Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος στην πλατεία Βαρδαρίου το 1992. Πίσω του η οδός Εγνατία, στην οποία αφιέρωσε αρκετά ποιήματα και τραγούδια του.
Ο Γιώργος Ιωάννου και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι οι κατ’ εξοχήν λογοτέχνες του μικρόκοσμου και της ηθογραφίας της Θεσσαλονίκης. Στα δε τραγούδια τους αποτύπωσαν μια Θεσσαλονίκη ερωτική, παλλόμενη, ζωντανή, προβάλλοντας τα τοπωνύμια και τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν το ιδιαίτερο σώμα της, τον μύθο της πόλης.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Τεύχος 73 (Σεπτέμβριος 2020) της έντυπης έκδοσης του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
Αποκτήστε τη δική σας συνδρομή εδώ: https://www.culturalsociety.gr/eshop/
Αρχίζουμε με τον Γιώργο Ιωάννου. Ο μεγάλος πεζογράφος της Θεσσαλονίκης έγραψε ελάχιστα ποιήματα και τραγούδια, κι από αυτά μελοποιήθηκαν λίγα. Η πιο σημαντική, η μοναδική, μουσική συλλογή είναι το Κέντρο Διερχομένων, που μελοποίησε ο Νίκος Μαμαγκάκης.
Ο τίτλος του έργου είναι από το ομώνυμο τραγούδι του Ιωάννου Κέντρο Διερχομένων. Έτσι λεγόταν η στρατιωτική εγκατάσταση κάθε μεγάλης πόλης όπου διανυκτέρευαν διερχόμενοι στρατιώτες που πήγαιναν κατά τις μεταθέσεις τους από μια στρατιωτική μονάδα σε άλλη. Συνήθως, το κέντρο διερχομένων βρισκόταν κοντά σε λιμάνια και σε σιδηροδρομικούς σταθμούς για την καλύτερη εξυπηρέτηση των μετακινούμενων φαντάρων. Έτσι και το Κέντρο Διερχομένων Θεσσαλονίκης βρισκόταν δίπλα στο λιμάνι και απέναντι από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, στην οδό 26ης Οκτωβρίου.
Στεγαζόταν στο εγκαταλειμμένο σήμερα στρατόπεδο Μυστακίδη, που διατηρεί την πινακίδα πάνω από την ερμητικά κλειστή είσοδό του. Το όνομα του Κέντρου Διερχομένων διασώζεται και στην παρακείμενη επί της οδού 26ης Οκτωβρίου στάση της αστικής συγκοινωνίας. Σήμερα το Κέντρο Διερχομένων της Θεσσαλονίκης στεγάζεται σε κτήριο του παλιού στρατοπέδου Παύλου Μελά στη Σταυρούπολη.
Το μέρος όπου βρισκόταν επί δεκαετίες το Κέντρο Διερχομένων είναι ένας ιστορικός χώρος, κι αυτόν περιγράφει με αδρές αναφορές ο Γιώργος Ιωάννου στο ομώνυμο τραγούδι του, το οποίο μελοποίησε το 1982 ο συνθέτης Νίκος Μαμαγκάκης.
Δίπλα το λιμάνι, πίσω τα σφαγεία
πέρα στην πλατεία, άδεια καφενεία.
Όλη μέρα μπρος μου ο σταθμός των τραίνων
άλφα-μι στην πύλη κέντρο διερχομένων.
Φουλ λεωφορεία φεύγουν μες στη σκόνη
πίσω μας καράβια, «ελευθέρα ζώνη».
Πάμε για καφέδες, πέρα στη Ραμόνα
έχω να λαβαίνω από μια πατρόνα.
Άφησε τα φώτα, κρύψου στο σκοτάδι
ξέχασε τα πάντα όπως χτες το βράδυ.
Ο Αλφαμίτης, ο φρουρός της Αστυνομίας Μονάδας, με το περιβραχιόνιο που φέρει τα γράμματα ΑΜ, το λευκό κράνος και τον ζωστήρα, που καθόταν στην είσοδο του Κέντρου Διερχομένων, είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν στο κέντρο μιας ιστορικής περιοχής. Δίπλα το λιμάνι με την ελεύθερη οικονομική ζώνη, δυτικά τα Σφαγεία, που έχουν μεταφερθεί και το κτήριο συντηρήθηκε, στέγασε για λίγα χρόνια πολιτιστικές δράσεις του Δήμου και σήμερα φιλοξενεί ένα διεθνές κέντρο ψηφιακής καινοτομίας, πολλά πρακτορεία υπεραστικών λεωφορείων, και μπροστά του η μεγάλη πλατεία του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού που άλλοτε έσφυζε από ζωή και τώρα ξέμειναν τα άδεια από θαμώνες καφενεία.
Όταν λειτουργούσε ο σιδηροδρομικός σταθμός, ως τη δεκαετία του 1950, η πλατεία του σταθμού είχε μεγάλη κίνηση. Γύρω από τον σταθμό των τρένων είχαν στηθεί πανσιόν, μικρά ξενοδοχεία, κέντρα διασκέδασης, μπυραρίες, καφενεία, με πολύχρωμα φώτα που, όπως θυμάται ο συγγραφέας Κώστας Τομανάς, «έμοιαζε σαν παριζιάνικη συνοικιακή πλατεία σε μέρα γιορτής».
Η Ραμόνα του τραγουδιού είναι η περιοχή του Ρεζί Βαρδάρ πάνω από την πλατεία Βαρδάρη, στην αριστερή πλευρά της σημερινής οδού Λαγκαδά. Πήρε το όνομα από το εκεί προπολεμικό καφενείο και χοροδιδασκαλείο «Ραμόνα» που βρισκόταν κοντά στην παλιά καπναποθήκη της «Ρεζί», στη στροφή προς τους Αμπελόκηπους. Για χρόνια, πριν αποκαθαρθεί η περιοχή της «Ραμόνας» με τη διάνοιξη του δρόμου και την ανοικοδόμηση στη δεκαετία του 1970, ήταν ερωτικό στέκι ομοφυλόφιλων και υπαίθρια εκδιδόμενων γυναικών.
Ο χώρος του Κέντρου Διερχομένων συνδέεται με έναν ιστορικό-τραγικό χώρο, το γειτονικό γκέτο του Χιρς, τον παλιό, χαμένο σήμερα, εβραϊκό συνοικισμό που αποτέλεσε την τελευταία στάση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης πριν φορτωθούν από τους Ναζί στα τρένα για τον αγύριστο χαμό τους. Εκεί, στον τόπο του μαρτυρίου, ακούστηκαν και τα τελευταία τραγούδια των Σεφαραδίμ, των Ισπανοεβραίων που έφτασαν στη Θεσσαλονίκη στα τέλη του 15ου αιώνα, στέριωσαν αρμονικά στην πόλη με τα άλλα σύνοικα στοιχεία κι έκαναν τη δεύτερη πατρίδα τους «μητέρα του Ισραήλ».
Τα λαϊκά ξενοδοχεία του Βαρδάρη και της Εγνατίας δεν ήταν μόνο καταλύματα επισκεπτών της πόλης, αλλά πέρασαν στη λογοτεχνία και το τραγούδι ως ερωτικά καταφύγια. «Βιέννη», «Μεγάλη Βρετάνια», «Αιγαίον», «Ίλιον», «Μοντέρν», «Αύγουστος», «Εμπορικόν», «Ατλαντίς», «Αλεξάνδρεια», «Καστοριά», «Άτλας», «γκριζωπά κι από δεκαετίες κατάκλειστα ξενοδοχεία της αρχοντιάς», κατά τον Γιώργο Ιωάννου, τα τελευταία χρόνια με τις αναπαλαιωτικές και συντηρητικές εργασίες απόχτησαν την παλιά λαμπρότητα και αίγλη.
Βρώμικα ξενοδοχεία, δίκλινα δωμάτια
με στεγάζουν από τότε που κυλιέμαι μάταια
Ξενοδόχοι στα βιβλία έχουν τα στοιχεία μας
ξέρουνε για μας τα πάντα και την ηλικία μας.
Πιο μεγάλη είναι η παραγωγή του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο οποίος ευτύχησε να μελοποιηθούν αρκετά ποιήματά του και τραγούδια από τον Μάνο Χατζηδάκι, τον Σταύρο Κουγιουμτζή και τον ίδιο.
Τα τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι έντονα ερωτικά και ακολουθούν το ύφος των δύο σημαντικών ποιητικών συλλογών του: Τα ξένα γόνατα και τον Ανυπεράσπιστο καημό. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους; Ο γυμνός λόγος, η χαμηλόφωνη εξομολόγηση, ο ρεαλισμός στις περιγραφές ερωτικών αισθημάτων και βιωμάτων και η επιμονή στην ερωτική ιδιαιτερότητα.
Η δραματική ένταση των ποιημάτων αυτών, αλλά και των τραγουδιών, όπως σημειώνει και ο ποιητής, δημιουργείται «από τα γκρεμοτσακίσματα της μοναξιάς, το βούλιαγμα σε πληρωμένες λύσεις, οι λιγοστές προσπάθειες για αντίσταση». Και εξηγεί με καίρια λόγια τα στοιχεία της πρόκλησης και της επιθετικότητας που του αποδίδουν στο έργο του: «Έτσι», γράφει, «η εξομολόγηση όσο πιο οδυνηρή γίνεται, αποκτάει περισσότερο πειθώ και ανθρωπιά, ενώ η εκτροπή της σε μορφές πρόκλησης δείχνει τι εύκολα γεννιέται η επιθετικότητα μέσα από τη στέρηση».
Οι διαπρεπείς συνθέτες (από αριστερά) Σταύρος Κουγιουμτζής, Νίκος Μαμαγκάκης και Μάνος Χατζιδάκις μελοποίησαν ποιήματα του Γιώργου Ιωάννου και του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Αυτό το ερωτικό κλίμα, ανάκατο με αισθήματα ερωτικής απογοήτευσης, συντριβής, αλλά και ερωτικής πληρότητας στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ευτύχησε να αποδοθεί μουσικά με τη μελοποίηση αρκετών ποιημάτων του από τον Μάνο Χατζιδάκι. Τα τραγούδια αυτά του Χριστιανόπουλου απασχόλησαν τον συνθέτη τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του, δεν πρόλαβε όμως να παρουσιάσει ο ίδιος ολοκληρωμένο τον κύκλο των τραγουδιών.
Τα ενορχήστρωσε ο Νίκος Κυπουργός και κυκλοφόρησαν σε δίσκο το 1993 με τον τίτλο Τα τραγούδια της αμαρτίας.
Με το τραγούδι «Σάββατο βράδυ» αρχίζει τις αναζητήσεις του έρωτα, από το Βαρδάρι ως το Σιντριβάνι, τον Λευκό Πύργο και την πλατεία Δικαστηρίων. «Μονάχος κι αξεδίψαστος» ψάχνει να βρει τον δικό του έρωτα, μόνο αυτόν, γιατί δεν «επανδρώνεται με άλλους η καρδιά του».
Απ’ το Βαρδάρι ως το Σιντριβάνι
κι από τον Πύργο ως την πλατεία Δικαστηρίων
σε ψάχνω σε όλα τ’ αγοραία πεζοδρόμια
έφαγα όλα τα γιαπιά για να σε βρω…
Και τριγυρνώ μονάχος κι αξεδίψαστος
απ’ το Βαρδάρι ως το Σιντριβάνι,
δεν εξαρθρώνεται αυτός ο πυρετός
δεν επανδρώνεται με άλλους η καρδιά μου.
Ο Μάνος Χατζιδάκις βρήκε στα ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου το ερωτικό κλίμα της Θεσσαλονίκης που βίωσε ο ίδιος το 1945, όταν επισκέφτηκε την πόλη. Αυτά τα αισθήματα σημείωσε αντί άλλης εισαγωγής στα Τραγούδια της αμαρτίας, τα μελοποιημένα τραγούδια του Θεσσαλονικιού ποιητή.
Η Θεσσαλονίκη είχε τω καιρώ εκείνω, τρεις κοινωνικές τάξεις χωρίς μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους. Την αστική, τη μικροαστική και τη λεγόμενη λαϊκή εργατική. Οι τάξεις αυτές είχαν μια ανομολόγητη έλξη ανάμεσά τους που εκδηλωνότανε με τον ομοφυλόφιλο ερωτισμό των παιδιών τους. Και οι διάφορες συνοικίες της Θεσσαλονίκης συνδέονταν η μια με την άλλη με λεωφορεία και με νεανικές διαδρομές αναζητήσεων συντρόφων. Ο προσφερόμενος νεανικός έρωτας μετεμφυλιακά υπήρξε συγκλονιστικός. Η επιθυμία δεν είχε προσχήματα. Μόνο η ερωτική τελετουργία διατηρούσε μερικούς γοητευτικούς μυστικούς κώδικες με τους οποίους ολοκλήρωνε φαντασιώσεις, οράματα και τολμηρές προθέσεις. Κι έτσι έγινα φανατικός λάτρης της πόλης και των κατοίκων της. Τα παλιά σπίτια, οι ατέλειωτες συνοικίες, οι κεντρικοί μα και οι απόκεντροι δρόμοι της, λειτουργούσαν θρησκευτικά τον ερωτισμό των νεαρών κατοίκων της και την υπέροχη και τόσο προχωρημένη συνείδησή τους….
Στο τραγούδι «Τύψεις», ένα από τα ωραία εξομολογητικά ποιήματα, ο Χριστιανόπουλος μιλάει για τις «ανεπαίσθητες ραγισματιές» εντός του, τους δρόμους που πήρε, τα φώτα που πέσαν πάνω του ανελέητα, μα πιο πολύ για την όψη της μητέρας του όταν γυρίζει το βράδυ και τη βρίσκει «να προσμένει βουβή, ξαγρυπνισμένη και χλομή».
Στο τραγούδι «Τύψεις», ένα από τα ωραία εξομολογητικά ποιήματα, ο Χριστιανόπουλος μιλάει για τις «ανεπαίσθητες ραγισματιές» εντός του. Από τον δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι «Τα τραγούδια της αμαρτίας».
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στην ποίησή του και τα τραγούδια του διασώζει την ερωτική τοπογραφία της πόλης. Είναι, βέβαια, μια προσωπική περιδιάβαση του δικού του καημού, δρομολόγια ατομικής ερωτικής αναζήτησης, δεν παύει όμως να καταγράφει τους καθολικούς ερωτικούς τόπους της πόλης. Δυτικές συνοικίες, Σταυρούπολη, Παύλου Μελά, Βαρδάρι, Σέιχ Σου, Καραμπουρνάκι, Παραβαρδάρια, Λευκός Πύργος, Παραλία, πάρκα. Πιο πολύ, όμως, αναφέρεται στην Εγνατία, που στις μεταπολεμικές δεκαετίες «έσφυζε από νιάτα κι ομορφιά».
Ένα από τα ερωτικά διαδρομικά, το τραγούδι «Βαρδάρι και Εγνατία», μελοποιημένο από τον ποιητή, το πρωτοτραγούδησε με την ιδιότυπη φωνή του στη μπουάτ «Όμορφη νύχτα» τον Γενάρη του 1986 μαζί με τον Θωμά Κοροβίνη και τον Γιάννη Ζήκα, που τραγούδησαν τα δικά τους ερωτικά τραγούδια. Στη μορφή του CD το ερμηνεύει η Αριάδνη και τη συνοδεύει στο πιάνο ο Γιάννης Σπυρόπουλος, που έκανε και την ενορχήστρωση της ομώνυμης συλλογής του Βαρδάρι κι Εγνατία.
Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία,
Απάνω κάτω ώρες να γερνώ.
Βουτήχτηκε βαθιά στην αλητεία
Και δε με σώζει όσο κι αν θρηνώ.
……………………………………..
Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία
Και το κυνηγητό της ομορφιάς.
Δεν έχει τελειωμό αυτή η θητεία,
Δεν έχει τελειωμό ο Γολγοθάς.
Το μεγαλύτερο πάρκο της πόλης, το πάρκο της ΧΑΝΘ «είναι πολύ πιο ερωτικό, με την έννοια της ημεράδας και της ανθρώπινης κατάστασης», λέει ο Γιώργος Ιωάννου συγκρίνοντάς το με άλλα πάρκα της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Αυτό, βέβαια, συνέβη τα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα, μετά τη μεταφορά του άθλιου ζωολογικού κήπου από το πάρκο στο Σέιχ Σου, την εγκατάσταση άπλετου φωτισμού και τη σύγχρονη περιποίησή του. Πριν, όμως, από τη δεκαετία του 1970 το πάρκο της ΧΑΝΘ ήταν σκοτεινό, βρόμικο από τα στενά κλουβιά των έγκλειστων και ταλαιπωρημένων ζώων, απεριποίητο και καταφύγιο κάθε είδους ατόμων του υπόκοσμου και του πλανόδιου έρωτα.
Αυτή την εικόνα του πάρκου στις δεκαετίες του 1950 και 1960 δίνει με το ποίημά του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, μελοποιημένο από τον Σταύρο Κουγιουμτζή.
Μα όταν πέσει η νύχτα, αλλάζουν όλα:
Μούτρα επικίνδυνα κυκλοφορούν τώρα,
Λογιώ λογιώ υποκείμενα πίσω από τα δέντρα,
Κάθε παγκάκι κι ένας βιασμός.
Μονάχα πού και πού κάνα ζευγάρι
Τον έρωτά του ριψοκινδυνεύει
Μπροστά σε μάτια που αχόρταγα κοιτάνε.
Κι όλο το πάρκο γίνεται πρατήριο
Που βγάζει στο σφυρί την παρθενιά του.
Η ανατολική Θεσσαλονίκη ήταν ανέκαθεν τόπος ερωτικών προορισμών με ζευγάρια κάθε λογής. Τα ταβερνάκια της παραλιακής ζώνης, τα καλοκαίρια στο Καραμπουρνάκι, την πλαζ Ντοβίλ, δίπλα στο θερινό κινηματογράφο «Ντοβίλ», την Αρετσού και τη Νέα Κρήνη. Μεταπολεμικά κι ως τη δεκαετία του 1970 στο Καραμπουρνάκι και την Αρετσού βρίσκονταν τα νεανικά στέκια, αλλά και οι χώροι για ερωτικά ραντεβού στην απλωμένη ερημιά των στρατοπέδων και των ακτών, πριν ευτρεπιστεί και οικοδομηθεί η περιοχή. Από κει οι όμορφες μνήμες, αλλά και πίκρες από ερωτικές απογοητεύσεις, όπως στο ομώνυμο τραγούδι του Ντίνου Χριστιανόπουλου, σε μουσική του ίδιου του ποιητή. Την ενορχήστρωση έκανε ο Γιάννης Σπυρόπουλος, που παίζει στο πιάνο, και τραγουδάει η Αριάδνη.
Στο Μικρό Καραμπουρνάκι
Έχω ένα νταλγκαδάκι
…………………………
Το κοιτώ και κρυφολιώνω,
Τίποτα δεν φανερώνω.
-Αχ, Μικρό Καραμπουρνάκι
στάζεις πίκρα και φαρμάκι.
Ειδικά στο Καραμπουρνάκι υπήρχαν περίφημα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, κυρίως θερινά, όπως η «Καλαμίτσα», το «Καλαμάκι» και ο «Μπαρμπαλιάς», απ’ όπου πέρασαν πολλοί καλοί συνθέτες του ρεμπέτικου και λαϊκοί τραγουδιστές, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μπάμπης Μαρκάκης, ο Μανώλης Χιώτης, η Μαίρη Λίντα και άλλοι. Τα κέντρα αυτά τα τελευταία χρόνια χάθηκαν ή αντικαταστάθηκαν με άλλα, ακολουθώντας τον συρμό κάθε εποχής. Ωστόσο, κρατούν τη μνήμη και την ερωτική αίσθηση του χώρου, όπως καταγράφεται στο παρακάτω πεζό κείμενο του Χριστιανόπουλου, εμπνευσμένο από την περίοδο της μετασεισμικής Θεσσαλονίκης.
Με πήρε με τη νέα του μηχανή και πήγαμε βόλτα στο Καραμπουρνάκι. Σκοτάδι, εδώ και κει σταματημένα γιώτα-χι, απέναντι η σεισμόπληκτη Θεσσαλονίκη. Παντού αγκάθια. Προχωρήσαμε σε κάτι χαλασμένα τσιμέντα. Εδώ, πριν λίγα χρόνια ήταν το ξενυχτάδικο «Καλαμάκι». Ακόμη υπήρχαν η στραπατσαρισμένη πίστα και το πάλκο για τα όργανα. Εδώ είχαν παίξει ο Τσιτσάνης και ο Μάρκος, εδώ είχα δει από τα σύρματα τη Γιώτα Λύδια να τραγουδάει την «Παρανομία».
Σκέφτηκα: Μόνο ο έρωτας ξέρει να εκμεταλλεύεται τα χαλάσματα. Και ξαπλώσαμε πάνω στο ζεστό τσιμέντο, εκεί που κάποτε είχαν ακουστεί τα πιο λυπητερά τραγούδια της αγάπης.
Το «Καλαμάκι» βρισκόταν δίπλα στις εγκαταστάσεις της Ναυτικής Διοίκησης Βορείου Αιγαίου, πάνω σ’ ένα βράχο με θέα τον Θερμαϊκό και τη Θεσσαλονίκη, όπου σήμερα λειτουργεί το καφέ-μπαρ-ρεστοράν «Les Zazous». Το «Καλαμάκι», όπως το διέσωσε σε φωτογραφία του Μεσοπολέμου ο Γιώργος Λυκίδης, διέθετε και ξύλινο μόλο για να δένουν οι βάρκες των θαμώνων που έφταναν με βάρκα από τη Θεσσαλονίκη. Από το «Καλαμάκι» ως το ύψος του μύλου Αλλατίνι υπήρχαν πολλά παραθαλάσσια κέντρα και ταβέρνες, από τις οποίες επιβιώνει σήμερα μόνο ο «Καρεκλάς». Μόνο στη μνήμη των παλιών Θεσσαλονικιών διασώζονται τα χαμένα ονόματα: «Ριβιέρα», «Σαν Ρέμο», «Ακταίον», «Βόσπορος», «Ποσειδώνιον», «Κύματα», «Ντοβίλ», «Παπαρούνα», «Γλυφάδα», «Πεταλούδα»…
Οι δυτικές συνοικίες, και ιδιαίτερα η Σταυρούπολη, στάθηκαν γόνιμος τόπος έμπνευσης για τριάντα περίπου ποιήματα του Χριστιανόπουλου που γράφτηκαν την περίοδο 1957-1967. Από αυτά μελοποίησε «Το λασπωμένο σου στενό» και τον «Φωτογράφο», για την έμπνευση του οποίου δίνει πρόσθετες πληροφορίες.
Ο «Φωτογράφος» είναι εμπνευσμένος από το μοναδικό φωτογραφείο της Σταυρούπολης, τη «Φρύνη», που είχε εξελιχτεί σε στρατιωτικό φωτογραφείο, απ’ όπου πέρασαν χιλιάδες φανταρίστικες ομορφιές. Το φωτογραφείο αυτό, μαζί με τον κινηματογράφο «Σταυρουπόλ», είναι τα δύο σημαντικότερα σύγχρονα μνημεία της Σταυρούπολης. Αφορμή για να γράψω αυτό το τραγούδι υπήρξε η πληροφορία ότι ο ιδιοκτήτης του φωτογραφείου αυτού, όταν έβλεπε μερικούς φαντάρους να μην έχουν καθόλου λεφτά, τους λυπούνταν και τους έβγαζε φωτογραφίες τζάμπα…
Τον «Φωτογράφο» τον έκανε τραγούδι και ο ποιητής, αλλά και ο συνθέτης Σταύρος Κουγιουμτζής. Στη δεύτερη εκδοχή, του Κουγιουμτζή, στο CD Μικραίνει ο κόσμος, τον ερμηνεύει ο Γιάννης Μπογδάνος.
Σ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά, σ’ αυτά εδώ τα μέρη
ο φωτογράφος θα ’πρεπε να ήτανε ξεφτέρι,
να ’ταν τεχνίτης, μερακλής, κι απ’ ομορφιά να ξέρει.
Σ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά ας ήμουν φωτογράφος
να υπηρετώ την ομορφιά με τέχνη και με πάθος.
Να ’ρχονται ομορφοκόριτσα και λαϊκές παρέες
να παίρνουν πόζες όμορφες, καμαρωτές κι ωραίες
για εικοσιτετράωρες και εβδομαδιαίες.
Αναζήτησα στοιχεία και φωτογραφίες για το «Φώτο Φρύνη», που μαζί με το «Σινέ Σταυρουπόλ» αποτελούν διακεκριμένα τοπόσημα της Σταυρούπολης στη μεταπολεμική τριακονταετία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Σ’ έναν τηλεφωνικό κατάλογο του 1970 καταχωρίζεται το «Φώτο Φρύνη» στην οδό Κωνσταντινουπόλεως 26 στη Σταυρούπολη με το όνομα «Αβραάμ Ιορδανίδης». Να ήταν αυτός, άραγε, ο τεχνίτης μερακλής φωτογράφος; Ακόμη και ο ερευνητής των δυτικών συνοικιών Σπύρος Λαζαρίδης δεν έχει κάποια πρόσφορα στοιχεία για το περίφημο φωτογραφείο, εκτός από μια «εβδομαδιαία» φωτογραφία που πρόφτασε κι έβγαλε στο «Φώτο Φρύνη». Εβδομαδιαίες ονομάζονταν οι φωτογραφίες που δεν τυπώνονταν αμέσως μετά τη λήψη, αλλά ήταν πιο ποιοτικές, με επιπλέον καλλιτεχνική επεξεργασία που κρατούσε ως και μια εβδομάδα. Ήταν οι καλές φωτογραφίες-ενθυμήματα που έβγαζαν, κυρίως στις δεκαετίες 1950 και 1960, στο στούντιο του φωτογραφείου στρατιώτες, ζευγάρια, νιόπαντροι, φίλοι, μέλη οικογένειας, και έμπαιναν σε κάδρα και λευκώματα.
Μία σειρά έντυπων και διαδικτυακών εκδόσεων, οπτικοακουστικών παραγωγών και δράσεων για την Ιστορία, τα Γράμματα, τις Τέχνες και τις Ιδέες στην πόλη, που προβάλλει πτυχές και πρόσωπα της ιστορικής και σύγχρονης Θεσσαλονίκης.
Μία πλατφόρμα διαλόγου, ιδεών και δράσεων για την ανάδειξη της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, την προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού, και την ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα της πόλης.
Εγγραφείτε στο newsletter του Θεσσαλονικέων Πόλις δωρεάν για να λαμβάνετε στο inbox σας πρωτογενή ρεπορτάζ για την πόλη, άρθρα, συνεντεύξεις και επιλογές από την έντυπη και διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού.