Ξεκίνημα με το βαρύ πυροβολικό για λόγους σχεδόν αξιωματικούς. Από μικρό παιδί, όταν είχα πρωτοδιαβάσει τους στίχους στο σχολείο, η οδός Αιγύπτου (στα Λαδάδικα) με την οποία ξεκινά το ποιήμα (Στην οδό Αιγύπτου —πρώτη πάροδος δεξιά— / Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών) είχε λάβει διαστάσεις μεταφυσικές στο μυαλό μου. Ήταν εκείνος ο καταραμένος τόπος όπου τα παιδιά έχουν χάσει μια για πάντα την παιδικότητά τους: «Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε / Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται / Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε / Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες· Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες».
Ο τίτλος παραπέμπει συνειρμικά στον Καβάφη, αποπνέοντας όμως μια πικρή αντιπαραβολή: στις πνιγηρές ημέρες της Χούντας, κανενός η τέχνη δεν μπορούν να είναι ηδονική ή ονειροπόλα. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στα περίφημα «Δεκαοκτώ κείμενα», την πρώτη συλλογική και συγκροτημένη πράξη αντίστασης των πνευματικών ανθρώπων της χώρας απέναντι στη στρατιωτική δικτατορία.
Στην πρώτη ποιητική συλλογή της σπουδαίας του καριέρας, ο Γιώργος Βαφόπουλος, ποιητής ελεγειακός και μυστικιστικός, απευθύνει ερωτική επιστολή στην πόλη που λάτρεψε: «Όταν, καμιά φορά, την τελευταίαν αυγή αντικρίσεις / κι έξω απ’ τη θύρα σου, μ’ απογοήτεψη και φρίκη / τον κρότο των συντριβομένων σου πλανών ακούσεις / κι ούτε καιρός γι’ άσκοπες μεταμέλειες θα σου μένει / στ’ άτονα βλέφαρά σου, που θα τα βαραίνει η οδύνη / προσπάθησε μ’ αγάπη, με στοργή να περικλείσεις / το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης, που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος».
Άλμα στον χρόνο και σχήμα κύκλου, με ένα ποίημα από την ύστατη συλλογή της ποιητικής του σταδιοδρομίας, με τον ενδεικτικό τίτλο «Το τέλος». Το 1978, σε μια πτήση με αφετηρία την Αθήνα και προορισμό τη Βουδαπέστη, ο Γιώργος Βαφόπουλος αντικρίζει από ψηλά τη Θεσσαλονίκη, που ακόμη γλείφει τις πληγές της από τον καταστροφικό σεισμό της ίδιας χρονιάς. Και μας γδέρνει την καρδιά: «Κι ακούεται η βραχνή φωνή του μεγαφώνου: / “Περνούμε πάνω απ’ τη Θεσσαλονίκη”. / Ο παλμός της καρδιάς σταματά. Τα μάτια κλείνουν. / Το πνεύμα από του νόστου το άλγος κατακλύζεται. / Κι όταν τα βλέφαρα ανασύρονται απ’ το βλέμμα, / στην ανταύγεια του τρομαγμένου φεγγαριού, / ακίνητο της πολιτείας το σώμα φαίνεται, / με τα εγκελάδια τραύματά του, δίχως / ούτε ένα φως να υπόσχεται κάποιαν ελπίδα. / Είναι λοιπόν, νεκρή η Θεσσαλονίκη;».
Ο ομοερωτισμός φωλιάζει στην καρδιά της της ποίησής του Ντίνου Χριστιανόπουλου άλλοτε ως παιγνιώδης ειρωνεία κι άλλοτε ως σωματοποιημένο σαράκι. Μιλώντας για την άρρητη επίγνωση της ομοφυλοφιλίας στα νεανικά του χρόνια, ο Χριστιανόπουλος χρησιμοποιούσε μια αληθινά πανέμορφη φράση: «Η επιθυμία που δεν τολμά να πει τ’ όνομά της». Και αυτή η επιθυμία, στριμωγμένη από την ηθικοπλαστική λαίλαπα της εποχής, εκδηλώνεται πάντα σε μορφές αντιθετικών διπόλων: έλξη-απώθηση, δημόσια φανέρωση-ιδιωτική απόσυρση, καμάρι-ντροπή.
Στο ποιήμα «Εγνατία», ο Χριστιανόπουλος σκιαγραφεί μια ολόκληρη συνθήκη κοινωνικής ανθρωπογεωγραφίας με τα πιο ταπεινά και ελάχιστα υλικά. «Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία με τα κεσάτια της / Δε μυρμηγκιάζει πια η ομορφιά στα παραβαρδάρια – / κάτι έχει αλλάξει, αρχίσαμε κι εδώ τα καμώματα της Αθήνας, / όσοι δε φεύγουν για τη Γερμανία ακριβοπληρώνονται, ανέβηκαν πολύ οι ταρίφες, / πού ο καιρός που τριγυρνούσαμε χωρίς λεφτά, κάνοντας κιόλας και τον δύσκολο. / Πρέπει να βρω μια άλλη Εγνατία».
Στο αληθινά σπαρακτικό «Βαρδάρι: Ιλίου Πέρσις», που έχει μελοποιηθεί από τον Γιάννη Αγγελάκα, ο Χριστιανόπουλος συνυφαίνει ευφάνταστα την αρχαία μυθική Τροία (Ίλιον) με τον ομώνυμο κινηματογράφο για ενήλικες, στην αρχή της οδού Λαγκαδά, ο οποίος κατεδαφίστηκε λόγω έργων διαπλάτυνσης. Και αναπολεί μια εποχή υφέρποντος κινδύνου και λάγνας κρυψίνοιας: «Χρόνια στημένος έξω από το “Ίλιον”, μαζί με άλλους ομοιοπαθείς, / διόλου απίθανο που άρχισα να νιώθω ετούτο το άθλιο σινεμά σαν την πρωτεύουσα της Τροίας, / και το επικίνδυνο Βαρδάρι σαν το στρατόπεδο των Αχαιών / […] Δε φανταζόμουν τι ερήμωση θα ’ρχόταν μέσα σε λίγα χρόνια. / Κι όμως, σαν την Τροία, ρήμαξε το Βαρδάρι μας. / Τώρα κανένας δεν δέρνει ούτε σκυλεύει. Φώτα και τουρίστες. / Μόνο τα γκρεμισμένα κάστρα έμειναν, πάθη μιας άλλης εποχής για να θυμίζουν».
Ο Γιώργος Ιωάννου μπορεί να έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς πεζογράφους των ελληνικών γραμμάτων, δεν θα πρέπει όμως να λησμονούμε ότι μας συστήθηκε αρχικά ως ποιητής, ιδιότητα στην οποία ποτέ δεν έπαψε να προστρέχει ακόμη και όταν είχε πλέον δοθεί ολόψυχα στην πεζογραφία. Η βαθιά εξομολογητική διάθεση, το χαμηλόφωνο εγκώμιο της αδιόρατης καθημερινότητας, η εξονυχιστική παρατηρητικότητα των αθέατων όψεων της πόλης, όλα τους γνωρίσματα της κατοπινής διαδρομής του Ιωάννου, κάνουν ήδη την εμφάνισή τους στις ποιητικές του δουλειές.
Στην πρώτη του συλλογή, ένα ποίημα σαν ανολοκλήρωτος θρήνος που επιμένει σαν σκουριά που δεν λέει να βγει, μας υπενθυμίζει το ορθάνοιχτο τραύμα του αφανισμού της εβραϊκής κοινότητας της πόλης από το ναζιστικό θηρίο. «Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας, “λες να ΄ναι αυτοί επιτέλους;” σκέφτομαι, / κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια. / Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ στην αίθουσα αναμονής το τρένο απ’ την Κρακόβια θα περιμένω. / Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατεβούν ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια / “αργήσατε τόσο να μου γράψετε” θα κάνω δήθεν αδιάφορα».
Πνεύμα πολυσύνθετο και δαιδαλώδες, ικανό να ενσωματώσει αρμονικά την αντίφαση ανάμεσα στην κοσμικότητα και την ευλαβική θρησκευτικότητα, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης υπήρξε μία από τις πιο γοητευτικές (και sui generis) προσωπικότητες όχι μόνο της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης αλλά και της ελληνικής γραμματείας γενικότερα. Πεζογράφος, ποιητής, ζωγράφος και κριτικός, ο φαρμακοποιός στο επάγγελμα Πεντζίκης (το φαρμακείο του οποίου στην Εγνατία υπήρξε λίκνο συνάθροισης των σπουδαίων καλλιτεχνικών μυαλών της Θεσσαλονίκης) είχε ως σήμα κατατεθέν της γραφής του μια πολυδαίδαλη συνειρμική ροή, η οποία έβρισκε το κλειδί για να τρυπώσει στα πιο δυσεπίλυτα αινίγματα πίστης και εσωτερικότητας.
Στο ποίημα «Τοπογραφία», το πάρκο στο τέρμα της Αριστοτέλους, ακριβώς πάνω από το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο και ακριβώς κάτω από τον Άγιο Δημήτριο, μοιάζει να ξεπροβάλλει από την μεγαλειώδη ομίχλη μιας αλλοτινής εποχής: «Ψηλότερ’ απ’ τα σπίτια που κρύβ’ η ομίχλη, / στο άνω της πλατείας με τους πολλούς ναούς, / (που σώζονται περίβλεπτοι ή κάηκαν, και περισώθηκαν μόνο ως ονόματα) / στα μισά σχεδόν του λόφου όπ’ ανέβαιν’ η πόλη, / περίπου εις το ύψος του Κέντρου των εργατών, / σιμά εις τον μέγα του Πολιούχου Ναό, / αγνάντια στις κούνιες όπου διασκεδάζουν τα παιδιά».
Παρότι γεννημένος στη Σάμο και σπουδαγμένος στην Αθήνα, ο πολυγραφότατος, πολυβραβευμένος και πολυσυλλεκτικός (θεατρικός συγγραφέας, μεταφραστής, στιχουργός και δοκιμιογράφος πέρα από ποιητής) Γιώργος Θέμελης συνδέθηκε μια για πάντα με τη Θεσσαλονίκη, στην οποία ήρθε για μόνιμη εγκατάσταση λίγο πριν την ηλικία των 30 ετών. Έχοντας συμμετάσχει ενεργά σε δύο σπουδαία λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης («Μακεδονικές Ημέρες» δίπλα στους Γιώργο Βαφόπουλο και Τάκη Βαρβιτσιώτη και «Κοχλίας» πλάι στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη), ο Θέμελης αλλάζει ξαφνικά ρότα στην ποιητική του πορεία μέσα από τη συλλογή «Συνομιλίες», αφήνοντας πίσω του τη λυρική εικονοπλασία και υιοθετώντας ένα πιο λιτό και μινιμαλιστικό ύφος.
Στην ίδια συλλογή συναντούμε ένα μαγευτικό τρίπτυχο ποιημάτων, όπου ο Θέμελης ψηλαφεί τον υποδόριο και ανεξήγητο εκείνο δεσμό που συνενώνει τόπους και ανθρώπους, υφαίνοντας ένα κοινό νήμα που ξεκινά από το «Τοπίο», (Πολιτεία καταχωμένη σε συσσωρεύσεις / Πολιτεία διάφωτη σα μες στη νύχτα, / Μεταφυσική, ανυπόστατη, αμφιβολία), περνά στο «Μεσονύκτιο» (Εκεί κατά το Τελωνείο, στην άκρη του λιμανιού / Καθίσματα οικτρά, υπολείμματα λεηλασίας, / […] Μπορεί κανείς να δραπετεύει αθόρυβα / Αφήνοντας την ψυχή του σ’ ένα τραπέζι: / Να σκύβει και να σιωπά – να πίνει και να καπνίζει) και καταλήγει στο «Μεταμεσονύκτιο» (Η Θεσσαλονίκη μπαίνει στο σώμα της / Η Θεσσαλονίκη σβήνει το βλέμμα της, απογυμνώνεται / Πιο από μέσα φωτεινή από τη φωτισμένη μέρα).
Η αδερφή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, ενώ ο διάσημος αδερφός της υπήρξε ο βενιαμίν της φαμίλιας και το μόνο αγόρι) υπήρξε η πρώτη γυναίκα που αναγορεύτηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ δίπλα στο ποιητικό της έργο αξίζει να γίνει μια ειδική μνεία στην εξαιρετική μεταφραστική απόδοση των ποιημάτων του Τ.Σ. Έλιοτ στην ελληνική. Το μεταφυσικό στοιχείο, η υπαρξιακή αγωνία, η μυθική διάσταση των ιστορικών γεγονότων, αλλά και η υποβόσκουσα ιδιαιτερότητα της γυναικείας ματιάς χαρακτηρίζουν το έργο μιας ποιήτριας που δεν μπορεί να νοηθεί ξέχωρα από την ονειρώδη περιπλάνησή της στα τοπόσημα και ορόσημα της Θεσσαλονίκης.
Στο ποίημα «Η στενή πύλη», η αγαπημένη Καμάρα λειτουργεί ως βατήρας για μια νοσταλγική περιπλάνηση στον βιωματικό χωροχρόνο: «Μνήμη αχνή, παιδική, όταν η αψίδα του Γαλερίου / με τα τριμμένα, γεμάτα σκόνη ανάγλυφα, / κατείχε το χώρο, επιβλητική / και σ’ αυτή γύρω, συγκεντρωμένα τα μικρομάγαζα και τα πιο μεγάλα καταστήματα, κάπως καινούργια, τότε – / τα μεγάλα σπίτια με τις κλεισμένες, αρχοντικές αυλές και τα μικρότερα, όλα τριγύρω στην Καμάρα. / […] Νοσταλγία. Πώς αισθανόσουν, τότε, τον εαυτό σου, μέσα στην πόλη σου! / Βεβαιότητα για τα γνωστά, στέρεα πλαίσια. / – Σχεδόν τίποτα, δεν έχει απομείνει απ’ την παλιά Θεσσαλονίκη».
Ο Μάρκος Μέσκος, γεννημένος στην Έδεσσα (στα αγαπημένα του Βοδενά, όπως έλεγε ο ίδιος) και έχοντας ζήσει για κάποια χρόνια στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη σε ηλικία 46 ετών, όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, κερδίζοντας δικαιωματικά περίοπτη θέση στην ντόπια λογοτεχνική αφρόκρεμα. Η αιωνίως ατελής επούλωση των πληγών της Κατοχής, μια συνεχής φυσική ορμή προς την αντίσταση, η ιερότητα της φύσης, καθώς και η αλλόκοσμη παρείσφρηση παραδοσιακών δοξασιών και θρύλων στη ζωή των ανθρώπων, είναι ορισμένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίηση του Μάρκου Μέσκου, ένα μείγμα αφαιρετικότητας και αισθαντικότητας.
Σε τρία ποιήματα της συλλογής «Στον ίσκιο της Γης», τιτλοφορημένα με αύξοντες λατινικούς αριθμούς, ο Μάρκος Μέσκος διαπλέκει ιστορικά συμβάντα, πρόσωπα και τραύματα της πόλης (από την επιστροφή του αποδεκατισμένου στρατού της Μικρασιατικής Καταστροφής και τον Αβραάμ Μπεναρόγια, ιδρυτή της Federacion, μέχρι τον εκτοπισμό των Εβραίων) με τη γλυκιά νοσταλγία ευτυχισμένων ημερών:
«Του Σαγγαρίου οι μαχητές αποδεκατισμένοι μα πονηροί / φίλησαν το χέρι της καβουρομάνας Σαλονίκης […] έτσι μιλώ απʼ τη χαραυγή για το μπουκέτο εκείνο στο μεθυσμένο το μυαλό του ασίκη Αβραάμ Μπεναρόγια! (από το ποίημα «V») […] Ζωντανοί νεκροί το χάραμα για τη Σαλονίκη πίσω / μελαγχολικό τραγούδι απʼ τα παλιά λησμονημένο / τα Ντεπώ και τα Κουλέ Καφέ με αεράκι ξένο / και σημερινό —τί λες;— λέω πάλι νʼ αγαπήσω… (από το ποίημα «VI») […] Πλατεία Ελευθερίας, πλατεία σύναξης των Εβραίων / Πλατεία των καϊκιών είναι το λιμάνι / που συνωστίζονται κατάρτια κι άλμπουρα και ιστοί / ώρα δειλινού και σούρουπο μουντό / να δούνε κινηματογράφο με χρώματα εξαίσια / κατά τον Όλυμπο και τις ακτές της Κατερίνης. / Ο καλύτερος μου φίλος θα με προδώσει» (από το ποίημα «VI»).
Φωνή και προσωπικότητα φύσει και θέσει μοναχική, ανένταχτη και ακατάτακτη, αλλά συνάμα ένας δημιουργός πρόθυμος και μαεστρικά επιδέξιος ώστε να ενσωματώσει αμέτρητες αναφορές στο έργο του (ιδίως από την ξένη μουσική και λογοτεχνία), ο Αλέξης Τραϊανός υπήρξε μια περίπτωση αληθινά μοναδική. Αυτόχειρας μόλις στα 36 του χρόνια (έχοντας μάλιστα πρωτύτερα στο ενεργητικό του ήδη τρεις αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας), ο Τραϊανός γίνεται εκφραστής ενός ολόφρεσκου μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση, αφήνοντας μια λαμπρή υπόσχεση που έμελλε να μείνει ανεκπλήρωτη.
Στο ποίημα «Θεσσαλονίκη Μνήμη 1949», που κλείνει φανερά το μάτι στον Μανόλη Αναγνωστάκη και στο πρώτο ποίημα της δικής μας λίστας, ο Τραϊανός περιπλανιέται στο αγαπημένο του Ντεπώ, παραδομένος στο αγιάζι του έρωτα, που στην περίπτωσή του δεν μπορεί παρά να αγγίζει τις κορυφές και τους γκρεμούς ενός amour fou: «Είχε κλειστεί στο πρόσωπό του / Στους ώμους της βροχής σα ριγμένο παλτό περπάτησε / Εκεί που τέλειωναν τα τραμ στην Αποθήκη της καρδιάς».
Περίπου 25 χρόνια μετά την αυτοκτονία του Τραϊανού, ο Γιώργος Βέης τού απευθύνει έναν σπαραξικάρδιο φόρο τιμής στο ποίημα «Ο Αλέξης Τραϊανός στο τηλέφωνο»: «Έλα στο σπίτι να γράψουμε τρελά ποιήματα, / Θυμάμαι που μού το ‘λέγες τόσες φορές / Και σ’ άκουγα στο βάθος της πολυκατοικίας / Οδός Βασιλίσσης Όλγας 118 […] Δε θα βρέξει καθόλου εφέτος, στ’ ορκίζομαι Αλέξη, / Δε θα λιώσουν πότε τα χέρια σου και τα ποιήματά σου, / Νόμιζα ότι σε είδα χτες στο δρόμο, / Ότι μου έκανες τάχα έκπλήξη / Κι έψαχνες να με βρεις στην πόλη / Φώναξα, τράβήξα κάποιον απ’ τον ώμο / Γύρισε και με κοίταξε ένα μελαχρινό αγόρι / Είχε τα μάτια σου».
Ο έτερος μεγάλος ερωτικός ποιητής της Θεσσαλονίκης, πλάι στον Ντίνο Χριστιανόπουλο, βασανισμένος από οικονομική δυσπραγία παρά τη μεγαλοαστική καταγωγή του, αλλά και από την κατακραυγή των κύκλων της (υποτιθέμενα) καλής κοινωνίας για την ομοφυλοφιλία του. Ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, με τις λέξεις σαν κοφτερό χάδι, αποτύπωσε όσο ελάχιστοι στην ελληνική ποίηση την ψυχική απομόνωση, τον ατελέσφορο έρωτα και την υπαρξιακή μοναξιά που πάει πακέτο με την υπέρμετρη ευαισθησία (το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου με τίτλο «Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» είναι κατά κάποιον τρόπο απαραίτητο συμπλήρωμα στην ιχνηλάτηση μιας πορείας που κατέληξε σε ένα τέλος εξίσου ακοκομμένο και μονήρες με τη ζωή του).
Στην ποίηση του Ασλάνογλου, η γενέθλια πόλη γίνεται συναισθηματικός καμβάς ενός πορτρέτου στο οποίο όλες οι σημαδούρες του αστικού τοπίου —νυχτερινοί δρόμοι, φανοστάτες, καφενεία, κινηματογράφοι, καπηλειά, επιβατικοί σταθμοί, μέσα μεταφοράς, εργοστάσια, οι μηχανές και ο θόρυβός τους, οικοδομές και πολυκατοικίες, η ομίχλη της παραλίας— μεταμορφώνονται σε μνημεία ονειροπόλησης και πόνου, πρόσκαιρης ελπίδας και κυλιόμενης ματαίωσης. Σταθερό σημείο αναφοράς και κέντρο βάρους η Θεσσαλονίκη, χειροπιαστή και απατηλή την ίδια ακριβώς στιγμή:
«Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα / μες στο μισόφωτο αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται / και ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας (από το ποίημα «Αεροδρόμιο Μίκρας») […] Εσύ σπασμένο τζάμι ή κρύσταλλο θαμπό / στη θάλασσα ή προς τους λασπωμένους λόφους δυτικά της πόλης / Θα φύγεις μέσ’ απ’ τα σωριασμένα φύλλα των συνοικισμών για τον νυχτερινό σταθμό (από το ποίημα «Προσταγή») […] Σ’ αυτή τη θάλασσα έχω ξανάρθει παιδί. Γυρίζω έρημος / ένα ποίημα προσμένω νεκρό / θα ’ναι δικό σου (από το ποίημα «Πένθιμο τραγούδι της Επανομής») […] Τον βρήκα με τα παραθυρόφυλλα κλειστά σ’ ένα μικρό διαμέρισμα προς την Καλαμαριά, όχι μακριά από τη θάλασσα, όπου ετοιμαζόταν σιγά σιγά να πεθάνει / […] Το πρόσωπό του αδιάφορο —ούτε ηρωισμός, ούτε αντίσταση—, ανέμελη αισιοδοξία για μια ζωή χωρίς εκπλήξεις μήτε έκσταση / “γιατί αυτό μόνο υπάρχει πάνω σε τούτη τη γη”».