Jasone: «Το γκραφίτι με έσωσε, με σώζει και θα με σώζει μια ζωή»

Επιστρέψαμε με τον πατριάρχη του ελληνικού γκραφίτι εκεί που ξεκίνησαν όλα, στο γήπεδο της Καλαμαριάς

Το γκραφίτι ήρθε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980 και η Θεσσαλονίκη δεν άργησε να στεφθεί πρωτεύουσα του style. Τον Σεπτέμβριο του 1995 πραγματοποιείται στην Καλαμαριά το πρώτο φεστιβάλ. Η οδός Χηλής γεμίζει με εκατοντάδες καλλιτέχνες και αποκτά το διασημότερο hall of fame της χώρας.

Σήμερα, στεκόμαστε μπροστά στον τόπο του εγκλήματος, στο γήπεδο της Καλαμαριάς. Οι τοίχοι, μέσα και έξω από το γήπεδο, είναι ντυμένοι από ταγκιές, χαρακτήρες και ατάκες. Εκεί συναντήσαμε τον Jasone, έναν από τους writers, που 30 χρόνια μετά συνεχίζει να στολίζει τους τοίχους της πόλης.

Το πρωί της Κυριακής στην Καλαμαριά έχει υγρασία. Ο Jasone φοράει το φούτερ του, λευκά Jordans και μια βερμούδα που αποκαλύπτει ένα τατού στο καλάμι του: SGBoys Crew.

Για τον Jasone, τα ντουβάρια που έχει βάψει είναι το δημόσιο σπίτι του. Πρώτη φορά έπιασε σπρέι σε ηλικία 13 ετών, το βράδυ του 1987 που η Ελλάδα σήκωνε το Ευρωμπάσκετ. Αργότερα, μαζί με το crew του, τους Skra Ghetto Boys (SGB) που δημιουργήθηκαν το 1991, θα βάψουν όλη την Καλαμαριά, πριν επεκταθούν στην πόλη, στη χώρα και… στα τρένα της. 

Σήμερα, ένα από τα characters του, ντύνει τους καμβάδες της Νέας Παραλίας στον Κήπο της Μεσογείου, στο υπαίθριο «μουσείο» Street Art που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της Πολιτιστικής Εταιρείας.

Το έργο του Jasone στο MATAROA Street Contest.

Ποιες είναι οι διαδρομές του γκραφίτι και του Jasone, ποια η διαφορά μεταξύ μουτζούρας και γκραφίτι και πού αρχίζει και τελειώνει η ανοχή στην «αλητεία του δρόμου»;

Παιδί της Κρήνης ή της Αρετσούς;

«Μεγάλωσα στην Αρετσού, που πάει να πει Καλαμαριά, Πόντος, Μικρά Ασία. Υπήρχε μια κόντρα από την εποχή των παππούδων στις δυο γειτονιές, που διαχωρίζονταν ανάμεσα στους ψαράδες και τους μη ψαράδες, που είχαν το ψάρεμα για χόμπι. Δεν ξέρω από που προήλθε αυτό το beef, αλλά υπήρχε.»

Έχεις πει για το γκραφίτι ότι είναι ένα, ομοούσιο. Μπορούμε να πούμε ότι αυτό είναι μουτζούρα και αυτό είναι γκραφίτι;

«Ο νοήμων άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι είναι μουτζούρα και τι είναι έντεχνο. Αλλά δεν μπορούμε να διακόψουμε αυτή τη συσχέτιση, ότι και το ένα και το άλλο είναι γκραφίτι. Όλοι από κάπου ξεκινάνε. Δεν μπορεί ένας πιτσιρικάς –γιατί εκεί στηρίζεται η όλη φάση, στα παιδιά– με το καλημέρα να βγει και να έχει μια φόρμα πολύ εξειδικευμένη. Οπότε αναγκαστικά τον τρως στη μάπα τα πρώτα του χρόνια μέχρι να εξοικειωθεί με το σπρέι».

Όσο εγωιστικό και αν ακουστεί αυτό, οι γκραφιτάδες βάφουν για την πάρτη τους, και δεν τους ενδιαφέρει τι θα καταλάβει ο κόσμος.

Η δικιά σου η ενασχόληση πότε ξεκινάει και πώς την θυμάσαι; Οι δικές σου, ας το πούμε μουτζούρες.

«Εμείς όταν ξεκινήσαμε δεν είχε προηγούμενους να συγκρίνεις εκείνες τις εποχές. Οπότε πέρασε λίγο στο ντούκου. Ήταν κάτι πολύ καινούργιο, πολύ φρέσκο και δεν είχαμε μέτρο σύγκρισης. Γλιτώσαμε λίγο πολύ το άδειασμα.»

Εσείς που ήσασταν οι πρώτοι, τι είδατε για να πατήσετε;

«Εγώ προσωπικά είδα, όπως και πολλοί της γενιάς μου, το ντοκιμαντέρ Style Wars που μιλάει για τη Νέα Υόρκη των αρχών της δεκαετίας του ’80. Αυτό για εμάς ήταν όχι απλώς ένα ταρακούνημα, αλλά ένας σεισμός μέσα στο μυαλό μας. Από εκεί και πέρα άλλαξε η ζωή μας.

Το πιάναμε από τη ρίζα, δηλαδή από λογότυπα στις σοκοφρέτες. Όπου βρίσκαμε φόρμες γραμμάτων παίρναμε και αντιγράφαμε. Δεν υπήρχε τρόπος να αποθηκεύσεις τίποτα, να κάνεις δεξί κλικ και αποθήκευση για να το έχεις, να το βλέπεις, να αντιγράφεις. Ό,τι έβλεπε το μάτι σου, το κρατούσε το μυαλό σου και μετά καθόσουν στο χαρτί για να μπορέσεις να αποκωδικοποιήσεις και να δώσεις ζωή σε κάτι που είδες.

Εμένα το γκραφίτι με έσωσε, με σώζει και θα με σώζει μια ζωή από διάφορα.»

Η φάση με το βάψιμο στα σχολεία ποια είναι;

«Παλιά, το ίντερνετ και το ίνσταγκραμ της εποχής ήταν τα σχολεία. Θα βάψεις ένα βράδυ και την επόμενη μέρα θα το δουν 300-400 παιδιά. Εμάς αυτό μας ικανοποιούσε. Ήταν το κίνητρό μας, η χαρά μας. Και εννοείται ότι μετά πήγαινες από το σχολείο να το βγάλεις φωτογραφία και δεν σε ήξερε και κανένας. Η συνθήκη, στην οποία σήμερα είσαι κρυφός πίσω από ένα προφίλ στο ίνσταγκραμ, είναι ο συσχετισμός του παρελθόντος με το σήμερα.»

Στόχος σου είναι άρα το παιδί.

«Ναι, να το σπείρουμε. Γι’ αυτό βγαίναμε και σε κανάλια όποτε βγήκαμε στο παρελθόν, γιατί ξέραμε ότι θα μας δουν παιδιά σε απομακρυσμένες περιοχές, σε χωριά, σε νησιά, στο εξωτερικό.»

 Ήσουνα πάλι στον δρόμο όμως.

«Ναι, εντάξει, αυτό στον δρόμο γίνεται. Είπαμε, δεν μπορούμε να το πάμε στην εκκλησία. Καταλαβαίνουμε τί είναι, αλλά δεν κάναμε και κανένα κακό πιστεύω. Τέχνη κάναμε, γιατί έτσι αποδεικνύεται, όπως και με το φεστιβάλ που έγινε κάτω στην παραλία. Όπως το είπες και σωστά, επειδή μπήκε σε ένα πλαίσιο δεν σημαίνει ότι μεταπήδησε από το αλήτικο γκράφιτι, στην τέχνη γκραφίτι. Τέχνη ήταν, τέχνη είναι.»

«Style is nothing, but nothing with style… is everything», κάτω από την υπογραφή του. Αν καταφέρεις να βγάλεις κάτι με στυλ από το τίποτε [τον τοίχο], αυτό είναι το παν.

Τον Λευκό Πύργο δεν πας να τον βάψεις. Κάτι ταγκιές περιμετρικά σε μάρμαρα ή στον Μεγαλέξανδρο, αυτά έχουν ξεπεράσει τα όρια. Είναι καθαρά θέμα μαγκιάς, ότι δες πού πήγε και έβαψε.

Ποια είναι η ισορροπία μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας;

«Κάποιοι χώροι που ήταν βαμμένοι και τους σβήνουν θα ξαναβαφτούν. Δεν υπάρχει περίπτωση. Κάποια Hall of Fame, χώροι που έχουν γεμίσει από γκραφίτι, άμα σου τα σβήσουν, αργά ή γρήγορα θα ξαναβαφτούν.

Υπάρχουν και οι κάφροι. Τον Λευκό Πύργο δεν πας να τον βάψεις. Κάτι ταγκιές περιμετρικά σε μάρμαρα ή στον Μεγαλέξανδρο, αυτά έχουν ξεπεράσει τα όρια. Είναι καθαρά θέμα μαγκιάς, ότι δες πού πήγε και έβαψε.»

Αλλά είναι εύκολη μαγκιά.

«Τη μαγκιά πρέπει να την πουλήσεις στον άλλο τον γκραφιτά. Το να βάψεις ένα τρένο που είναι παρατημένο σε μια γωνία, για τη φωτογραφία και μόνο, εντάξει δεν είναι και μαγκιά. Κάποιος έμπειρος καταλαβαίνει, πού ήταν αυτό το τρένο και ότι δεν χρειάστηκε να πηδήξεις μάντρες».

Ένα γκραφίτι αφιερωμένο στον Bizare, τον γκραφιτά που έγινε αργότερα γνωστός σαν ζωγράφος, τον Στέλιο Φαϊτάκη. Ο Φαϊτάκης όταν ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη από την Αθήνα για να σπουδάσει συνδέθηκε στενά με τον Jasone και τους SGBoys. Έφυγε από τη ζωή τον Οκτώβρη του 2023.

Είναι η μαγκιά της παρανομίας που σε φτάνει στο σημείο να σε παραδεχτούν για να σου δώσουν άδεια; 

«Αν πατήσεις στο ίντερνετ “Jasone”, θα σου βγάλει το κείμενο του Κώστα [σσ. Κουκουμάκα], “ο βασιλιάς του ελληνικού γκραφίτι“. Εγώ έκανα μπούκα σε 3-4 σχολεία και λέω είμαι ο Jasone. Μου λέει καθίστε είστε γονέας; Λέω όχι, ανοίξτε να δείτε ποιος είμαι στην εγκυκλοπαίδεια του μέλλοντος. Αυτός είμαι, και θέλω άδεια για τον εξωτερικό τοίχο του σχολείου. Δε θέλω φράγκα, δε θέλω τίποτα. Έπαιρνα γραπτή άδεια επί τόπου.

Αφού βάψαμε, άκουσα από κάποια παιδιά, πιο εικαστικούς, ότι είχαν δώσει προσφορά για να βάψουν τον τοίχο. Εκεί αισθάνθηκα και λίγο άσχημα, γιατί του χάλασα τη δουλειά.»

Λέμε ότι έχουμε το σπίτι μας, το οποίο είναι αυτό που ζούμε, ο χώρος μας, η κουζίνα μας, το κρεβάτι μας. Και έχουμε κι ένα κομμάτι που είναι το δημόσιο σπίτι μας, έξω. Οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια, οι τοίχοι. Εσύ πώς το αντιλαμβάνεσαι αυτό;

Έχουμε τους δικούς μας χώρους που τους προσέχουμε κάθε τρεις και μία, όπως καλή ώρα εδώ, το γήπεδο της Καλαμαριάς.

«Για την αγορά των χρωμάτων, έχουμε αφήσει ολόκληρα σπίτια σε αξία πάνω σε αυτά τα ντουβάρια. Τα θεωρούμε όντως σπίτια μας. Κοιτάμε να τα προσέχουμε και να μη μας τα πειράξουν. Είναι λίγο δύσκολο γιατί είμαστε στον δρόμο. Δεν είναι το σπίτι μας που το κλειδώνουμε και φεύγουμε, αλλά αυτό το κλειδώνουμε μέσω του σεβασμού που έχουμε αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια που βάφουμε.

Στην αρχή μιλάς για τη γειτονιά σου, μετά για τη συνοικία σου, μετά για την πόλη σου και μετά για τη χώρα σου. Εγώ προσωπικά, έχω πολύ δέσιμο με τον χώρο. Παλιά μου έλεγαν, ο Μήτσος κοιτάει τα ντουβάρια σα να είναι γκόμενα, έχει έρωτα. Έχω μάτι φωτογραφικό, φροντίζω αυτό που θα αφήσω πίσω, να το βλέπεις και να ομορφαίνει σε συνδυασμό με τον χώρο».

Καλλιτεχνικά θεωρείς ότι σου έδωσε η πόλη;

«Εντάξει, όχι όσο θα μου έδινε η Αθήνα. Αυτό που έχω στη Θεσσαλονίκη είναι η οικογένειά μου, αυτό με κράτησε εδώ. Εννοείται ότι δε θα μετανιώσω ποτέ για κάτι τέτοιο. Δεν ήταν εύκολο, ούτε δύσκολο. Θέλει την προσπάθειά του, μέχρι να κλείσουμε τα μάτια μας».

Τι σου λείπει και νιώθεις ότι δεν το ανεβάζουν;

«Πιστεύω διαχρονικά ότι η λέξη γκραφίτι δεν ακούγεται καλά σε αυτιά και φορείς, ώστε να γίνει κάτι όπως έγινε τώρα με την Πολιτιστική Εταιρεία. Είναι σπάνιο, γιατί το έχουν συνδυασμένο με τη μουτζούρα και την κακοτεχνία.»

Κάτι που θα ήθελες να δεις στην Καλαμαριά;

«Να δοθούν σε κάποια σχολεία άδειες, ώστε να γίνουν κάποια hall of fame, συγκροτημένα και όμορφα. Ο δήμος πρέπει να συμβάλει και να μιλήσει με τους εκάστοτε υπευθύνους των σχολείων. Επιπλέον κάποιες μεγάλες επιφάνειες, όπως οι εργατικές στον Φοίνικα, μπορούν να αναδειχθούν. Εννέα πολυκατοικίες σερί, ένα καλωσόρισμα στην πόλη μέσω Καλαμαρίας, θα είναι ό,τι πρέπει. »

«Προτάσεις υπάρχουν, αλλά εγώ ψυχολογικά δεν αντέχω τη ματαίωση. Αν είναι να χάσει το γκραφίτι μέσα μου για κάποιους, καλύτερα να μην το κάνουμε.

Οι πιτσιρικάδες θα πατήσουν και πάνω στα δικά μας. Είναι αναμενόμενο, δε μπορούμε να δημιουργήσουμε ειδικά ντουβάρια, ούτε να βγούμε περιπολία να σταματήσουμε αυτό που ξεκινάει. Γι’ αυτό δεν το κάνουμε; Για να ξεκινήσει.»

Ο Jasone μας κάνει μια τελευταία περαντζάδα στην οδό Χηλής, μπαίνει στο μαύρο Renault που οδηγεί και φεύγει. Ακόμη και ο λεβιές στο αυτοκίνητό του είναι από σπρέι.

Ο λεβιές από σπρέι στο αυτοκίνητό του

Παρατηρώντας τους χαρακτήρες και τις υπογραφές των writers, σε μια γωνία του γηπέδου, δίπλα σε ένα δικό του έργο, συναντάμε το παλιό να επικοινωνεί με το νέο. Στην άκρη του τοίχου βλέπουμε την υπογραφή του γιου του:

Ric, από το Γιωρίκας.

Διαβάστε επίσης

Αυτόπτης μάρτυς των χιλίων προσώπων της Θεσσαλονίκης
Ο Γιώργος Παπαδημητρίου επιλέγει αγαπημένα αναγνώσματα για την πόλη
Η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη βελτιώνεται αλλά οι προκλήσεις για τα άτομα με αναπηρία παραμένουν
Δέκα μεγαθήρια των γραμμάτων και τεχνών της Θεσσαλονίκης μέσα από τον φακό και τις λέξεις του Αντρέα Σφυρίδη