Στο καφενείο του Θόδωρου, ένα κρυφό διαμάντι της Θεσσαλονίκης

Από τον Αγγελόπουλο, δημάρχους και καλλιτέχνες, μέχρι τη γειτονιά ολόκληρη, πολλοί έκαναν στέκι αυτόν τον μικρό καφενέ στην Μπακατσέλου

Καλλιτέχνες, ηθοποιοί και σκηνοθέτες, διευθυντές καναλιών και βουλευτές, υπουργοί, δήμαρχοι και περιφερειάρχες, όλοι έχουν περάσει από τα λιγοστά τραπέζια του μικρού καφενείου του Θόδωρου, ενός μερακλή ευπατρίδη.

Καφενείο του Θόδωρου

Ήταν ένα ζεστό μεσημέρι Σαββάτου στα μέσα Ιουνίου, όταν βρεθήκαμε στο καφενείο του Θόδωρου, στην οδό Μπακατσέλου, ένα κάθετο, στενό δρομάκι, ανάμεσα στην Εγνατία και τη Φιλίππου. Δύο παρέες ηλικιωμένων κάθονταν ήδη, κι εμείς διαλέξαμε ένα τραπέζι πιο μέσα.

«Δεν βιάζεστε, ε; Να τα κάνω κι εγώ λίγο με τον χρόνο μου» λέει χαμογελώντας ο Θόδωρος, κι έτσι κι εμείς περιπλανηθήκαμε στους τοίχους του παραδοσιακού του καφενείου.

Από τις αλησμόνητες πατρίδες

Γύρω μας κάθε λογής έργα τέχνης: παλιές αφίσες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, οι ομπρέλες του Ζογγολόπουλου, ζωγραφισμένες γυναικείες μορφές, άλλες με χρυσές λεπτομέρειες, άλλες σαν Παναγίες, μια ταινία του Αγγελόπουλου, κι ένα ραφάκι με μικρά κεραμικά αγγεία. Εκεί κυμάτιζαν πλάι πλάι μια ελληνική και μια ρωσική σημαία. Από το ραδιόφωνο ακουγόταν Καζαντζίδης.

Ο Θόδωρος Οφλίδης, 65 ετών, άνοιξε το καφενείο του το 1996. Παλιννόστησε στη Θεσσαλονίκη το 1990 από το Σοχούμι της Αμπχαζίας (στη σημερινή Γεωργία, τότε Σοβιετική Ένωση), στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας των Μιλήσιων, Διοσκουριάς.

Ο Θόδωρος Οφλίδης παλιννόστησε στη Θεσσαλονίκη το 1990 από το Σοχούμι της Αμπχαζίας. Άνοιξε το κατάστημα το 1996.

«Στο σχολείο μαθαίναμε ρώσικα· στο σπίτι μιλούσαμε μόνο ποντιακά. Η γιαγιά μου έλεγε: “Μια γλώσσα ξέρω, αυτή μιλάω”». Στο διαβατήριο έγραφε Grec, Έλληνας. «Στο σχολείο διαβάζαμε ελληνική αρχαία ιστορία από ένα μεγάλο βιβλίο» μας λέει.

Όταν άνοιξε το μαγαζί, ήταν ένας απλός καφενές, που εξυπηρετούσε τα λιγοστά μαγαζιά τριγύρω. Τα βράδια, οι θαμώνες έπαιζαν χαρτιά. Αργότερα, όταν η Αριστοτέλους λειτουργούσε ως τερματικός σταθμός λεωφορείων, ερχόντουσαν και οι ελεγκτές να πιουν τον καφέ τους. «Παράγγελνε κάποιος καφέ, και τον έπινε μετά από 15 – 20 λεπτά, τόσο κόσμο είχα».

Την εποχή της κρίσης

Όταν ενέσκηψε η οικονομική κρίση, το μενού εμπλουτίστηκε με μεζέδες. Στον μακρόστενο χώρο του καφενείου με την κουζίνα στο βάθος, έφτιαχνε το χειμώνα στη σόμπα την περίφημη βραστή γίδα του, «μόνο με ζουμί», όπως έλεγε. «Άμα θες πατάτες, βράσε πατάτες» μας λέει γελώντας, «εγώ βάζω μόνο ζουμί».

Εμείς τιμήσαμε τα ψαρικά του καταστήματος: γαύρο, γόπα, και γαρίδα στο τηγάνι. Φάγαμε και την πρώτη ντομάτα του καλοκαιριού στον κ. Θόδωρο, γεμάτη άρωμα και γεύση. Λάχανο τουρσάκι, ελαφρύ, δικό του, και παντζάρι γλυκό σαν μέλι. Οι πατάτες τηγανητές ήταν κομμένες στο μαντολίνο. Μας κέρασε και τηγανητές πιπεριές και κολοκυθάκια. Δεν σταματούσε να μας γεμίζει το τραπέζι με χαμόγελο, αστεία και ιστορίες. Στο φαγητό βάζει φαντασία. «Βλέπω ένα κομμάτι κρέας και λέω ‘’τι μπορώ να κάνω με αυτό;’’ και αρχίζω».

Με POS από το 2008

Την περίοδο της κρίσης, ο Θόδωρος θεώρησε καθήκον του να βοηθήσει τη χώρα να ορθοποδήσει.

Σε αυτό το μικρό καφενείο, η χρήση POS μετρά ήδη σχεδόν μια εικοσαετία.

«Στο καφενείο του Θόδωρου, που οι ημερήσιοι τζίροι σπάνια φτάνουν τριψήφιο νούμερο, έχει και λειτουργεί POS!! Την ίδια στιγμή που η μισή Ελλάδα, ιδιαίτερα δε κατηγορίες επαγγελματιών με υψηλότατους τζίρους, αναζητά παραθυράκια εξαίρεσης […] ενώ η άλλη μισή είτε δεν το χρησιμοποιεί, είτε κάθε λίγο και λιγάκι δηλώνει βλάβη του, αυτός το έχει και το λειτουργεί […] κι έτσι αυτόματα να δηλωθεί ως έσοδο ο γλυκύβραστος του 1,5 ευρώ και η γκαζόζα των 80 λεπτών…» είχε αναρτήσει στο Facebook το 2008 ο φίλος του ιδιοκτήτη και θαμώνας Δημήτρης Γαλαμάτης, που υπηρετεί σήμερα ως γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης.

Την περίοδο του κορονοϊού, πουλούσε πατσά στο πλαστικό με πλαστικά κουτάλια, ενώ την 25η Μαρτίου ξέρεις ότι είναι από τους λίγους που πουλάνε μπακαλιάρο σκορδαλιά στη γειτονιά.

Το μαγαζί του θύμιζε έντονα το μικρό κουζινάκι της γιαγιάς μου και τις ιστορίες που μας έλεγε ο παππούς τα μεσημέρια του καλοκαιριού.

Όταν τον είδα να ανοίγεται περισσότερο, πήρα κι εγώ θάρρος και του είπα ότι θέλω να του πάρω συνέντευξη. Δίστασε λίγο στην αρχή. «Μόνος μου είμαι, άμα έρθει πολύ κόσμος τι θα κάνω; Αλλά για σένα θα την κάνω» μου είπε γελώντας.

«Σελέμπριτι είσαι!»

«Δεν ξέρω πολλά να σου πω κορίτσι μου, το μαγαζί μου βλέπει το πεζοδρόμιο. Αλλά αυτό με έμαθε να παρατηρώ τους ανθρώπους όπως είναι. Βλέπεις, και καταλαβαίνεις, ζυγίζεις τον άλλο και ξέρεις πότε σε παίρνει να πεις κάτι και πότε όχι».

Μου έδειξε δημοσιεύματα για εκείνον και τους διάσημους θαμώνες του μαγαζιού. «Σελέμπριτι είσαι!», του φώναξε ένας πελάτης, που πετάχτηκε για ένα γρήγορο τσιπουράκι.

Καλλιτέχνες, ηθοποιοί και σκηνοθέτες όπως ο Αγγελόπουλος, διευθυντές καναλιών και βουλευτές, πρώην υπουργοί, δήμαρχοι και περιφερειάρχες έχουν περάσει από τα τραπέζια του Θόδωρου. «Την περίοδο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου όλοι έρχονταν εδώ. Το μαγαζί έσφυζε από ζωή. Δεν μπορούσα να βρω καρέκλα να τους βάλω και έπαιρνα καφάσια από μπύρες, τα στίβαζα για να βγει άλλη μια καρέκλα. Αλλά κανέναν δεν τον πείραζε, είχαμε χορούς και τραγούδια».

Σαν το κουζινάκι της γιαγιάς μου

Στον Θόδωρο περνάει η ώρα χωρίς να το καταλάβεις. Νιώθεις άνετα, οικεία. Στο τέλος φέρνει φρούτα και παγωτό. «Φεύγουμε, κ. Θόδωρε. Αλλά θα ξανάρθουμε!» του λέμε.

Ίσως αυτό είναι που ξυπνάει τις αναμνήσεις στους θαμώνες: η αυθόρμητη και ανεπιτήδευτη ομορφιά των πιάτων του και του ίδιου. Η χαρά του να σε περιποιηθεί, να σου προσφέρει. Όλα φτιαγμένα με χέρια γεμάτα αγάπη και μεράκι, που θέλουν να σου δώσουν ό,τι καλύτερο έχουν.

Διαβάστε επίσης

Καπάνι
Τα πολλά πρόσωπα της παλαιότερης ανοιχτής αγοράς της Θεσσαλονίκης—φωτογραφικό δοκίμιο
Αλυσίδα, Αλυσίδας
Αναμνήσεις από τη χρυσή εποχή του πιο κουλ club της Θεσσαλονίκης
παλαιοβιβλιοπωλεία, παλαιοβιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης, Goliard, Αριστείδης, Item Books, Καραμουζά
Στα «Goliard», «Αριστείδης», «Item Books», «Καραμουζά» η τυπωμένη σελίδα αντιστέκεται με επιτυχία στην ψηφιακή εποχή
Άγιος Παύλος, Άγιο Παύλο
Αγάπησα αυτό το «χωριό» 15 λεπτά από το κέντρο, που βλέπει την πόλη αφ' υψηλού, στα καλύτερα και τα χειρότερά της