Γεωμετρία. Αρνήθηκε πεισματικά να δεχτεί πως θα έδινα εξετάσεις σε σχολή καλών τεχνών. Η ψάθα τον τρόμαζε. Μετά από συζητήσεις, διάλεξε την καταλλαγή: “να δώσεις για αρχιτέκτων, που συνδυάζει τέχνη και επιστήμη”.

Όταν μπήκα με τα πολλά στην Αρχιτεκτονική, ομολογώ πως με βοήθησε πολύ πως πριν δύο χρόνια είχα περάσει έναν μήνα στο Λονδίνο της Κάρναμπι και του “help!”, στις πρώτες ντισκοτέκ, στην έκθεση Σαίξπηρ στη γενέτειρά του, για τα 400 χρόνια από τη γέννησή του, μια σπείρα θαυμάτων που μου κουρέλιασε την υπάρχουσα αισθητική και, βέβαια, ένα βιβλιαράκι από τα city lights books, το lunch poems του Frank O’ Hara, που έμελλε να γίνει ο ποιητής μου.

Αποφάσισα να ασχοληθώ με κάτι εξειδικευμένο, όπως η δουλειά του αρχιτέκτονα ανασκαφών, μια γνωστική βύθιση στον χώρο των αναστηλώσεων και απόλυτη προσήλωση στην ιστορική και μνημειακή γεωγραφία και τοπογραφία, συν μια εξαετή θητεία στο Δημόσιο, στο υπουργείο Πολιτισμού. Το να μετατραπώ από έναν “εύθυμο ζωντοχήρο της πυρικαύστου” σε έναν αφία, συν μια εξαετή θητεία στο Δημόσιο, στο υπουργείο Πολιτισμού. Το να μετατραπώ από έναν “εύθυμο ζωντοχήρο της πυρικαύστου” σε έναν πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη ήταν ζήτημα του καταρρέοντος χρόνου. Μετά από ένα διαβατικό νέφος “πολιτιστικής διαχείρισης”, η ζωή μου περιορίστηκε σε καθημερινή αρθρογραφία, σε τηλεοπτικές παραγωγές, σε ποικίλα σενάρια. Κάθε τόσο, η αρχιτεκτονική εμφανιζόταν από έναν παράξενα στενόμακρο φεγγίτη».

Πάνος Θεοδωρίδης
«Όλες οι χώρες και οι πόλεις που γνώρισα, οι ημέρες που κατάπια και οι άνθρωποι που επέδρασαν επάνω μου, συνέπηξαν ένα καταφύγιο προσωρινό με χαοτική εικόνα, που υπόκειται στον αδήριτο Νόμο της Λησμονιάς»

Το αυτοάνοσο βασανάκι μου

* «Φυσικά δεν υπήρξα αποστάτης αυτών που σπούδασα αλλά το κλασικό θεμέλιο, η ανωδομή και η επίστεψη οποιουδήποτε εγχειρήματος επιχείρησα κατά καιρούς, ήταν μια αναπόδραστη παραδοχή.

Εάν αφοσιωνόμουν στην αρχιτεκτονική μάλλον δεν θα ζούσα πολύ. Ήδη η ενασχόληση με τη γλώσσα και τα ιδιόλεκτα υπήρξε το αυτοάνοσο βασανάκι μου.

Οι ιλιγγιώδεις μετατροπές του βίου από δύσβατα μονοπάτια σε ατέρμονους κοχλίες ανόδου ή καθόδου και η διασπορά των εν σπέρματι δεξιοτήτων, πραγματικών ή υποθετικών, με κανέναν τρόπο δεν πρόδιδαν πολυπραγμοσύνη.

Εντέλει, ένας μυλωνάς πρόπαππος, ένας φούρναρης παππούς, ο δάσκαλος πατέρας με κατάφεραν να ασκηθώ ως ζυμωτής ή παραζυμωτής.

Όλες οι χώρες και οι πόλεις που γνώρισα, οι ημέρες που κατάπια και οι άνθρωποι που επέδρασαν επάνω μου, συνέπηξαν ένα καταφύγιο προσωρινό με χαοτική εικόνα, που υπόκειται στον αδήριτο Νόμο της Λησμονιάς.

Πάντως η θύρα που επέλεξα ήταν εφοδιασμένη με ένα ακατανίκητο πασπαρτού».

Διαβάστε επίσης

Αυτόπτης μάρτυς των χιλίων προσώπων της Θεσσαλονίκης
Η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη βελτιώνεται αλλά οι προκλήσεις για τα άτομα με αναπηρία παραμένουν
Δέκα μεγαθήρια των γραμμάτων και τεχνών της Θεσσαλονίκης μέσα από τον φακό και τις λέξεις του Αντρέα Σφυρίδη
Πώς ο πρόσφυγας Νικόλαος Καλαμποκίδης έστησε το θρυλικό στέκι στη Νίκης