Οι μεταβολές στην ανθρωπογεωγραφία του δήμου Θεσσαλονίκης

Από τη δεκαετία του 1990 ξεκινάει η μεγάλη έξοδος από τον δήμο Θεσσαλονίκης στα προάστια. Αυτό που αλλάζει την πρώτη δεκαετία του 2000 και μέχρι την κρίση είναι αυτό που ονομάζουμε αστική διάχυση. Ο όρος περιγράφει την επέκταση της πόλης πέρα από τα προάστια. 

Για παράδειγμα, η Θέρμη, ο Εύοσμος και το Ωραιόκαστρο υπερδιπλασιάζονται. Το ίδιο ισχύει και για πιο μακρινούς δήμους όπως ο Τρίλοφος. Αυτή η τάση έχει επίπτωση στο κέντρο, καθώς ο δήμος Θεσσαλονίκης συρρικνώνεται. Ενδεικτικά, από το 1999 έως το 2011, ο κεντρικός δήμος χάνει περίπου το 1/4 του πληθυσμού του. Τα στοιχεία από την απογραφή του 2021 δεν δείχνουν ανατροπή της πτωτικής πορείας του πληθυσμού.

Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

Ίσως δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι χωρίς την εγκατάσταση μεταναστών από τη δεκαετία του 1990, η απονέκρωση κεντρικών περιοχών θα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Η παρουσία τους είναι διάχυτη σε ολόκληρη την πόλη, στο κέντρο πάνω από την Εγνατία, στην Ξηροκρήνη, στο Φάληρο, στην Τούμπα. 

Το ίδιο αυτό διάστημα αλλάζει κατά κάποιον τρόπο και η οικονομική γεωγραφία της πόλης. Παρατηρούνται τάσεις που ξεκινάνε από τη δεκαετία του 1990 και συνεχίζονται μέχρι και την κρίση. Επικρατούν τα μεγάλα σούπερ μάρκετ, τα εμπορικά κέντρα και άλλου είδους μεγάλα καταστήματα. Αυτή η εξέλιξη επηρεάζει την οικονομική δραστηριότητα στις κεντρικές περιοχές της πόλης, ίσως όχι τόσο στο κέντρο που παραμένει πυκνοκατοικημένο και έχει μεγάλο αριθμό φοιτητών, αλλά πιο πολύ σε συνοικίες του πυκνοδομημένου τμήματος του αστικού ιστού. Παράλληλα, προηγούμενες χρήσεις, όπως μικρές βιομηχανίες, βιοτεχνίες, συνεργεία, αλλά και σινεμά, που ως τη δεκαετία του 1990 παρέμεναν διάσπαρτα στον αστικό ιστό, σταδιακά εγκαταλείπονται. 

Με την κρίση τα δεδομένα ανατρέπονται πλήρως. Με την κατάρρευση της οικοδομής σταματάει το ρεύμα της αστικής διάχυσης αλλά ο πληθυσμός μειώνεται περαιτέρω λόγω της μετανάστευσης στο εξωτερικό, που περιλαμβάνει και τους εγκατεστημένους από τη δεκαετία του 1990 μετανάστες. Συνοικιακά καταστήματα σε γειτονιές όπως το Φάληρο ή η Κασσάνδρου, χάνουν την πελατεία τους και κλείνουν. Παρατηρείται μια εικόνα εγκατάλειψης, που γενικεύεται στο επίπεδο του ισογείου, όπου τα μαγαζιά έδιναν κάποτε ένα στοιχείο ζωντάνιας. Οι άνθρωποι κοντοστέκονταν για να μιλήσουν, εκτός από το να κάνουν τις δουλειές και τα ψώνια τους. 

Τα τελευταία 15 χρόνια περίπου βλέπουμε στα Άνω Λαδάδικα και τον παλιό Φραγκομαχαλά, όπως στην οδό Βαλαωρίτου, καινούργιες χρήσεις και δραστηριότητες, κυρίως στη νυχτερινή διασκέδαση. Παραδείγματος χάριν, σε χώρους που παλιά μπορεί να ήταν βιοτεχνίες, πλέον ανοίγουν μπαρ. Διαμερίσματα σε ορόφους προηγουμένως μισοεγκαταλελειμμένων κτιρίων ανακαινίζονται προς βραχυχρόνια μίσθωση, ολόκληρα κτίρια έχουν μετατραπεί σε ξενοδοχεία. 

Στη βορειοδυτική άκρη του κέντρου έχει ήδη συντελεστεί μια άλλη, λιγότερο φανταχτερή αλλαγή. Μοναδική είναι η συνθήκη που επικρατεί στην οδό Αισώπου, με την κινέζικη αγορά. Το 2000, πραγματοποιώντας την έρευνα για το διδακτορικό μου, είχα μετρήσει 4 καταστήματα κινέζων εμπόρων. Λιγότερο από μια δεκαετία μετά, γύρω στο 2008, είχαμε μετρήσει πάνω από 20, ενώ σήμερα είναι πολύ περισσότερα κι έχουν επεκταθεί έως την οδό Αναγεννήσεων (και λίγο πέρα από αυτήν). Αυτή η επέκταση είναι μια τάση που συνέβη μέσα στην κρίση. Συνετέλεσε ενδεχομένως η σχετική αισθητική αναβάθμιση που έγινε με τις πεζοδρομήσεις και τους ήπιας κυκλοφορίας δρόμους. Η ζωντάνια που έχει αυτή η περιοχή, ωστόσο, δεν επεκτάθηκε πέρα από το εμπόριο, δεν προέκυψε ένας τόπος αναφοράς της κινέζικης κοινότητας με εστιατόρια και υπηρεσίες, όπως βλέπουμε σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. 

Μια άλλη περιοχή που αλλάζει γρήγορα το τελευταίο διάστημα και όπου έπαιξαν ρόλο κάποιες αισθητικές  αναβαθμίσεις είναι αυτή της πλατείας Αγίων Αποστόλων και των δυτικών τειχών μέχρι τον Βαρδάρη. Η κατοικία στον Βαρδάρη ήταν βέβαια σχετικά περιορισμένη, σε σχέση με την οικονομικές δραστηριότητες της περιοχής. Μετά την πανδημία του Covid-19, στην περιοχή επικεντρώθηκε μια τάση που αφορά το ευρύτερο δυτικό κέντρο που τώρα εκτείνεται πάνω από την Εγνατία. Από το 2022 τουλάχιστον έχουν πυκνώσει τα Airbnb στον χάρτη της πλατφόρμας, ανοίγουν ξενοδοχεία, καφέ, μπαρ και εστιατόρια. 

Λέγεται ότι η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση. Ωστόσο, επειδή ο τουρισμός είναι μια διεθνής αγορά, δεν θεωρώ ότι από μόνο του το γεγονός πως υπάρχουν περισσότερα καταλύματα διαθέσιμα, είτε ως ξενοδοχεία είτε ως Airbnb, προσελκύει περισσότερους τουρίστες. Εκτιμώ ότι κατά κάποιον τρόπο οι αστικοί προορισμοί της Ελλάδας μπήκαν στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη και αυτό θεωρώ πως συνέβη κάπου στην αρχή της κρίσης. Τόσο χάρη σε μετατοπίσεις στη διεθνή βιομηχανία του τουρισμού που διαρκώς αναζητά νέους προορισμούς, όσο και σε ενέργειες τοπικών επιχειρήσεων αλλά και σε πρωτοβουλίες επί δημαρχίας Μπουτάρη.

Τέλος, αναφορικά με την ανάπλαση της Νέας Παραλίας, που παραδόθηκε στο σύνολο της μέσα στην κρίση, είδαμε να αγκαλιάζεται από τον κόσμο της ευρύτερης περιοχής εμβέλειάς της, αλλά και να προσελκύει ανθρώπους ακόμη και από τα προάστια, οι οποίοι ενδεχομένως θα επισκέπτονταν το κέντρο πολύ σπανιότερα. Δεν παρατηρούμε κάποια μεταβολή στην ανθρωπογεωγραφία της περιοχής με αφορμή την ανάπλαση της Νέας Παραλίας, όπως θα συζητούσαμε για μια ανάπλαση που συνδέεται άμεσα με διαδικασίες εξευγενισμού. Τα οικοδομικά τετράγωνα που βρίσκονται ανάμεσα στην παραλιακή και τη Βασιλίσσης Όλγας συγκέντρωναν, από παλιά και στο μεγαλύτερο μέρος της, ευκατάστατα στρώματα. Αντίθετα, ήταν μια πολύ θετική παρέμβαση, που δεν αφορούσε μόνο τους κατοίκους των περιοχών του Ε’ Διαμερίσματος του Δήμου Θεσσαλονίκης.

Author picture

Ο Πάνος Χατζηπροκοπίου είναι Αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ. Η έρευνά του εστιάζει μεταξύ άλλων στην αστική κοινωνική γεωγραφία της Θεσσαλονίκης.

Διαβάστε επίσης

Πώς μπορεί η αναδόμηση της εμπιστοσύνης στη Δημοκρατία να ξεκινήσει τοπικά – η περίπτωση της Θεσσαλονίκης
Το ταξίδι και οι συναρπαστικές εκπλήξεις του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ