Εκατό χρόνια προσφυγομάνα

Το φάντασμα του συνοικισμού της Αγίας Φωτεινής

Τα Χριστούγεννα του 1973 ο Άρις Γεωργίου φωτογράφισε με μια δανεική Praktika τα ερείπια της γειτονιάς της Αγίας Φωτεινής, τεκμήρια της τελικής φάσης της ζωής ενός οικισμού που είχε στεγάσει προσωρινά τις ξεριζωμένες ψυχές μικρασιατών προσφύγων. Της γειτονιάς «Φάιν», όπως την έλεγε η γιαγιά του Σάκη Σερέφα, η οποία αφηγήθηκε στον εξάχρονο εγγονό της πώς έφτασε εκεί μετά την καταστροφή του ’22.

Από το χαρτί στο διαδίκτυο

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Τεύχος 79 (Μάρτιος 2022) της έντυπης έκδοσης του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ

Αποκτήστε τη δική σας συνδρομή εδώ: https://www.culturalsociety.gr/eshop/

Με φωνάζει μια μέρα η γιαγιά μου, έξι χρονών ήμουνα, στην πρώτη του Δημοτικού πήγαινα. «Έλα, μου κάνει», και με καθίζει στην αγκαλιά της, κι αρχίζει να μου λέει:

«Μικρό κοριτσάκι ήμανε, λίγο παραπάνω από εσένανε τώρα. Με είχε βάλει η μαμά μου να ζυμώσω ψωμί, βλέπεις φούρνο δεν είχαμε στο χωριό. Ε, το ζύμωσα, κι εκεί που πάω να το βάλω στον φούρνο με τα ξύλα που είχαμε στην αυλή, αρχινάν να φωνάζουν οι γειτόνοι, “Έρχονται οι Τσέτες! Έρχονται οι Τσέτες!” 

Είχε έρθει ένας δικός μας με το άλογο και είχε πει ότι οι Τσέτες ήταν καμιά ώρα δρόμο απ’ το χωριό. Πατάει φωνή η μαμά μου, “Κατίνα, φόρα τα παπούτσια σου να φύγουμε, θα μας σφάξουνε, άντε καλέ, κουνήσου!” Ε, πήγα μέσα, έβγαλα τα πασουμάκια, φόρεσα τα καλά μου τα παπούτσια, που τα είχα για την εκκλησία. Στο μεταξύ, η μάνα μου μάζευε σε έναν μπόγο κάτι ρούχα, κι όλο έλεγε, “Αχ, Παναγίτσα μου! Παναγιά μου εσύ, βόηθα”. Βγαίνω πάλι στην αυλή, παίρνω το ψωμί, το φουρνίζω. Βγαίνει η μάνα μου με τον μπόγο στην πλάτη, με βλέπει, “Τι κάνεις εκεί, μαρή;” φωνάζει, “χαζάθηκες ντιπ για ντιπ;” “Βρε, μαμά, να μην πάει άδικο τόσο ψωμί, από το πρωί ζυμώνω”, της λέω. “Και ποιος θα το φάει το ψωμί με το κακό που μας βρήκε, μωρή αχμάκισσα;” μου κάνει εκείνη. “Ας το φάει η Εμινέ, καλέ μαμά”, της λέω. Η Εμινέ ήταν η Τουρκάλα η φιλενάδα μου, μένανε δυο σπίτια παρακάτω. Πολύ αγαπημένες ήμασταν, παραπάνω κι από αδελφούλες.

Μ’ αρπάζει η μάνα από το χέρι και τρέχουμε χάλα χάλα να προλάβουμε το κάρο που θα έφευγε από την πλατεία. Όπως περνάγαμε μπροστά από το σπίτι της, τη βλέπω στο παράθυρο να κλαίει και να μου κουνάει το χέρι. “Εκμέκ, Εμινέ”, της φωνάζω, εκμέκ είναι το ψωμί στα τούρκικα, σε μια ώρα θα έχει ψηθεί, να το βγάλεις μη καεί”. Κούνησε το κεφάλι της και τράβηξε την κουρτίνα, να μη τη δω που σπάραζε στο κλάμα. Έτσι την έχω από τότε στον νου μου, κι όποτε λέω μέσα μου Εμινέ” βλέπω μια κλειστή κουρτίνα στο μυαλό μου, κι από πίσω ξέρω ότι είναι η Εμινέ, και το σπιτάκι μας, και η Νίτσα η γάτα μας, και τα βραχάκια στον γιαλό που πήγαινα και μάζευα καβούρια να τα βράσει η μαμά μου να πιει το ούζο του ο μπαμπάκας μου, και όλα. Αλλά δεν θέλω να την τραβήξω αυτήν την κουρτίνα και να δω τι έχει από πίσω της γιατί πονάει το μέσα μου. 

Με τα χίλια ζόρια, φτάσαμε στη Σμύρνη. Ήτανε κι ο μπαμπάς μου εκεί, είχε κατέβει να πουλήσει τη σταφίδα, έμπορος ήτανε. Πήγαμε τον βρήκαμε, ξέραμε πού να τον βρούμε, μόλις την είχε πουλήσει τη σταφίδα κι είχε μπόλικο παρά στην τσέπη, αλλά δεν τον χάρηκε, όπως τον πήρε τον έδωκε. Πάει βρίσκει ένα εγγλέζικο βαπόρι που έφευγε για τη Σαλονίκη, πιάνει τον καπετάνιο, του δίνει τον παρά. “Φάιν, φάιν”, του λέει εκείνος και λάμψανε τα μάτια του άμα είδε τόσο χρήμα. Κι από τότε αυτό ήτανε το αστείο μεταξύ μας, όταν συνήλθαμε, δηλαδή, εδώ στη Σαλονίκη. Όταν ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι το λέγαμε, μεταξύ μας. Ας πούμε, έφερνε ο μπαμπάς τίποτα καλές σαρδέλες από το Καπάνι, τις έψηνε η μάνα μου, τις περίχυνε με μπόλικο λάδι και λεμόνι από πάνω, έκοβε κι ένα μάτσο μαϊντανό και τις στόλιζε από τριγύρω, έβαζε την πιατέλα στο τραπέζι, “φάιν, φάιν”, λέγαμε όλοι μαζί και γελάγαμε. Με τον πόνο μας γελάγαμε δηλαδή, με καταλαβαίνεις; 

Δεν θα σου πω τι είδανε τα μάτια μας μέχρι να φτάσουμε στη Σμύρνη και να ανεβούμε στο καράβι το εγγλέζικο. Αγριίλα μεγάλη. Μπορεί και να μη με πιστέψεις. Μπορεί να νομίσεις ότι τα βγάζω από το μυαλό μου. Μακάρι να ήταν έτσι. Ένα μονάχα θα σου πω: Ο άνθρωπος είναι το πιο μεγάλο θεριό του κόσμου όταν αγριέψει. Θηριώδες θηρίο. Μη βρεθεί στον δρόμο σου ποτέ σου εύχομαι.

Απ’ το λιμάνι στη Σαλονίκη μάς φορτώσανε αμέσως σε καμιόνια και μας αμολήσανε στην Καλαμαριά, κάτω στην παραλία. Μόλις κατέβηκε ο κόσμος, έσκυβε και φίλαγε την άμμο. Η προγιαγιά σου η Σεβαστή, η μαμά μου δηλαδή, είχε μαζί της ένα μαντήλι με μια χούφτα χώμα. Το λύνει το μαντήλι, χύνει το χώμα χάμω. “Για να πιάσουμε ρίζα εδώ”, είπε. Ήτανε χώμα που πρόλαβε και πήρε από την αυλή μας όταν φύγαμε κυνηγημένοι από τους Τούρκους. Ούτε που κατάλαβε το πώς έφυγε, τέτοια τρέλα. Αφού να φανταστείς, όταν ανεβήκαμε στο κάρο και ξεκινήσαμε να φύγουμε, το κάρο πέρασε μπροστά από το σπίτι μας, γιατί από κει πέρναγε ο δρόμος για τη Σμύρνη. Φωνάζει εκείνη, “Σταθείτε, καλέ, να κατέβω!” Δίνει μια, πηδάει από το κάρο, ανοίγει το πορτάκι της αυλής, παίρνει δυο χούφτες καλαμπόκι, πάει στο κοτέτσι, το ρίχνει στις κότες. “Για να τις βρούμε παχιές, μπρε, όταν γυρίσουμε”, λέει και ξανανεβαίνει. Έτσι νομίζανε όλοι. Πού να ξέρανε τι αστροπελέκι τους περιμένει, τι τσιβί γερό.

Που λες, κατεβαίνουμε από τα καμιόνια, Αύγουστος του ’22 ήτανε, από δω πηγαίνετε, μας λένε κάτι στρατιώτες. Είχε δυο ξύλινες παράγκες πάνω στην άμμο. Έξω από τη μία περιμένανε κάτι άντρες με ψαλίδια στα χέρια. “Κούρεμα!” μας φωνάζουνε. Τι κούρεμα; ρωτάμε εμείς, για να κουρευτούμε ήρθαμε ως εδώ; “Κούρεμα για τις ψείρες”, μας απαντάνε, “άντε, μπείτε στη γραμμή”. Να κλαίμε τα κορίτσια κι οι γυναίκες, να φωνάζουμε, “αχ πάνε οι κοτσίδες μου! τα μαλλάκια μου τα ωραία!” τίποτας αυτοί, δεν καταλαβαίνανε λέξη, γιόμισε από κοτσίδες το χώμα, λες κι έβγαλε μαλλί η άμμος, μας κουρέψανε όλες γουλί, σαν κολοκύθες μάς κάνανε, ντιπ μαλλί δεν αφήκανε. Μετά το κούρεμα, μας λένε, “μπείτε μέσα κι αφήστε τα ρούχα σας χάμω στο πάτωμα”. Μπαίνουμε στην παράγκα, βγάζουμε τα ρούχα, τα ακουμπάμε παραδίπλα, έξω από το παράθυρο, βλέπουμε έρχεται ένας τα μαζεύει. “Πού τα πας τα ρούχα μας, μωρέ;” του φωνάζουμε. “Στον κλίβανο, απολύμανση”, μας απαντάει, και τα πάει στη διπλανή την παράγκα. Έρχονται κάτι γυναίκες που δουλεύανε υπηρεσία εκεί, μας μοιράζουνε πράσινο σαπούνι, “τριφτείτε καλά”, μας λένε, κι αρχίζουν να μας περιλούζουν με κάτι κουβάδες με παγωμένο νερό. Μπλάβιασε το κρέας μας, σαν της μελιτζάνας τη φλοίδα έγινε. Να τουρτουρίζουμε εμείς, να χοροπηδάμε, ρίχναν αυτές αβέρτα με τους κουβάδες, να φύγουν οι ψείρες από πάνω μας, βλέπεις έβραζε η ψείρα τότες. Κάποια ώρα μάς φέρνουν πίσω τα ρούχα μας, καίγανε από τον κλίβανο, τα είχανε βάλει στο καυτό το νερό. Πάμε να τα βάλουμε πάνω μας, δεν μας χωράγανε με τίποτα. Είχανε σουρώσει από το καυτό το νερό, σα μωρουδίστικα είχανε γίνει ένα πράμα. Το ίδιο και τα παπούτσια, τόσα δα είχανε μαζέψει, ούτε τα δάχτυλα δεν χωράγανε να μπούνε μέσα. Ε, κάποτε ψευτοντυθήκαμε όπως όπως, βγαίνουμε έξω, σαν τα καρναβάλια. Αφού, να φανταστείς, ξεχάσαμε τον γκαϊλέ μας κι αρχίσαμε να γελάμε και να δείχνουμε κοροϊδιάρικα η μια την άλλη. Τα μούτρα μας κοροϊδεύαμε δηλαδή. Πιο παραπέρα είχανε στήσει κάτι αντίσκηνα στην άμμο, κι από τριγύρω αγκαθωτό συρματόπλεγμα και σκοποί με τα όπλα. “Σαράντα μέρες θα μείνετε εδώ”, μας λένε, “μη τυχόν και κουβαλάτε καμιάν αρρώστια πάνω σας”. Θέριζαν ο τύφος κι η ελονοσία τότε. Περάσαν οι σαράντα μέρες κάποτες, κι αρχινήσανε σιγά σιγά να βάζουνε τον κόσμο στους θαλάμους. Όταν ήρθε η σειρά μας,της οικογενείας μας, “εσείς δεν χωράτε”, μας λένε, “γιομίσανε οι θαλάμοι, εσάς θα σας κατεβάσουμε στη Σαλονίκη να μείνετε”. Ου μια χαρά που κάναμε εμείς, λες και μας είπανε θα μας πάνε στην Ελβετία για παραθέριση, τέτοια χαρά.

Μας βάζουνε σε κάτι καμιόνια, μας κατεβάζουνε στην πόλη. Χαζεύαμε εμείς στον δρόμο τις βιλάρες με τους κήπους στη Λεωφόρο των Εξοχών όπως τη λέγανε, τη Βασιλίσσης Όλγας τη σημερινή. Λέμε σε καμιά τέτοια θα μας βάλουν, καλά που γλιτώσαμε από τους θαλάμους.

Και πάμε και πάμε και πάμε και τις προσπερνάμε τις βιλάρες και το καμιόνι να μη σταματάει σε καμιά τους ώσπου έστριψε κατά πάνω, κατά κει που είναι η Έκθεση σήμερα, και μας κατεβάζουνε μπροστά σε κάτι παράγκες της συμφοράς και μας λένε μπείτε μέσα. Κοιταχτήκαμε εμείς, πού να μπούμε μέσα εκεί; που τα κοτέτσια που είχαμε αφήσει πίσω στα σπίτια μας πιο κιμπάρικα ήτανε. Τέλος πάντων, να μη σου τα πολυλέω γιαβρί μου, κι έχεις και να διαβάσεις για το σχολείο, και μπήκαμε, και ζήσαμε εκεί, και γεννήσαμε παιδιά μέσα εκεί, και κλάψαμε τους αποθαμένους μας μέσα εκεί, κι όλα τα κάναμε εκεί, όλα τα αντέξαμε. Σε κάθε καρδιά ζει κι από ένα λιοντάρι, έλεγε η γιαγιά μου, κι όταν βρει τα ζόρια βγάζει τα νύχια του και προχωράει μπροστά. Άντε, κοκόνα μου, ψήσε μου ένα καφέ τώρα που τον ψήνεις και ωραία εσύ, μού είπε μετά και βγήκε στην αυλή να χαζέψει τη θάλασσα, αλλά πού η θάλασσα; τσιμέντο και μπετά είχε γίνει η θάλασσα. Ήταν ο καιρός που είχανε αρχινίσει να χτίζουνε τα κτίρια του Πανεπιστημίου και μας την είχανε κόψει τη θέα. Σου είπα, στην πρώτη του Δημοτικού πήγαινα και θυμάμαι τη μάνα μου που έλεγε: για σένα τα χτίζουνε, καλέ, τούτα τα παλάτια, κοίτα να διαβάζεις γερά, αρνί μου, να μπεις μια μέρα σε κανένα από αυτά να σπουδάσεις, να σε καμαρώσω φοιτήτρια. Και τον ήπιε τον καφέ της η γιαγιάκα μου και τον ευχαριστήθηκε και μετά πέθανε. Μετά από κάνα δυο μήνες πέθανε. Στην καρέκλα τη βρήκε η μάνα μου να κάθεται, με μια κότα να της τσιμπολογάει την παντόφλα. Να, με αυτό το καλό της το φόρεμα τη θάψαμε, που φοράει και στη φωτογραφία εδώ, τη βλέπεις; Είναι η φωτογραφία που βγήκαμε όλη η οικογένεια μαζί για να την κολλήσουμε στην αίτηση για να μας δώσουνε το ανταλλάξιμο το οικόπεδο εδώ στη Νέα Κρήνη και κάτι λεφτάκια αποζημίωση. Ήτανε ο καιρός που είχανε αρχίσει να τον ξεπατώνουνε τον συνοικισμό μας της Αγίας Φωτεινής και τους περισσότερους τους φέρνανε εδώ, που μη νομίζεις, χωράφια και λασπουριά ήτανε ακόμα τριγύρω. Ε, και το χτίσανε το σπιτάκι οι δικοί μου, σ’ αυτό αρραβωνιάστηκα εγώ, ώσπου γύρω στα τέλη του εβδομήντα αρχές ογδόντα το πουλήσανε σ’ έναν εργολάβο, πήρε και το διπλανό αυτός, τα ένωσε κι έχτισε αυτήν την οικοδομή που μένουμε τώρα και μας έδωσε αυτό το διαμέρισμα για αντιπαροχή.

Με ρωτάς τι θυμάμαι από την Αγία Φωτεινή, ε; Τα πάντα και τίποτα, σου απαντάω. Έτσι τα ’χω όλα στο μυαλό μου μέσα από τα παιδικά μου τα χρόνια που έζησα εκεί. Ένα κουβάρι μπερδεμένο είναι που άμα βρω μια άκρια του και την τραβήξω τότε αρχινά και ξετυλίγεται. Να, ας πούμε το ποδήλατο. Πηγαίναμε και νοικιάζαμε από τον κυρ Μανούκ τον Αρμένο που είχε ποδηλατάδικο κατά Κονίτσης μεριά. Μια δραχμή την ώρα το έδινε. Συνέφερνε να το πάρεις με την ώρα γιατί για ένα τέταρτο το έδινε για μισή δραχμή, δυο φορές πάνω δηλαδή. Οπότε εμείς τι κάναμε; Μαζευόμασταν δύο, πήγαινε η μια το νοίκιαζε για μιαν ώρα κι ύστερα το μοιραζόμασταν από μισή ώρα η καθεμιά και μας έβγαινε μισή δραχμή το μισάωρο. Καλά δεν το σκεφτόμασταν; Το Πάσχα μάς το έδινε για ένα κόκκινο αυγό το ένα τέταρτο της ώρας. Ήτανε ακριβά τα αυγά τότε, μη νομίζεις, όχι σα τώρα που σου πέφτει χάμω και σπάει και σημασία δεν δίνεις. Ήτανε σοβαρή υπόθεση το αυγό τότες. Κι ανέβαινα, που λες, στο ποδήλατο, και γύρναγα στις αλάνες και στους χωμάτινους τους δρόμους, μέχρι τις Σαράντα τις Εκκλησιές ανέβαινα, από την πίσω τη μεριά, από εκεί που είναι η ΔΕΗ τώρα, και χάζευα τις οικοδομές που είχανε χτιστεί κι έπαιρνα φόρα και κατέβαινα σφαίρα τη μεγάλη την κατηφόρα που βγάζει στο νεκροταφείο της Βαγγελίστρας κι από κει χωνόμουνα πάλι μέσα στον συνοικισμό ίσαμε το ΑΧΕΠΑ κι έκανα τον κύκλο και ξαναέβγαινα στην Κονίτσης να πάω να το δώσω το ποδήλατο στην φιλενάδα μου να κάνει κι εκείνη. Τώρα, το τι βλέπανε τα μάτια μου, τι άκουγα, τι μύριζα όσο πέρναγα μέσα από τον συνοικισμό μας, μη μου τα ρωτάς, είναι δικά πράματα αυτά και μαζί μου θα τα πάρω, είναι τα χρόνια μου που ήμουνα παιδί, είναι τα μυστικά μου αυτά, ήσουνα κάποτε παιδί κι εσύ και με νιώθεις, δεν ήσουνα; αν και σε βλέπω να μην ήσουνα και πολύ, αλλά δεν μπορεί, με νιώθεις τώρα, δεν φανερώνονται αυτά τα πράγματα, μαζί μου θα τα πάρω στο χώμα, όπως τα πήρε κι η γιαγιά μου στο χώμα κι εκείνη. “Αχ, πάνε τα μπερεκέτια μας στη Σμύρνη”, αναστέναζε όταν έβγαινε στην αυλή και κοίταζε τη γειτονιά γύρω της. “Ποια μπερεκέτια, βρε γιαγιάκα;” τη ρώταγα εγώ. “Ποια μπερεκέτια; τι να σου λέω τώρα…” αναστέναζε πάλι και σώπαινε κοιτάζοντας τις κότες να τσιμπολογιούνται και να ξεπουπουλιάζονται. Ούτε που μου είπε ποτέ για τη ζωή της στη Σμύρνη, τα πήρε όλα μαζί της στο χώμα. Ποιο χώμα; Λίγο παραπέρα από εκεί που χτίσανε μετά το Καυταντζόγλειο, αυτό το χώμα. Εκεί ήτανε το νεκροταφείο μας. Μόνο το εκκλησάκι του Αγίου Νέστορα έχει μείνει τώρα, ίσα που προλάβαμε και ξεχώσαμε τα κόκκαλα της γιαγιάκας μου, τρία χρόνια πεθαμένη, και τα πήγαμε στο χωνευτήρι της Βαγγελίστρας, στο νεκροταφείο εκεί. Και μαζί με το νεκροταφείο που το ξεπατώσανε, σκάβανε εκείνο τον καιρό να χτίσουνε παραδίπλα το Καυταντζόγλειο, στα τέλη του πενήντα ήτανε, και πάω μια μέρα να χαζέψω και τι να δω; μαζί με τα χώματα οι φαγάνες ξεχώνανε και κάτι κόκκαλα και κάτι κρανία και τα αδειάζανε όλα μαζί στα φορτηγά που περιμένανε παραπέρα. Μετά ακούστηκε στη γειτονιά ότι ήτανε κόκκαλα από εχτελεσμένους από τους φασίστες τους ταγματαλήτες που παίρναν τον κοσμάκη και τον εχτελούσανε νυχτιάτικα εκεί γιατί ήτανε τότες απόμερα και δεν τους έπαιρνε κανείς χαμπάρι και τους φυτεύανε στη μαύρη γης στα μουλωχτά. Και πηγαίνανε, που λες, τα φορτηγά και τα ρίχνανε τα χώματα μαζί με τα κόκκαλα κάτω στην παραλία για να τη μπαζώσουνε να κάνουν την επέκταση, εκεί που φτιάσανε το καινούργιο το πάρκο με τις λιμνούλες και τα νούφαρα. Εκεί από κάτω είναι τώρα τα κοκκαλάκια του καημένου του κοσμάκη που τους φάγανε λάχανο, γι’ αυτό κι ούτε πάτησα ποτέ στην παραλία κι ούτε που πρόκειται να πατήσω το ποδάρι μου ποτές μου.

Έτσι που λες, θα τα πάρω κι εγώ μαζί μου στο χώμα εκείνα τα χρόνια στον συνοικισμό, τα χρόνια τα φάιν, τα πολύ φάιν. Δεν λέω, καλά είμαστε κι εδώ, με το ζεστό μας το νερό, με τους θερμοσίφωνές μας, με τη βεράντα μας, με τις τέντες μας, με τ’ απ’ όλα μας. Αλλά, πώς να σ’ το εξηγήσω, δεν εξηγιέται αυτό το πράμα, νιώθω σαν την ξεριζωμένη μέσα σε τούτα τα ντουβάρια, και τώρα που μου δείχνεις αυτές τις φωτογραφίες με τα γκρεμίδια είναι λες και με ξεριζώνεις άλλη μία φορά από τα χρόνια εκείνα, σαν προσφυγιά ένα πράμα θαρρείς. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, πάρ’ τες από μπροστά μου, δεν είναι καθόλου, μα καθόλου φάιν».

Διαβάστε επίσης

Αυτόπτης μάρτυς των χιλίων προσώπων της Θεσσαλονίκης
Περιμένει μαζί με τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης την αναγέννηση εδώ και 18 χρόνια
Ο Γιώργος Παπαδημητρίου επιλέγει αγαπημένα αναγνώσματα για την πόλη
Η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη βελτιώνεται αλλά οι προκλήσεις για τα άτομα με αναπηρία παραμένουν