Οι φωτογραφίες αποτελούν μέρος της διπλωματικής εργασίας του Σφυρίδη στο Τμήμα Φωτογραφίας της Σχολής Καλών των Βρυξελλών, από όπου αποφοίτησε το 1990. Ύστερα από την επιστροφή του στην Ελλάδα, η σειρά εκτέθηκε σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις.
Σε μια κουβέντα του Σφυρίδη με τον Μανόλη Ξεξάκη, εκείνος έριξε την ιδέα να εμπλουτίσει τη σειρά και με άλλους λογοτέχνες και καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης. Αφορμή για να πάρει σάρκα και οστά η ιδέα του Ξεξάκη ήταν η έκδοση του βιβλίου του Περικλή Σφυρίδη, πατέρα του Αντρέα, Εν Θεσσαλονίκη: 13 Σύγχρονοι Πεζογράφοι (2001), που απαιτούσε από μία φωτογραφία του κάθε αναφερόμενου πεζογράφου.
«Δέκα χρόνια μετά βρέθηκα να φωτογραφίζω ξανά από εκεί που είχα σταματήσει. Εμπειρία μοναδική και ανεκτίμητη».
Για τον Αντρέα Σφυρίδη, δύο είναι οι μεγάλες απουσίες στη φωτογραφική αυτή σειρά: του Ν. Γ. Πεντζίκη και του Γιώργου Ιωάννου. «Τον μεν Πεντζίκη ήμουνα πολύ μικρός για να τον φωτογραφίσω, ενώ στην περίπτωση του Ιωάννου δεν τον πρόλαβα, γιατί έφυγε αναπάντεχα και πολύ νωρίς».
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει περάσει κατά καιρούς μπροστά από το φακό μου αρκετές φορές και σε διάφορα μέρη. Στην Άνω Πόλη όμως, στο σπίτι όπου διέμενε, δεν είχα πάει ποτέ μου.
Ο Ντίνος με περίμενε στην πόρτα.
«Έλα, χρυσό μου, πέρασε μέσα» μου είπε κρατώντας στην αγκαλιά του μια γάτα.
«Τι να σε κεράσω; Θέλεις ένα σοκολατάκι;».
«Τίποτα, κύριε Ντίνο, ευχαριστώ» απάντησα.
«Λοιπόν, πού νομίζεις ότι πρέπει να στηθώ;» ρώτησε.
«Να δω λίγο τους χώρους του σπιτιού και μετά θα σας πω».
«Κάνε ό,τι νομίζεις. Εσύ άλλωστε είσαι ο φωτογράφος».
Ξεκίνησα να ανιχνεύω τους χώρους, οι οποίοι ξεχείλιζαν από βιβλία, χαρτιά, σημειώσεις και πίνακες. Δεν ήταν ακατάστατα. Φαίνονταν, όπως και σε άλλα παρόμοια μέρη που έχω βρεθεί, «επιμελώς ατημέλητα». Θα μπορούσες να πεις ότι θύμιζαν μετακόμιση.
Καθώς έκανα την περιήγηση μου, την προσοχή μου τράβηξαν μια γωνιακή βιβλιοθήκη μαζί με κάτι κιβώτια που τα είχε μετατρέψει σε πρόχειρο τραπεζάκι.
«Κύριε Ντίνο, έχουμε μήπως κανένα βάζο με λουλούδια;» τον ρώτησα.
«Πάντα έχω λουλούδια στο σπίτι μου. Κάτσε να σου τα φέρω».
Και επέστρεψε κρατώντας ένα βάζο γεμάτο φρέσκα λουλούδια.
«Πού τα θέλεις;».
«Εδώ, πάνω στα κιβώτια, στο τραπεζάκι. Ευχαριστώ».
Το σκηνικό μου ήταν σχεδόν έτοιμο και περίμενε τον πρωταγωνιστή του. Του ζήτησα να πάρει ένα βιβλίο στα χέρια και τον οδήγησα στο σημείο που είχα επιλέξει για να ποζάρει. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας ο Ντίνος ούτε γκρίνιαξε, ούτε παραπονέθηκε, ούτε δυσανασχέτησε, αν και το συνήθιζε σε τέτοιες περιπτώσεις. Το αντίθετο. Φαινόταν να το απολαμβάνει.
Τον παρατηρώ μέσα από το σκόπευτρο της φωτογραφικής μου μηχανής. Έχει απορροφηθεί στο διάβασμα του βιβλίου που κρατά στα χέρια του.
«Κύριε Ντίνο, τα μάτια σας εδώ, στο φακό!»
Μόλις είχα τραβήξει την πρώτη φωτογραφία.
Από τη στιγμή που πέρασα μέσα στο χώρο του Τάκη Βαρβιτσιώτη, δε χρειάστηκε καθόλου να ψάξω το σκηνικό για να στήσω το κάδρο μέσα στο οποίο θα τον τοποθετούσα.
Ήταν ήδη έτοιμο από καιρό. Με απόλυτη ισορροπία και εκπληκτική συμμετρία. Ξεκίνησα να τον φωτογραφίζω και παρατήρησα πως η φιγούρα του ενσωματωνόταν πλήρως στην αισθητική του χώρου, έμοιαζε μάλιστα αναπόσπαστο μέρος του. Εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ήταν πολύ συνεργάσιμος και ακολούθησε υπομονετικά όλες τις οδηγίες που του έδωσα κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης.
Ο Βαρβιτσιώτης, την ημέρα εκείνη, μέσα σε αυτό το ανεπανάληπτο θεατρικό σκηνικό και την ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε, έδωσε μέσα από το φακό μου μια μοναδική παράσταση.
Και δεν αμέλησα να τον ευχαριστήσω γι’ αυτό.
Κυριακή πρωί και χτυπάω το κουδούνι της εξώπορτας του Γεώργιου Βαφόπουλου. Μια πρόσχαρη και πολύ ευγενική φυσιογνωμία μου ανοίγει και μου χαμογελάει. Ήταν η σύζυγος του, Αναστασία Γερακοπούλου.
«Είσαι ο Αντρέας, σωστά;».
«Μάλιστα!».
« Έλα μέσα, σε περιμένει».
«Σας ευχαριστώ», απάντησα και προχώρησα, έχοντας ήδη ξεκινήσει να περιεργάζομαι το σπίτι.
Πηγαίνοντας προς το χώρο όπου με περίμενε, το άγχος μου και η περιέργεια για την επικείμενη συνάντηση μεγάλωναν όλο και περισσότερο. Η λύτρωση ήρθε όταν επιτέλους έφτασα στο γραφείο του και τον αντίκρισα.
«Καλώς τον, καλημέρα!» είπε και μου πρότεινε το χέρι.
«Καλημέρα σας, κύριε Βαφόπουλε!» απάντησα, και ανταλλάξαμε μια θερμή χειραψία.
«Χαίρομαι πολύ που επιτέλους σας γνωρίζω!».
Τα συναισθήματά μου μοναδικά, καθώς μόλις είχα ολοκληρώσει την ανάγνωση του τετράτομου έργου του Σελίδες Αυτοβιογραφίας και δεν πίστευα στα μάτια μου ότι είχα μπροστά μου ολοζώντανο το συγγραφέα τους.
Μου πρόσφεραν σπιτικό γλυκό και στη συνέχεια ξεκινήσαμε την κουβέντα με τον Βαφόπουλο. Ρώτησε για τη σχολή μου, για τους καθηγητές μου, καθώς και για τον σκοπό της φωτογράφισης.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης τον περιεργαζόμουνα πολύ διακριτικά. Είχε βάλει καλά ρούχα και ήταν ιδιαίτερα περιποιημένος. Ο Βαφόπουλος προερχόταν από παλιά γενιά, δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Γι’ αυτόν, η φωτογράφιση ήταν ένα γεγονός.
Ταυτόχρονα διερεύνησα και το χώρο του. Πάνω από το γραφείο δέσποζε η προσωπογραφία του, δώρο του Πολύκλειτου Ρέγκου. Ήταν το δυνατό στοιχείο που μου τράβηξε την προσοχή για το πού θα έστηνα το κάδρο μου.
Χαμένος μέσα σε τέτοιες σκέψεις, η φωνή του με επανάφερε στη συζήτηση μας:
«Λοιπόν, τι λες, ξεκινάμε; Πού θα ήθελες να σταθώ;»
Είχα ήδη έτοιμο στο μυαλό μου το σκηνικό μέσα στο οποίο θα τον έστηνα. Με κάποιες παραλλαγές, αλλά το κυρίως σκηνικό θα παρέμενε ίδιο.
Τοποθέτησα τη φωτογραφική μηχανή στο τρίποδο και άρχισα να αποτυπώνω τον ήρωα μου μέσα στην μοναδική ατμόσφαιρα του γραφείου του. Εκείνες τις στιγμές ένιωθα να περνούν από μπροστά μου μια-μια οι σελίδες των βιβλίων του. Περιεργαζόμουνα τον Βαφόπουλο από το σκόπευτρο της μηχανής. Ήταν πολύ άνετος, γιατί ακριβώς βρισκόταν στο χώρο του.
Όταν ένιωσα ότι δεν έχω κάτι άλλο να αναδείξω, γύρισα προς το μέρος του και είπα:
«Κύριε Βαφόπουλε, τελειώσαμε!».
«Ωραία», μου απάντησε. «Είσαι ικανοποιημένος;».
«Ναι! Όταν με το καλό τις εμφανίσω, θα σας δώσω μια σειρά».
«Ωραία! Σ’ ευχαριστώ πολύ».
Σε λίγο εμφανίστηκε και η σύζυγος και πιασμένοι χέρι-χέρι, με ξεπροβόδισαν ευγενικά.
Καθώς κατέβαινα με το ασανσέρ, έσφιξα δυνατά τη φωτογραφική μηχανή και προσπάθησα να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου από τις εικόνες που μόλις είχα βιώσει.
Ήταν αδύνατον.
Όταν βρέθηκα στο διαμέρισμα του Νίκου Μπακόλα για να τον φωτογραφίσω, ανακάλυψα ότι ήταν κάτι σαν μικρή πινακοθήκη. Είχε μια μεγάλη συλλογή από πίνακες που βοήθησαν πολύ τόσο στο σκηνικό, όσο και στη δημιουργία του κάδρου που ήθελα να απεικονίσω. Όπως και ο Βαφόπουλος, έτσι και ο Μπακόλας ανήκε κι αυτός στην παλιά γενιά, γι’ αυτό και ήταν ντυμένος με τα καλά του ρούχα.
Λιγομίλητος, δε μου άφησε πολλά περιθώρια οικειότητας, ώστε να μπορέσω να τον προσεγγίσω για να χαλαρώσει περισσότερο. Άλλωστε, δεν είχαμε ποτέ συναντηθεί στο παρελθόν.
Το φόντο με τους πίνακες σε συνάρτηση με το φως που διαχεόταν μέσα στο διαμέρισμα ήταν ο τέλειος συνδυασμός που μ’ έκανε να επιλέξω σχετικά γρήγορα το σημείο στο οποίο θα τον τοποθετούσα. Κοιτώντας από το σκόπευτρο, η φιγούρα του Μπακόλα κυριαρχούσε στο κάδρο μου αφήνοντας ένα κενό στη δεξιά πλευρά, που το έκανε «να γέρνει αντιαισθητικά». Κάτι έλειπε. Για να αντισταθμίσω αυτό το κενό χρειαζόμουνα ένα αντικείμενο που θα έπαιζε το ρόλο του αντίβαρου.
Σήκωσα το κεφάλι κι έριξα μια ματιά τριγύρω. Το μάτι μου έπεσε πάνω στο καπέλο του. Ζήτησα την άδειά του να το χρησιμοποιήσω στη σύνθεση του κάδρου. Δεν έφερε αντίρρηση.
Το τοποθέτησα στο κενό που μ’ ενοχλούσε κι επέστρεψα στη φωτογραφική μηχανή. Το κάδρο μου είχε πλέον ισορροπήσει και μπορούσα να προχωρήσω στη φωτογράφιση. Ο Μπακόλας ήρεμος, περίμενε υπομονετικά να την ολοκληρώσω. Ήταν πολύ συνεργάσιμος σε ό,τι του ζήτησα.
«Τελειώσαμε, κυρ Νίκο!» είπα κάποια στιγμή.
Χαμογέλασε, πήρε το καβουράκι, το φόρεσε, και με ρώτησε αν θα μπορούσα να τον βγάλω ακόμα μια φωτογραφία με αυτό.
«Χαρά μου, κυρ Νίκο, δε χαλάω χατίρια».
Με το που μπήκα στο ατελιέ της, τα μάτια μου καρφώθηκαν στο έργο που ήταν κρεμασμένο δίπλα στην πόρτα της εισόδου. Στάθηκα μπροστά του και το χάζευα.
«Έχω κι άλλα στο μέσα δωμάτιο. Πέρνα να ρίξεις και σ’ αυτά μια ματιά!» μου είπε η Ναταλία.
Προχώρησα παραμέσα και αντίκρισα κι άλλους πίνακες. Έκπληκτος διαπίστωσα ότι ανάμεσα στα έργα στεκόταν η ίδια αυτή καρέκλα που ήταν ζωγραφισμένη στον πίνακα της εισόδου.
Σχεδόν ασυναίσθητα την άρπαξα και τη μετέφερα μπροστά στον πίνακα στον οποίο απεικονιζόταν. Γυρνάω στη Ναταλία και της λέω:
«Πες μου ότι έχεις τα παπούτσια και το παλτό!»
«Ναι, τα έχω, απάντησε, κάτσε να τα φέρω».
Επέστρεψε κρατώντας τα στο χέρι.
«Πού τα θέλεις;».
«Δώσε μου τα, θα τα βάλω εκεί που νομίζω πως ταιριάζουν καλύτερα» .
Μετακίνησα λίγο την καρέκλα, έβαλα πάνω της το παλτό και τοποθέτησα τα παπούτσια.
«Έλα, Ναταλία, είμαστε έτοιμοι!»
Με τον Μανόλη Ξεξάκη, εκτός από τη προσωπική γνωριμία, είχαμε συνεργαστεί και επαγγελματικά. Η αναγκαία για τη φωτογράφιση οικειότητα προϋπήρχε. Έχοντας διαβάσει τα περισσότερα από τα βιβλία του, τον έβλεπα κι αυτόν σαν έναν από τους ζωντανούς ήρωες των λογοτεχνικών αναμνήσεών μου.
Με το που καθίσαμε στο σαλόνι, ήταν επόμενο να αρχίσουμε τις ρακές.
«Μανόλη» του λέω σε μια στιγμή, «να αφήσουμε τις υπόλοιπες ρακές γι’ αργότερα; Γιατί αν δε το κάνουμε, παίζει να μη καταφέρουμε να σε φωτογραφίσω».
Συμφώνισε μαζί μου, γελώντας.
«Κοίτα, για να σε βοηθήσω να βρεις το χώρο που αναζητάς, σου προτείνω το γραφείο μου. Με φόντο τη βιβλιοθήκη είναι το σημείο που εγώ θεωρώ καλύτερο. Εκεί γράφω συνήθως. Αυτός είναι ο δικός μου προσωπικός χώρος μέσα στο σπίτι».
Έριξα μια ματιά για να δω αυτό που μου περιέγραφε.
«Εντάξει, συμφωνώ. Καλός φαίνεται. Και από τη στιγμή που εσύ νιώθεις άνετα εκεί, νομίζω πως θα καταφέρουμε να έχουμε ένα καλό αποτέλεσμα».
Έστησα τη μηχανή και ξεκίνησα να συνθέτω το κάδρο μου. Ο Ξεξάκης ήταν όντως χαλαρός, άνετος και ωραίος. Το είδωλό του πάνω στο τζάμι του γραφείου ήταν ένα καλό στοιχείο στη σύνθεση της εικόνας, αλλά έπιανε πολύ μεγάλο χώρο μέσα στο κάδρο.
Του ζήτησα να πάρει ένα βιβλίο και να το ανοίξει, έχοντας πρόχειρα στα χέρια τα γυαλιά του. Ξανακοίταξα μέσα από το σκόπευτρο και διαπίστωσα ότι η σύνθεση είχε βελτιωθεί πολύ. Έτσι όπως την είχα στο μυαλό μου.
Άρχισα να τον φωτογραφίζω. Ήταν ο Ξεξάκης που ήξερα.
«Ωραίες βγαίνουν, Μανόλη» του είπα σε κάποια στιγμή.
«Και θα γίνουν ακόμα πιο ωραίες όταν θα έχουμε πιει τις ρακές μας» απάντησε και μου έκλεισε το μάτι!
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης με υποδέχτηκε με το γνωστό του χιούμορ.
«Καλώς τον Άγιο Βασίλη!».
«Όχι και Άγιος Βασίλης. Είμαι ένας από τους Τρεις Μάγους και σου φέρνω φωτογράφιση!» του απάντησα χαμογελώντας.
Με κέρασε καφέ και πιάσαμε κουβέντα σχετικά με το ποιο σημείο μέσα στο χώρο του ήταν κατάλληλο για το σκηνικό που θέλαμε να στήσουμε.
«Δώσε μου λίγο χρόνο να κάνω μια γύρα!».
Άρχισα να διερευνώ τους χώρους για να ανακαλύψω πού θα μπορούσα να τον φωτογραφίσω. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και το σπίτι πολύ φωτεινό. Ιδανικός συνδυασμός, ο οποίος δημιουργούσε μια εκπληκτική ατμόσφαιρα με πολλαπλές τονικές αντιθέσεις στο χώρο.
«Ρίξε μια ματιά και στο άλλο το δωμάτιο, μήπως και σου κάνει καλύτερα» φώναξε.
Γυρίζω και τον βλέπω που κάθεται πάνω στα σκαλιά, κρατώντας στο ένα χέρι μια κούπα με καφέ.
«Σκαμπ, μείνε εκεί όπως είσαι και μη κουνηθείς! Στήνω αμέσως τη μηχανή».
«Τι, εδώ στα σκαλιά;».
«Ναι ρε, είναι τέλεια!» του απαντώ.
«Μισό! Τουλάχιστον να βγάλω τις παντόφλες και να βάλω παπούτσια».
«Είσαι τρελός; Αυτό το σκηνικό είναι βγαλμένο από το διήγημα σου «Μύδια στο ανθοδοχείο!»
«Ηλία, ρίχτο!» μου λέει και ξεκίνησα να φωτογραφίζω.
Με τον Αλμπέρτο Ναρ είχαμε βρεθεί σε διάφορες λογοτεχνικές εκδηλώσεις, αλλά ποτέ δεν είχα τη χαρά να τον γνωρίσω προσωπικά. Τον γνώριζα μόνο μέσα από τα βιβλία του.
Η φωτογράφιση ήταν αυτή που μου έδωσε την ευκαιρία για μια προσωπική γνωριμία. Το διαμέρισμα στο οποίο διέμενε με την οικογένειά του ήταν απλό και λιτό. Παραδόξως, από όλους τους χώρους το χωλ ήταν που με κέρδισε για να συνθέσω το σκηνικό μέσα στο οποίο θα τον φωτογράφιζα.
Ο Ναρ, τόσο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης, ήταν πολύ χαρούμενος. Πολύ γελαστός. Δεν έκρυψε ούτε στιγμή τη χαρά που είχε ότι φωτογραφιζόταν. Αυτή τη χαρά θέλησα κι εγώ με τη σειρά μου να την καταγράψω και την αναδείξω μέσα από το φακό μου.
Κι ενώ τον καθοδηγώ, έρχεται ο γιος του, o Λέων, και κάθεται στον καναπέ που βρίσκεται ακριβώς πίσω από τον Αλμπέρτο. Γυρίζει, μας κοιτάει και λέει:
«Μήπως ενοχλώ εδώ;».
«Όχι, όχι, καθόλου! Κάτσε εκεί!», φώναξα.
Η παρουσία του σ’ εκείνο το σημείο του κάδρου ήταν ακριβώς ό,τι έλειπε για να ολοκληρωθεί η σύνθεση της εικόνας μου.
Η πόρτα άνοιξε και πρώτη με υποδέχτηκε μια μικρή γατούλα. Το ζεύγος Κοσματόπουλου, που είχε από καιρό ειδοποιηθεί για την επικείμενη επίσκεψή μου, είχε φορέσει τα καλά του. Περίμεναν να τους δώσω οδηγίες για το πού και πώς να ποζάρουν.
Ζήτησα ευγενικά να κάνω μια ανίχνευση στον χώρο τους, έτσι ώστε να μπορέσω να δημιουργήσω το σκηνικό που θα ταίριαζε στο ύφος της κατοικίας τους.
Μια κανάτα κρασί κι ένα καλάθι με φρούτα στην άκρη του τραπεζιού, μια καρέκλα και, ως φόντο, ο τοίχος με πίνακες ζωγραφικής της συζύγου του, Όλγας Σταυρίδου, ήταν το ιδανικό σκηνικό.
Προσκάλεσα το ζευγάρι για να το τοποθετήσω στο κάδρο της μηχανής μου.
Κι ενώ είμαι απορροφημένος με τις απαραίτητες μετρήσεις στο φως και την εστίαση, περνάει από δίπλα μου η Σταυρίδου, σκύβει και μου ψιθυρίζει στο αυτί:
«Η καλή μου πλευρά είναι η δεξιά…» Της έκλεισα με νόημα το μάτι χαμογελώντας.
Συνέχισα να κάνω τις αναγκαίες ρυθμίσεις και απομακρύνθηκα για λίγο από τη φωτογραφική μηχανή. Επιστρέφοντας, κοίταξα ξανά μέσα από το σκόπευτρο. Η εικόνα που αντίκρισα ήταν συγκλονιστική.
Ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος είχε πάρει και κρατούσε σφιχτά το χέρι της γυναίκας του, ενώ η γατούλα έχει ανέβει πάνω στην ίδια τη Σταυρίδου και άραζε στην ποδιά της.
Τη στιγμή που ετοιμάζομαι να τραβήξω αυτό το μαγικό πλάνο, η Σταυρίδου γυρνάει ελαφρά το κεφάλι προς τ’ αριστερά, για να προβάλει την καλή πλευρά του προσώπου της. Ταυτόχρονα, η γάτα γέρνει το δικό της κεφάλι προς τα δεξιά, σαν να ήθελε κι αυτή να μου τονίσει την αντίστοιχη δική της καλή πλευρά.
«Κλικ» ακούστηκε από τη μηχανή. Όπλισα ξανά αμέσως κι έκανα μια δεύτερη λήψη, για να διασφαλίσω ότι δε θα έχανα αυτήν την υπέροχη εικόνα, που είχε προβάλει στιγμιαία μπροστά στο φακό μου.
Το να βρεθεί κανείς στο εργαστήρι του είναι από μόνο του μια μοναδική εμπειρία.
Όλο το εργαστήρι ένα θεατρικό σκηνικό. Ήταν τόσες πολλές οι επιλογές που είχα στη διάθεση μου, που στο τέλος βρέθηκα σε αδιέξοδο. Αδυνατούσα να καταλήξω στο πού θα έστηνα τη φωτογραφική μηχανή μου.
Στο τέλος γύρισα και του είπα:
«Στέλιο, εσύ εδώ μέσα πού νιώθεις πιο άνετα;»
«Να, εδώ μπροστά σ’ αυτό το μικρό γραφείο. Εδώ είναι που συγκεντρώνομαι και ξεκινάω την ημέρα μου σχεδιάζοντας. Μετά ζωγραφίζω».
«Ε, λοιπόν κι εγώ εδώ θα σε φωτογραφίσω» και έβγαλα τη μηχανή για να την ετοιμάσω. Εκείνος ξεκίνησε να συμμαζεύει το χώρο για να βάλει πρόχειρα λίγη τάξη.
Κι όμως, τα πάντα ήταν εκεί που έπρεπε. Κι όλα μαζί δημιουργούσαν μια μοναδική ατμόσφαιρα στο συγκεκριμένο χώρο εκείνη την ώρα.
«Ρε συ Στέλιο, μην αλλάζεις κάτι. Όλα είναι Μαυρομάτης!» του είπα.
Έβαλα φιλμ στη μηχανή και άρχισα να τον φωτογραφίζω.
Μία σειρά έντυπων και διαδικτυακών εκδόσεων, οπτικοακουστικών παραγωγών και δράσεων για την Ιστορία, τα Γράμματα, τις Τέχνες και τις Ιδέες στην πόλη, που προβάλλει πτυχές και πρόσωπα της ιστορικής και σύγχρονης Θεσσαλονίκης.
Μία πλατφόρμα διαλόγου, ιδεών και δράσεων για την ανάδειξη της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, την προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού, και την ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα της πόλης.
Εγγραφείτε στο newsletter του Θεσσαλονικέων Πόλις δωρεάν για να λαμβάνετε στο inbox σας πρωτογενή ρεπορτάζ για την πόλη, άρθρα, συνεντεύξεις και επιλογές από την έντυπη και διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει περάσει κατά καιρούς μπροστά από το φακό μου αρκετές φορές και σε διάφορα μέρη. Στην Άνω Πόλη όμως, στο σπίτι όπου διέμενε, δεν είχα πάει ποτέ μου.
Ο Ντίνος με περίμενε στην πόρτα.
«Έλα, χρυσό μου, πέρασε μέσα» μου είπε κρατώντας στην αγκαλιά του μια γάτα.
«Τι να σε κεράσω; Θέλεις ένα σοκολατάκι;».
«Τίποτα, κύριε Ντίνο, ευχαριστώ» απάντησα.
«Λοιπόν, πού νομίζεις ότι πρέπει να στηθώ;» ρώτησε.
«Να δω λίγο τους χώρους του σπιτιού και μετά θα σας πω».
«Κάνε ό,τι νομίζεις. Εσύ άλλωστε είσαι ο φωτογράφος».
Ξεκίνησα να ανιχνεύω τους χώρους, οι οποίοι ξεχείλιζαν από βιβλία, χαρτιά, σημειώσεις και πίνακες. Δεν ήταν ακατάστατα. Φαίνονταν, όπως και σε άλλα παρόμοια μέρη που έχω βρεθεί, «επιμελώς ατημέλητα». Θα μπορούσες να πεις ότι θύμιζαν μετακόμιση.
Καθώς έκανα την περιήγηση μου, την προσοχή μου τράβηξαν μια γωνιακή βιβλιοθήκη μαζί με κάτι κιβώτια που τα είχε μετατρέψει σε πρόχειρο τραπεζάκι.
«Κύριε Ντίνο, έχουμε μήπως κανένα βάζο με λουλούδια;» τον ρώτησα.
«Πάντα έχω λουλούδια στο σπίτι μου. Κάτσε να σου τα φέρω».
Και επέστρεψε κρατώντας ένα βάζο γεμάτο φρέσκα λουλούδια.
«Πού τα θέλεις;».
«Εδώ, πάνω στα κιβώτια, στο τραπεζάκι. Ευχαριστώ».
Το σκηνικό μου ήταν σχεδόν έτοιμο και περίμενε τον πρωταγωνιστή του. Του ζήτησα να πάρει ένα βιβλίο στα χέρια και τον οδήγησα στο σημείο που είχα επιλέξει για να ποζάρει. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας ο Ντίνος ούτε γκρίνιαξε, ούτε παραπονέθηκε, ούτε δυσανασχέτησε, αν και το συνήθιζε σε τέτοιες περιπτώσεις. Το αντίθετο. Φαινόταν να το απολαμβάνει.
Τον παρατηρώ μέσα από το σκόπευτρο της φωτογραφικής μου μηχανής. Έχει απορροφηθεί στο διάβασμα του βιβλίου που κρατά στα χέρια του.
«Κύριε Ντίνο, τα μάτια σας εδώ, στο φακό!»
Μόλις είχα τραβήξει την πρώτη φωτογραφία.
Από τη στιγμή που πέρασα μέσα στο χώρο του Τάκη Βαρβιτσιώτη, δε χρειάστηκε καθόλου να ψάξω το σκηνικό για να στήσω το κάδρο μέσα στο οποίο θα τον τοποθετούσα.
Ήταν ήδη έτοιμο από καιρό. Με απόλυτη ισορροπία και εκπληκτική συμμετρία. Ξεκίνησα να τον φωτογραφίζω και παρατήρησα πως η φιγούρα του ενσωματωνόταν πλήρως στην αισθητική του χώρου, έμοιαζε μάλιστα αναπόσπαστο μέρος του. Εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ήταν πολύ συνεργάσιμος και ακολούθησε υπομονετικά όλες τις οδηγίες που του έδωσα κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης.
Ο Βαρβιτσιώτης, την ημέρα εκείνη, μέσα σε αυτό το ανεπανάληπτο θεατρικό σκηνικό και την ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε, έδωσε μέσα από το φακό μου μια μοναδική παράσταση.
Και δεν αμέλησα να τον ευχαριστήσω γι’ αυτό.
Κυριακή πρωί και χτυπάω το κουδούνι της εξώπορτας του Γεώργιου Βαφόπουλου. Μια πρόσχαρη και πολύ ευγενική φυσιογνωμία μου ανοίγει και μου χαμογελάει. Ήταν η σύζυγος του, Αναστασία Γερακοπούλου.
«Είσαι ο Αντρέας, σωστά;».
«Μάλιστα!».
« Έλα μέσα, σε περιμένει».
«Σας ευχαριστώ», απάντησα και προχώρησα, έχοντας ήδη ξεκινήσει να περιεργάζομαι το σπίτι.
Πηγαίνοντας προς το χώρο όπου με περίμενε, το άγχος μου και η περιέργεια για την επικείμενη συνάντηση μεγάλωναν όλο και περισσότερο. Η λύτρωση ήρθε όταν επιτέλους έφτασα στο γραφείο του και τον αντίκρισα.
«Καλώς τον, καλημέρα!» είπε και μου πρότεινε το χέρι.
«Καλημέρα σας, κύριε Βαφόπουλε!» απάντησα, και ανταλλάξαμε μια θερμή χειραψία.
«Χαίρομαι πολύ που επιτέλους σας γνωρίζω!».
Τα συναισθήματά μου μοναδικά, καθώς μόλις είχα ολοκληρώσει την ανάγνωση του τετράτομου έργου του Σελίδες Αυτοβιογραφίας και δεν πίστευα στα μάτια μου ότι είχα μπροστά μου ολοζώντανο το συγγραφέα τους.
Μου πρόσφεραν σπιτικό γλυκό και στη συνέχεια ξεκινήσαμε την κουβέντα με τον Βαφόπουλο. Ρώτησε για τη σχολή μου, για τους καθηγητές μου, καθώς και για τον σκοπό της φωτογράφισης.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης τον περιεργαζόμουνα πολύ διακριτικά. Είχε βάλει καλά ρούχα και ήταν ιδιαίτερα περιποιημένος. Ο Βαφόπουλος προερχόταν από παλιά γενιά, δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Γι’ αυτόν, η φωτογράφιση ήταν ένα γεγονός.
Ταυτόχρονα διερεύνησα και το χώρο του. Πάνω από το γραφείο δέσποζε η προσωπογραφία του, δώρο του Πολύκλειτου Ρέγκου. Ήταν το δυνατό στοιχείο που μου τράβηξε την προσοχή για το πού θα έστηνα το κάδρο μου.
Χαμένος μέσα σε τέτοιες σκέψεις, η φωνή του με επανάφερε στη συζήτηση μας:
«Λοιπόν, τι λες, ξεκινάμε; Πού θα ήθελες να σταθώ;»
Είχα ήδη έτοιμο στο μυαλό μου το σκηνικό μέσα στο οποίο θα τον έστηνα. Με κάποιες παραλλαγές, αλλά το κυρίως σκηνικό θα παρέμενε ίδιο.
Τοποθέτησα τη φωτογραφική μηχανή στο τρίποδο και άρχισα να αποτυπώνω τον ήρωα μου μέσα στην μοναδική ατμόσφαιρα του γραφείου του. Εκείνες τις στιγμές ένιωθα να περνούν από μπροστά μου μια-μια οι σελίδες των βιβλίων του. Περιεργαζόμουνα τον Βαφόπουλο από το σκόπευτρο της μηχανής. Ήταν πολύ άνετος, γιατί ακριβώς βρισκόταν στο χώρο του.
Όταν ένιωσα ότι δεν έχω κάτι άλλο να αναδείξω, γύρισα προς το μέρος του και είπα:
«Κύριε Βαφόπουλε, τελειώσαμε!».
«Ωραία», μου απάντησε. «Είσαι ικανοποιημένος;».
«Ναι! Όταν με το καλό τις εμφανίσω, θα σας δώσω μια σειρά».
«Ωραία! Σ’ ευχαριστώ πολύ».
Σε λίγο εμφανίστηκε και η σύζυγος και πιασμένοι χέρι-χέρι, με ξεπροβόδισαν ευγενικά.
Καθώς κατέβαινα με το ασανσέρ, έσφιξα δυνατά τη φωτογραφική μηχανή και προσπάθησα να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου από τις εικόνες που μόλις είχα βιώσει.
Ήταν αδύνατον.
Όταν βρέθηκα στο διαμέρισμα του Νίκου Μπακόλα για να τον φωτογραφίσω, ανακάλυψα ότι ήταν κάτι σαν μικρή πινακοθήκη. Είχε μια μεγάλη συλλογή από πίνακες που βοήθησαν πολύ τόσο στο σκηνικό, όσο και στη δημιουργία του κάδρου που ήθελα να απεικονίσω. Όπως και ο Βαφόπουλος, έτσι και ο Μπακόλας ανήκε κι αυτός στην παλιά γενιά, γι’ αυτό και ήταν ντυμένος με τα καλά του ρούχα.
Λιγομίλητος, δε μου άφησε πολλά περιθώρια οικειότητας, ώστε να μπορέσω να τον προσεγγίσω για να χαλαρώσει περισσότερο. Άλλωστε, δεν είχαμε ποτέ συναντηθεί στο παρελθόν.
Το φόντο με τους πίνακες σε συνάρτηση με το φως που διαχεόταν μέσα στο διαμέρισμα ήταν ο τέλειος συνδυασμός που μ’ έκανε να επιλέξω σχετικά γρήγορα το σημείο στο οποίο θα τον τοποθετούσα. Κοιτώντας από το σκόπευτρο, η φιγούρα του Μπακόλα κυριαρχούσε στο κάδρο μου αφήνοντας ένα κενό στη δεξιά πλευρά, που το έκανε «να γέρνει αντιαισθητικά». Κάτι έλειπε. Για να αντισταθμίσω αυτό το κενό χρειαζόμουνα ένα αντικείμενο που θα έπαιζε το ρόλο του αντίβαρου.
Σήκωσα το κεφάλι κι έριξα μια ματιά τριγύρω. Το μάτι μου έπεσε πάνω στο καπέλο του. Ζήτησα την άδειά του να το χρησιμοποιήσω στη σύνθεση του κάδρου. Δεν έφερε αντίρρηση.
Το τοποθέτησα στο κενό που μ’ ενοχλούσε κι επέστρεψα στη φωτογραφική μηχανή. Το κάδρο μου είχε πλέον ισορροπήσει και μπορούσα να προχωρήσω στη φωτογράφιση. Ο Μπακόλας ήρεμος, περίμενε υπομονετικά να την ολοκληρώσω. Ήταν πολύ συνεργάσιμος σε ό,τι του ζήτησα.
«Τελειώσαμε, κυρ Νίκο!» είπα κάποια στιγμή.
Χαμογέλασε, πήρε το καβουράκι, το φόρεσε, και με ρώτησε αν θα μπορούσα να τον βγάλω ακόμα μια φωτογραφία με αυτό.
«Χαρά μου, κυρ Νίκο, δε χαλάω χατίρια».
Με το που μπήκα στο ατελιέ της, τα μάτια μου καρφώθηκαν στο έργο που ήταν κρεμασμένο δίπλα στην πόρτα της εισόδου. Στάθηκα μπροστά του και το χάζευα.
«Έχω κι άλλα στο μέσα δωμάτιο. Πέρνα να ρίξεις και σ’ αυτά μια ματιά!» μου είπε η Ναταλία.
Προχώρησα παραμέσα και αντίκρισα κι άλλους πίνακες. Έκπληκτος διαπίστωσα ότι ανάμεσα στα έργα στεκόταν η ίδια αυτή καρέκλα που ήταν ζωγραφισμένη στον πίνακα της εισόδου.
Σχεδόν ασυναίσθητα την άρπαξα και τη μετέφερα μπροστά στον πίνακα στον οποίο απεικονιζόταν. Γυρνάω στη Ναταλία και της λέω:
«Πες μου ότι έχεις τα παπούτσια και το παλτό!»
«Ναι, τα έχω, απάντησε, κάτσε να τα φέρω».
Επέστρεψε κρατώντας τα στο χέρι.
«Πού τα θέλεις;».
«Δώσε μου τα, θα τα βάλω εκεί που νομίζω πως ταιριάζουν καλύτερα» .
Μετακίνησα λίγο την καρέκλα, έβαλα πάνω της το παλτό και τοποθέτησα τα παπούτσια.
«Έλα, Ναταλία, είμαστε έτοιμοι!»
Με τον Μανόλη Ξεξάκη, εκτός από τη προσωπική γνωριμία, είχαμε συνεργαστεί και επαγγελματικά. Η αναγκαία για τη φωτογράφιση οικειότητα προϋπήρχε. Έχοντας διαβάσει τα περισσότερα από τα βιβλία του, τον έβλεπα κι αυτόν σαν έναν από τους ζωντανούς ήρωες των λογοτεχνικών αναμνήσεών μου.
Με το που καθίσαμε στο σαλόνι, ήταν επόμενο να αρχίσουμε τις ρακές.
«Μανόλη» του λέω σε μια στιγμή, «να αφήσουμε τις υπόλοιπες ρακές γι’ αργότερα; Γιατί αν δε το κάνουμε, παίζει να μη καταφέρουμε να σε φωτογραφίσω».
Συμφώνισε μαζί μου, γελώντας.
«Κοίτα, για να σε βοηθήσω να βρεις το χώρο που αναζητάς, σου προτείνω το γραφείο μου. Με φόντο τη βιβλιοθήκη είναι το σημείο που εγώ θεωρώ καλύτερο. Εκεί γράφω συνήθως. Αυτός είναι ο δικός μου προσωπικός χώρος μέσα στο σπίτι».
Έριξα μια ματιά για να δω αυτό που μου περιέγραφε.
«Εντάξει, συμφωνώ. Καλός φαίνεται. Και από τη στιγμή που εσύ νιώθεις άνετα εκεί, νομίζω πως θα καταφέρουμε να έχουμε ένα καλό αποτέλεσμα».
Έστησα τη μηχανή και ξεκίνησα να συνθέτω το κάδρο μου. Ο Ξεξάκης ήταν όντως χαλαρός, άνετος και ωραίος. Το είδωλό του πάνω στο τζάμι του γραφείου ήταν ένα καλό στοιχείο στη σύνθεση της εικόνας, αλλά έπιανε πολύ μεγάλο χώρο μέσα στο κάδρο.
Του ζήτησα να πάρει ένα βιβλίο και να το ανοίξει, έχοντας πρόχειρα στα χέρια τα γυαλιά του. Ξανακοίταξα μέσα από το σκόπευτρο και διαπίστωσα ότι η σύνθεση είχε βελτιωθεί πολύ. Έτσι όπως την είχα στο μυαλό μου.
Άρχισα να τον φωτογραφίζω. Ήταν ο Ξεξάκης που ήξερα.
«Ωραίες βγαίνουν, Μανόλη» του είπα σε κάποια στιγμή.
«Και θα γίνουν ακόμα πιο ωραίες όταν θα έχουμε πιει τις ρακές μας» απάντησε και μου έκλεισε το μάτι!
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης με υποδέχτηκε με το γνωστό του χιούμορ.
«Καλώς τον Άγιο Βασίλη!».
«Όχι και Άγιος Βασίλης. Είμαι ένας από τους Τρεις Μάγους και σου φέρνω φωτογράφιση!» του απάντησα χαμογελώντας.
Με κέρασε καφέ και πιάσαμε κουβέντα σχετικά με το ποιο σημείο μέσα στο χώρο του ήταν κατάλληλο για το σκηνικό που θέλαμε να στήσουμε.
«Δώσε μου λίγο χρόνο να κάνω μια γύρα!».
Άρχισα να διερευνώ τους χώρους για να ανακαλύψω πού θα μπορούσα να τον φωτογραφίσω. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και το σπίτι πολύ φωτεινό. Ιδανικός συνδυασμός, ο οποίος δημιουργούσε μια εκπληκτική ατμόσφαιρα με πολλαπλές τονικές αντιθέσεις στο χώρο.
«Ρίξε μια ματιά και στο άλλο το δωμάτιο, μήπως και σου κάνει καλύτερα» φώναξε.
Γυρίζω και τον βλέπω που κάθεται πάνω στα σκαλιά, κρατώντας στο ένα χέρι μια κούπα με καφέ.
«Σκαμπ, μείνε εκεί όπως είσαι και μη κουνηθείς! Στήνω αμέσως τη μηχανή».
«Τι, εδώ στα σκαλιά;».
«Ναι ρε, είναι τέλεια!» του απαντώ.
«Μισό! Τουλάχιστον να βγάλω τις παντόφλες και να βάλω παπούτσια».
«Είσαι τρελός; Αυτό το σκηνικό είναι βγαλμένο από το διήγημα σου «Μύδια στο ανθοδοχείο!»
«Ηλία, ρίχτο!» μου λέει και ξεκίνησα να φωτογραφίζω.
Με τον Αλμπέρτο Ναρ είχαμε βρεθεί σε διάφορες λογοτεχνικές εκδηλώσεις, αλλά ποτέ δεν είχα τη χαρά να τον γνωρίσω προσωπικά. Τον γνώριζα μόνο μέσα από τα βιβλία του.
Η φωτογράφιση ήταν αυτή που μου έδωσε την ευκαιρία για μια προσωπική γνωριμία. Το διαμέρισμα στο οποίο διέμενε με την οικογένειά του ήταν απλό και λιτό. Παραδόξως, από όλους τους χώρους το χωλ ήταν που με κέρδισε για να συνθέσω το σκηνικό μέσα στο οποίο θα τον φωτογράφιζα.
Ο Ναρ, τόσο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης, ήταν πολύ χαρούμενος. Πολύ γελαστός. Δεν έκρυψε ούτε στιγμή τη χαρά που είχε ότι φωτογραφιζόταν. Αυτή τη χαρά θέλησα κι εγώ με τη σειρά μου να την καταγράψω και την αναδείξω μέσα από το φακό μου.
Κι ενώ τον καθοδηγώ, έρχεται ο γιος του, o Λέων, και κάθεται στον καναπέ που βρίσκεται ακριβώς πίσω από τον Αλμπέρτο. Γυρίζει, μας κοιτάει και λέει:
«Μήπως ενοχλώ εδώ;».
«Όχι, όχι, καθόλου! Κάτσε εκεί!», φώναξα.
Η παρουσία του σ’ εκείνο το σημείο του κάδρου ήταν ακριβώς ό,τι έλειπε για να ολοκληρωθεί η σύνθεση της εικόνας μου.
Η πόρτα άνοιξε και πρώτη με υποδέχτηκε μια μικρή γατούλα. Το ζεύγος Κοσματόπουλου, που είχε από καιρό ειδοποιηθεί για την επικείμενη επίσκεψή μου, είχε φορέσει τα καλά του. Περίμεναν να τους δώσω οδηγίες για το πού και πώς να ποζάρουν.
Ζήτησα ευγενικά να κάνω μια ανίχνευση στον χώρο τους, έτσι ώστε να μπορέσω να δημιουργήσω το σκηνικό που θα ταίριαζε στο ύφος της κατοικίας τους.
Μια κανάτα κρασί κι ένα καλάθι με φρούτα στην άκρη του τραπεζιού, μια καρέκλα και, ως φόντο, ο τοίχος με πίνακες ζωγραφικής της συζύγου του, Όλγας Σταυρίδου, ήταν το ιδανικό σκηνικό.
Προσκάλεσα το ζευγάρι για να το τοποθετήσω στο κάδρο της μηχανής μου.
Κι ενώ είμαι απορροφημένος με τις απαραίτητες μετρήσεις στο φως και την εστίαση, περνάει από δίπλα μου η Σταυρίδου, σκύβει και μου ψιθυρίζει στο αυτί:
«Η καλή μου πλευρά είναι η δεξιά…» Της έκλεισα με νόημα το μάτι χαμογελώντας.
Συνέχισα να κάνω τις αναγκαίες ρυθμίσεις και απομακρύνθηκα για λίγο από τη φωτογραφική μηχανή. Επιστρέφοντας, κοίταξα ξανά μέσα από το σκόπευτρο. Η εικόνα που αντίκρισα ήταν συγκλονιστική.
Ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος είχε πάρει και κρατούσε σφιχτά το χέρι της γυναίκας του, ενώ η γατούλα έχει ανέβει πάνω στην ίδια τη Σταυρίδου και άραζε στην ποδιά της.
Τη στιγμή που ετοιμάζομαι να τραβήξω αυτό το μαγικό πλάνο, η Σταυρίδου γυρνάει ελαφρά το κεφάλι προς τ’ αριστερά, για να προβάλει την καλή πλευρά του προσώπου της. Ταυτόχρονα, η γάτα γέρνει το δικό της κεφάλι προς τα δεξιά, σαν να ήθελε κι αυτή να μου τονίσει την αντίστοιχη δική της καλή πλευρά.
«Κλικ» ακούστηκε από τη μηχανή. Όπλισα ξανά αμέσως κι έκανα μια δεύτερη λήψη, για να διασφαλίσω ότι δε θα έχανα αυτήν την υπέροχη εικόνα, που είχε προβάλει στιγμιαία μπροστά στο φακό μου.
Το να βρεθεί κανείς στο εργαστήρι του είναι από μόνο του μια μοναδική εμπειρία.
Όλο το εργαστήρι ένα θεατρικό σκηνικό. Ήταν τόσες πολλές οι επιλογές που είχα στη διάθεση μου, που στο τέλος βρέθηκα σε αδιέξοδο. Αδυνατούσα να καταλήξω στο πού θα έστηνα τη φωτογραφική μηχανή μου.
Στο τέλος γύρισα και του είπα:
«Στέλιο, εσύ εδώ μέσα πού νιώθεις πιο άνετα;»
«Να, εδώ μπροστά σ’ αυτό το μικρό γραφείο. Εδώ είναι που συγκεντρώνομαι και ξεκινάω την ημέρα μου σχεδιάζοντας. Μετά ζωγραφίζω».
«Ε, λοιπόν κι εγώ εδώ θα σε φωτογραφίσω» και έβγαλα τη μηχανή για να την ετοιμάσω. Εκείνος ξεκίνησε να συμμαζεύει το χώρο για να βάλει πρόχειρα λίγη τάξη.
Κι όμως, τα πάντα ήταν εκεί που έπρεπε. Κι όλα μαζί δημιουργούσαν μια μοναδική ατμόσφαιρα στο συγκεκριμένο χώρο εκείνη την ώρα.
«Ρε συ Στέλιο, μην αλλάζεις κάτι. Όλα είναι Μαυρομάτης!» του είπα.
Έβαλα φιλμ στη μηχανή και άρχισα να τον φωτογραφίζω.