Στο λιμάνι, στη γωνία της Λεωφόρου Νίκης με την πλατεία Ελευθερίας, υπήρχε το κατεστραμμένο από την πυρκαγιά του 1917 καφενείο «Κρυστάλ». Ο πρόσφυγας Νικόλαος Καλαμποκίδης το μετέτρεψε στο θρυλικό «Καφεστιατόριον ο Ποσειδών», ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο, τόσο για καθωσπρέπει όσο και για καθωσείναι κόσμο.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Τεύχος 86 (Δεκέμβριος 2023) της έντυπης έκδοσης του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
Αποκτήστε τη δική σας συνδρομή εδώ: https://www.culturalsociety.gr/eshop/
Ήταν τέλη Οκτωβρίου του 1922, η μικρασιατική καταστροφή είχε ήδη συντελεστεί, εντούτοις οι Θρακοχερσονήσιοι, που είχαν κηρύξει την ένωσή τους με την Ελλάδα, αρνούνταν να εγκαταλείψουν τα χώματα και τα νερά τους. Ώσπου έλαβαν το δραματικό τηλεγράφημα του Βενιζέλου και συνειδητοποίησαν ότι ο σφαγιασμός τους ήταν εγγύς.
Με ελληνικό πλοίο μεταφέρθηκαν οι πρόσφυγες από την Καλλίπολη του Ελλησπόντου στη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσά τους και ο Νικόλαος Καλαμποκίδης. Άντρας στυλοβάτης, που δεν άργησε να κάνει προκοπή στη μητέρα πατρίδα, θαρρείς και ήταν κομμένος και ραμμένος για τη νέα του δουλειά.
Ο χθεσινός πρόσφυγας μετέτρεψε το «Κρυστάλ» στο θρυλικό Καφεστιατόριον «ο Ποσειδών».
Ως άνθρωπος που ήξερε να κάνει φίλους, ο Νικόλας ήταν για όλους εκεί, κρατώντας με μαεστρία το τιμόνι σ’ ένα καράβι με το πιο ετερόκλητο πλήρωμα: πλούσιοι και μπατιράκια, ευυπόληπτοι πολίτες και άνθρωποι της νύχτας, μορφωμένοι κι αγράμματοι, νοικοκυραίοι, μποέμ, άσωτοι υιοί, Καλλιπολίτες, ναυτικοί, στεριανοί, περίεργοι αριστοκράτες που έρχονταν νυχτιάτικα για να γνωρίσουν την ιδιότυπη ατμόσφαιρα του μαγαζιού, η οποία αντανακλούσε την ιδιοτυπία του ιδιοκτήτη του.
Με βάση το επίτευγμά του, καθώς συνάμα ο πόλεμος και η προσφυγιά είχαν ξεχαρβαλώσει και τις ταξικές διαφορές, ο Νικόλας ήταν πλέον σε θέση να ζητήσει από τη χήρα του πρώην αφεντικού του το χέρι της κόρης τους Κατίνας, με την οποία ήταν ερωτοχτυπημένος.
Η χήρα, που είχε καταλήξει στη Θεσσαλονίκη με τέσσερα ορφανά, γνώριζε ότι ο πρώην επιστάτης τους ήτανε έμπιστος και κουμανταδόρος άντρας και δέχτηκε την πρότασή του υπό τον απαράβατο όρο ότι ο γάμος θα λάβαινε χώρα όταν η κόρη θα έκλεινε τα δεκαέξι.
Ο Νικόλας αποδέχθηκε την τριετή αναμονή, προλαμβάνοντας τον δάσκαλο, ο οποίος ήταν κι αυτός ερωτευμένος με την Κατίνα. Στην προκειμένη δε περίπτωση επρόκειτο για έναν «έρωτα στα χρόνια της χολέρας». Όταν στα σαράντα πέντε της η αγαπημένη του χήρεψε, ο δάσκαλος αναθάρρησε και τη ζήτησε επανειλημμένως σε γάμο, μα εκείνη είπε «όχι».
Στα δεκαέξι της, λοιπόν, παντρεύτηκε η Κατίνα τον Νικόλα και ένα χρόνο αργότερα έφερε στον κόσμο το πρώτο τους παιδί. Μέχρι τα εικοσιπέντε της έκανε άλλα τρία. Παρένθεση: αν τυχόν κάτι από τα παραπάνω θυμίζει Τσέχοφ ή Μαρκές, είναι απλώς η ζωή.
Το καφεστιατόριον «Ο Ποσειδών» είχε δύο επίπεδα, τα οποία ενώνονταν με ισάριθμα σκαλάκια. Στο επάνω μέρος υπήρχε ένας παραλληλόγραμμος καθρέφτης και μπροστά του ένα μικρό γραφείο, όπου στεκόταν μια μεγάλη κεφαλή του Ελευθερίου Βενιζέλου με πάνινο δίκοχο. Την εποχή εκείνη το εργοστάσιο «Κεραμεικός» της οδού Πειραιώς, όπου, ειρήσθω εν παρόδω, εργάζονταν πλήθος προσφύγων, είχε θέσει ως στόχο του να ανταποκριθεί σε όλα τα δημοκρατικά βαλάντια, κατακλύζοντας τη χώρα με μικροσκοπικές κεφαλές Βενιζέλου εν είδει μπιμπελό.
Εξαιτίας της παραπάνω κεφαλής, ου μην αλλά και λόγω του μεγέθους της, χτύπησε τα ξημερώματα της 4ης Αυγούστου 1936 το ρόπτρο της εξώθυρας στην οδόν Αλεξανδρείας 92. Σηκώθηκε ο Νικόλας, άναψε τσιγάρο –μόνο στον ύπνο του δεν κάπνιζε– και ετοιμάστηκε να ακολουθήσει τους οπλοφόρους του Μεταξά. Καθώς κινούνταν νωχελικά (μόνον η ερωτική ζήλεια τον έκανε να χάνει ολωσδιόλου την ψυχραιμία του), ο επικεφαλής εκνευρίστηκε και τράβηξε πιστόλι. Με λυτά κορδόνια οδηγήθηκε στον ανακριτή. Ευτυχώς η περιπέτεια δεν κράτησε πολύ, χάρη στην παρέμβαση κάποιου υψηλά ιστάμενου θαμώνα του «Ποσειδώνος».
Το μαγαζί λειτουργούσε τις πρωινές ώρες ως καφενείο κυρίως των ναυτικών, γιατί εκεί μπροστά έδεναν τα καΐκια που έκαναν το εμπόριο στο Αιγαίο. Παραδίπλα κατέπλεαν οι βάρκες από την Περαία, φορτωμένες πεπόνια, καρπούζια, σταφύλια από τα περιβόλια που καλλιεργούσαν οι Καλλιπολίτισσες. Οι άντρες τους απασχολούνταν στις οικοδομές. Δικό τους σπίτι δεν χτίζανε, παραμένανε στις παράγκες. «Δεν αξίζει τον κόπο, αφού του χρόνου θα ’μαστε πίσω στην Καλλίπολη», τους άκουγε ο Νικόλας και δεν του πήγαινε η καρδιά να τους διαψεύσει.
Οι ναυτικοί έπιναν τον καφέ, έπιναν τα ουζάκια τους, έπιναν και ναργιλέ. Μια φορά το πλήρωμα ενός εμπορικού έφαγε και ήπιε, μα δεν είχαν να πληρώσουν και για να ξεχρεωθούν κουβάλησαν μια πελώρια άγκυρα, η οποία έγινε μέρος της διακόσμησης. Κατά τα λοιπά, οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με ζωγραφιές πάνω σε κόκκαλα σουπιάς.
Προπολεμικά «ο Ποσειδών» έβγαζε το καλοκαίρι τραπεζάκια στην πλατεία Ελευθερίας, όπου συνέρρεαν οικογένειες περιμένοντας την «Ευαγγελίστρια» για Μηχανιώνα. Πότε εκεί και πότε στην Περαία έστελνε για παραθερισμό την οικογένειά του κι ο Νικόλας. Η θαλάσσια διαδρομή Θεσσαλονίκη-Μηχανιώνα διαρκούσε τέσσερεις ώρες.
Αργότερα το μαγαζί περιορίστηκε από την πλευρά της πλατείας σ’ έναν μακρόστενο κήπο. Χαλίκι στο δάπεδο, τοίχοι ασβεστωμένοι, λευκά τραπεζομάντηλα, ολόγυρα ηλιοτρόπια και κάτι από φυσικού τους στρογγυλοί θάμνοι, που ονομάζονταν κόσμοι. Σ’ αυτό το όμορφο μες στην απλότητά του περιβάλλον μπορούσε κανείς τα βράδια του καλοκαιριού να απολαύσει ολόφρεσκα ψάρια, θαλασσινές λιχουδιές και μύρια όσα.
Για τους ξενύχτηδες υπήρχε, βεβαίως, κι ο καθ’ εκάστην πατσάς. Πρώτο και καλύτερο κατέφθανε «το κολέγιο», όπως αποκαλούσε ο Νικόλας τις κοπέλες από τα γύρω καμπαρέ, τα οποία έκαναν χρυσές δουλειές οσάκις κατέπλεε ο 6ος Αμερικανικός Στόλος. Εννοείται ότι τότε επωφελούνταν και ο θεός της θάλασσας.
Κάποτε επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη ένα αμερικανικό αεροπλανοφόρο. Μια παρέα αξιωματικών ήρθε στον «Ποσειδώνα» με επικεφαλής έναν Ελληνοαμερικανό, ο οποίος μιλούσε καλά ελληνικά. Ο νεαρός πιλότος ήταν μεν γεννημένος στην Αμερική, αλλά από γονείς μικρασιάτες πρόσφυγες. Κουβέντα την κουβέντα, δεν άργησε να νιώσει κοντοχωριανός με τον Νικόλα, ο οποίος στο τέλος τους κέρασε το κρασί. Χύμα ήταν ως συνήθως και σχετικά καλό. Πάντως, με βάση την πάγια θεωρία του, και ξυδιασμένο να ήταν, αν το έβαζες σε μπουκάλι Βουργουνδίας, θα το έβρισκαν οι πάντες εξαίρετο, αφού «όλα είναι μια ιδέα».
Σε ανταπόδοση, την Κυριακή το πρωί έδεσε μπροστά στο καφεστιατόριον «Ο Ποσειδών» μια βενζινάκατος με καλογυαλισμένες ξύλινες τραβέρσες για να παραλάβει το συγγενολόι του Νικόλα για μια ξενάγηση στο αεροπλανοφόρο, που βρισκόταν αρόδο. Επρόκειτο για έναν καθηλωτικό γκρίζο όγκο με άγνωστο πόσα γκρίζα πατώματα και πόσους γκρίζους ανελκυστήρες. Στο κατάστρωμα ανέμεναν τα αεροπλάνα. Γκρίζα κι αυτά. Ο Ελληνοαμερικανός εξηγούσε διάφορα στους άρρενες που λαχταρούσαν ν’ ανεβούν στα πιλοτήρια. Τα θήλεα προτιμούσαν το απλό ναυτάκι, που χαμογελούσε σαν τον Πατ Μπουν.
Η επίσκεψη έκλεισε με κέρασμα στο σαλόνι των αξιωματικών. Εκεί συνέβησαν άλλα πρωτόγνωρα. Από ένα μηχάνημα έρρεε σε ποτήρια μιας χρήσης ένα άοσμο ποτό με αμφιλεγόμενη γεύση, που δεν άρεσε σε κανέναν. Κι όμως, αυτό το μαυροζούμι, με το πρωτάκουστο όνομα κόκα κόλα, έμελλε να κατακτήσει ολόκληρο τον πλανήτη. Αν προλάβαινε να ζήσει το φαινόμενο αυτό ο Νικόλας, θα επιβεβαίωνε για άλλη μία φορά τη θεωρία του ότι «όλα είναι μια ιδέα» ή όπως το διατύπωσε κάποιος νομπελίστας: «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε».
Ο πιο πιστός απ’ όλους τους θαμώνες του μαγαζιού ήταν ο Γιάννης Βελλίδης, εκδότης της Μακεδονίας. Ερχόταν σε καθημερινή βάση τα ξημερώματα με το επιτελείο του, μόλις τελείωνε η δουλειά στην εφημερίδα. Μετά τον πατσά ολοκλήρωνε την απόλαυση με τον αποκλειστικό ναργιλέ του.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήρθε στη Θεσσαλονίκη, για να παραλάβει το κότερο που είχε παραγγείλει στα ναυπηγεία της Θάλητος, ο πρώην ιδιοκτήτης του Ριζοσπάστη και μετέπειτα μονοπωλητής του δημοσιογραφικού χάρτου εν Ελλάδι, ο Γιάνης Πετσόπουλος. (Το Γιάννης με ένα νι αποτελεί ανέκαθεν προϋπόθεση της επανάστασης. Το δεύτερο νι, αν τυχόν δεν το γνωρίζετε, είναι άκρως αντεπαναστατικό στοιχείο.) Τότε, λοιπόν, ο Βελλίδης του παρέθεσε γεύμα στον «Ποσειδώνα». Ο καλεσμένος ενθουσιάστηκε και έκτοτε κάθε εβδομάδα ένα μεταλλικό κουτί με πάγο και ολόφρεσκα μύδια, στρείδια, χτένια, κυδώνια και λοιπές νοστιμιές του Θερμαϊκού ταξίδευε με την ΤΑΕ[1]* για Αθήνα.
Την ίδια εποχή ο μεγάλος γιος του Νικόλα είχε τελειώσει την Ανωτάτη Εμπορική και είχε λάβει υποτροφία Φούλμπραϊτ για να συνεχίσει τις σπουδές του στις ΗΠΑ. Η οικογένεια συζητούσε σχετικά με τη χαρμόσυνη είδηση, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο διοικητής Ασφαλείας, θαμώνας και αυτός του «Ποσειδώνος». «Νικόλα, για να πάει ο γιος σου στην Αμερική χρειάζεται πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων κι απ’ ό,τι βλέπω είναι μπλεγμένος εκεί κάτω στην Αθήνα με τους κουκουέδες. Αλλά μη σε μέλει. Εγώ για χάρη σου θα τον καλύψω. Κι ας ελπίσουμε πως εκεί που πάει θα βάλει μυαλό…». Χάρες τέτοιου είδους, σε καιρούς χαλεπούς, αξίζει να τις αναφέρει κανείς, μόνο και μόνο γιατί ως λαό μας τιμούν.
Τη χρονιά που έφυγε ο πρωτότοκός του για την Αμερική ο Νικόλας αρρώστησε. Στη Θεσσαλονίκη οι γιατροί μιλούσαν για κάτι στηθικό, μάλλον πνευμονία. Η Κατίνα, εκ φύσεως αισιόδοξη, θυμήθηκε ένα ναυτάκι που είχε κουβαλήσει κάποτε στο σπίτι ο Νικόλας να το γιατροπορέψουν. Ήτανε άρρωστο βαριά από πνευμονία, αλλά τα κατάφερε. Όταν ξανάπιασε δουλειά και ήρθε πάλι στη Θεσσαλονίκη, τους έφερε από το νησί του λουκούμια και χαλβαδόπιτες.
Με τον Νικόλα, όμως, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο χειροτέρευε η κατάσταση. Τότε αποφασίσανε να τον μεταφέρουν στην Αθήνα. Στον «Ευαγγελισμό» διαγνώστηκε με καρκίνο των πνευμόνων κι αποφασίστηκε να εγχειριστεί επειγόντως.
Ξύπνησε ο Νικόλας μες στη νύχτα και δεν είχε ένα τσιγάρο να πιει. Αναλογίστηκε πόσο η τύχη τον είχε ευνοήσει, ώστε να κάνει στην προσφυγιά επιχείρηση που στην πατρίδα δεν είχε καν ονειρευτεί. Χάρη στον «Ποσειδώνα» απέκτησε όνομα στην κοινωνία, απέκτησε φίλους αμέτρητους, μα πάνω απ’ όλα απέκτησε τη γυναίκα που ποθούσε. Την αρχοντοπούλα που κάρπισε τα τέσσερα παιδιά του.
Σε λίγες ώρες οι γιατροί θα του κόβανε το ένα του πνευμόνι. Ε, και; Οι πειρατές δεν ζούσανε με ένα πόδι; Με ένα χέρι; Με ένα μάτι; Αυτός όχι με ένα, και με μισό πνευμόνι θα ζούσε για να μην του πάρει τη γυναίκα άλλος κανείς.
Τη μεθεπομένη, παραμονές Χριστουγέννων του 1953, η Μακεδονία κυκλοφόρησε με άρθρο του Γιάννη Βελλίδη και τίτλο «Έσβησε ο Ήλιος της Θεσσαλονίκης».
Μαζί του κι ο τριαντάχρονος «Ποσειδών».
Μία σειρά έντυπων και διαδικτυακών εκδόσεων, οπτικοακουστικών παραγωγών και δράσεων για την Ιστορία, τα Γράμματα, τις Τέχνες και τις Ιδέες στην πόλη, που προβάλλει πτυχές και πρόσωπα της ιστορικής και σύγχρονης Θεσσαλονίκης.
Μία πλατφόρμα διαλόγου, ιδεών και δράσεων για την ανάδειξη της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, την προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού, και την ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα της πόλης.
Εγγραφείτε στο newsletter του Θεσσαλονικέων Πόλις δωρεάν για να λαμβάνετε στο inbox σας πρωτογενή ρεπορτάζ για την πόλη, άρθρα, συνεντεύξεις και επιλογές από την έντυπη και διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού.