1912: Όταν η Ελλάδα συνάντησε τη Θεσσαλονίκη

Η απελευθέρωση και η συνάντηση ενός μικρού βασιλείου με μια μεγάλη, πολυεθνική μητρόπολη

Με αφορμή την επέτειο από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, θα εστιάσω στη στιγμή εκείνη που εύστοχα έχει συνδέσει ο Mark Mazower με τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Ανήμερα του Αγίου, 26η Οκτωβρίου του 1912, υπογράφεται η άνευ όρων συνθήκη παράδοσης της πόλης από τον Χασάν Ταχσίν Πασά στον ελληνικό στρατό. Για να είμαστε ακριβείς, οι υπογραφές έπεσαν αργά τη νύχτα της 26ης, με ορισμένες πηγές να τοποθετούν την παράδοση στα μεσάνυχτα προς την 27η, ωστόσο στα πρακτικά ανεγράφη η 26η, πιθανότατα για να συμπέσει με τον εορτασμό του Αγίου.

Ξεφεύγοντας από ένα συγκεχυμένο πνεύμα ανεκδοτολογίας ή αφηρημένης ιστορικίστικης παράθεσης, αξιολογότερο θεωρώ πως θα ήταν να σταθούμε στο ειδικό βάρος γεγονότων που συγκροτούν την επέτειο ως τέτοια. Καταρχάς, πλάι στη λέξη επέτειο αρμόζει, αναμφίβολα, ο προσδιορισμός της ως εθνική. Τούτο, διότι οι εθνικές επέτειοι, από καταβολής των νεωτερικών κι εθνικών κρατών του 18ου αιώνα και μετά, κωδικοποιούν συμβολικά, και στέκουν ως πυλώνες εθνικής μνήμης.

Ύστερα από δύο αιώνες ύπαρξης του ελληνικού κράτους, οι επέτειοι που έχουν εντέλει καθολικά επικρατήσει ως φανοστάτες της εθνικής μνήμης, δεν αφορούν τόσο στους Βαλκανικούς Πολέμους, στο πλαίσιο των οποίων η χώρα διπλασιάστηκε εδαφικά και δημογραφικά, καθώς ενσωμάτωσε και τη Θεσσαλονίκη, επισήμως με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913. Ως εκ τούτου, η Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ως επέτειος, αναπόδραστα αποκτά έναν μάλλον εσωστρεφή χαρακτήρα. Απευθύνεται, δηλαδή, κυρίως στην πόλη και στους κατοίκους της. Κι ενώ τούτο δύναται να ιδωθεί υπό το πρίσμα ενός επαρχιωτισμού, μπορεί να είναι μια γόνιμη στιγμή αναμέτρησης του παρελθόντος με το παρόν.

Εκτός από λάρνακα εθνικής μνήμης κι ενός περίλαμπρου αφηγήματος, η επέτειος είναι εξ ορισμού σύμφυτη με τα οράματα και τις προσδοκίες του μέλλοντος. Όπως αυτά βιώνονται, μεταλαμπαδεύονται και πλάθονται διαχρονικά από τους ανθρώπους, έτσι τα γεγονότα, κάθε φορά φτάνουν σε εμάς επανασημασιοδοτημένα, με διαφορετικό συμβολικό βάρος και συγκινησιακό φορτίο. Προτείνω, λοιπόν, μία ανάγνωση της 26ης Οκτωβρίου όχι ως ημερολογιακή υπενθύμιση στρατιωτικών επιχειρήσεων και νικών, αλλά ως έναν χρονότοπο που ενσαρκώνει την εγκαινίαση των οραμάτων για την πόλη αυτή και τη θέση της έκτοτε στο ελληνικό κράτος.

Το γνωστό Σιντριβάνι, στην κορυφή του οποίου κυματίζει η γαλανόλευκη συμβολίζοντας την νέα πραγματικότητα. Πηγή: Tety Solou

Η επέτειος αυτή, που κατά τα άλλα υπενθυμίζει μια συντυχία περιστάσεων, τόσο τη διπλωματική μαεστρία του βενιζελικού καθεστώτος, τις απροσδόκητες και περίτρανες επιτυχίες της Ελλάδας στους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά και μια εθνική ευφορία για την ενσωμάτωση της Θεσσαλονικής στο ελληνικό κράτος, συνιστά περισσότερο μία μετωνυμία σειράς εξελίξεων από το 1912 έως τις μέρες μας, που μέσα στη μακρά τους διάρκεια (longue durée), επαναδιαπραγματεύονται τις αναμονές και τα οράματα για την πόλη μας και εξετάζουν τις διαδικασίες δόμησης του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Ήταν ανέλπιδο εν έτει 1912 πως θα ήτο πόλεμος με την Τουρκία, τον οποίον θα ενικούσαμεν.

Aπό τα απομνημονεύματα του Μακεδονομάχου Νικόλαου Νταηλάκη.  

Και διότι ουδόλως αυτονόητες είναι οι διαδικασίες αυτές, το χρονικό της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης το 1912 ξετυλίγει μία σειρά γεγονότων και σκηνών, που ομολογούν την κωλυματική, κατ’ ουσίαν, ενσωμάτωση μιας τόσο κοσμοπολίτικης και ετεροδύναμης πόλης στα όρια ενός μικρού τότε ελληνικού βασιλείου, πολύ πριν καταστεί αυτή που είναι στο σήμερα.

Το παραπάνω διαπιστώνει και ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο έργο του Ἡ ὁνοματοθεσία ὁδῶν καί πλατειῶν, όπου γράφει: Ἡ Σαλονίκη κατελήφθη ἀπό τόν ἑλληνικό στρατό τό 1912, ἀλλά δόθηκε στήν Ἑλλάδα μετά ἀπό δεκαπέντε χρόνια (σ. 130 ). Πράγματι, το δημογραφικό ισοζύγιο μέχρι και την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, εξακολουθούσε να γέρνει προς την εβραϊκή και μουσουλμανική κοινότητα της πόλης (η επίσημη απογραφή του 1913 καταγράφει περίπου 61.000 Εβραίους, 46.000 Τούρκους, και 40.000 Έλληνες), δυσχεραίνοντας το, ούτως ή άλλως, κολοσσιαίο έργο ενσωμάτωσης μιας εκβιομηχανισμένης και περιπλοκότερης από κάθε άλλη πόλη της ελληνικής επικράτειας.

Ο Πετρόπουλος απαριθμεί τίτλους αξιωματούχων, παλιοελλαδιτών, που στελέχωσαν την νεότευκτη γραφειοκρατία της πόλης, παραγκωνίζοντας την εντόπια κοινωνία και τους εκπροσώπους της. Έτσι κάνει σαφές το χάσμα μεταξύ Σαλονικιών και Παλαιοελλαδιτών, […] πού δέν εἶχαν δεῖ ποτέ τους τράμ, ἄμαξες, ξένα σχολεῖα, χάσικο ψωμί και σιμίτια, πολυέλαιους και κρυστάλλινες ντουλάπες, ζαχαροπλαστεῖα με τεράστιους βενετσιάνικους καθρέφτες, τρένα και βαπόρια, βιεννέζικα καφενεῖα μέ κομψούς ἄντρες, ὡραῖες γυναῖκες μέ καπελαδοῦρες — ζαλισμένοι ἀπό τίς ξένες γλῶσσες πού ἄκουαν γύρο τους, καί, τσατισμένοι ἀπό τήν ποικιλία τῶν θρησκειῶν (:κάπου ἑξῆντα τζαμιά, τουλάχιστον σαράντα συναγωγές, πολλές ἑλληνικές καί σέρβικες καί βουλγάρικες ἐκκλησίες, καθεδρικός τῶν καθολικών κτλ.).

Γνωρίζοντας κανείς την έκβαση των γεγονότων, ενδέχεται να παρακάμψει το γεγονός ότι η 26η Οκτωβρίου κάθε άλλο παρά λυσιτελές συμβάν ήταν. Ήταν η συνάντηση ενός ομογενοποιημένου (το κατά δύναμιν) εθνικού κράτους, με οθωμανικές επαρχίες πολυεθνοτικού και πολυθρησκευτικού τοπίου, μιας αυτοκρατορίας με παρουσία πέντε αιώνων σε αυτές. Τα πιθανά συναισθήματα των παλαιοελλαδιτών εκφράζει και ο Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν (Mémoires, 1979), ως εξής: ήμασταν περικυκλωμένοι από αβεβαιότητα και αναρωτιόμασταν τι μας επιφύλασσε η κατάληψη της πόλης και ποιο θα ήταν το πεπρωμένο των μακεδονικών επαρχιών.

Η αλληλοδιείσδυση διαφορετικών εθνοτικών ομάδων στη διάρκεια πολλών αιώνων είχε ως αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά δύσκολος ο διαχωρισμός τους στο καθεστώς των νεότευκτων εθνικών κρατών του 19ου και του 20ού αιώνα. (Μαρία Τοντόροβα, Το παιχνίδι της κλίμακας, Τα Βαλκάνια από τους εθνικισμούς στη μετασοσιαλιστική νοσταλγία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2022, σελ. 47). Φωτό: Joseph Pigassou

Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες της πόλης κατέκλυζαν τους δρόμους επευφημώντας την επέλαση του ελληνικού στρατού. Κατά τα λόγια του Βρετανού δημοσιογράφου σερ Reginald Rankin στο έργο του The Inner History of the Balkan War: Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο και τα τάγματα των πιονιέρων αναγκάστηκαν να ανοίξουν δρόμο με τις λαβές των τουφεκιών τους. Οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης, των οποίων η γλώσσα είχε φιμωθεί για εβδομάδες, εξέφρασαν ελεύθερα τη χαρά τους βλέποντας την ελληνική στολή.  

Παραδόξως, τις πρώτες εβδομάδες ίσχυσαν μέτρα που τότε δυσαρέστησαν αρκετούς ένθερμους οπαδούς της ελληνικής πλευράς, όπως το ότι δεν ανεστάλη η λειτουργία των περισσότερων τεμένων ή ότι η οθωμανική χωροφυλακή εξακολουθούσε να φυλάει οπλισμένη την πόλη υπό ελληνική εποπτεία. Βέβαια αργότερα αυτά κόπηκαν μαχαίρι, όταν η πόλη μπήκε σε εντατική τροχιά εξελληνισμού.

Καρτ ποστάλ εποχής: Η οδός Βουλγαροκτόνου 39 (χαρακτηριστική μετονομασία οδού), το Βελγικό προξενείο και έδρα της Οθωμανικής Εταιρείας Υδάτων Θεσσαλονίκης (Compagnie Ottomane des Eaux de Salonique) που συνέχισε και μετά το 1912 να λειτουργεί για βελγικά συμφέροντα. Πηγή: Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.

Μην ξεχνάμε πως στην πόλη ζούσαν μερικές χιλιάδες Φραγκολεβαντίνοι, ωφελούμενοι από το καθεστώς των διομολογήσεων που είχαν συναφθεί με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη. Εκείνα, κάθε άλλο παρά ευνοϊκά έβλεπαν το ελληνικό μέλλον της πόλης, που θα στερούσε από τους υπηκόους τους την προνομιούχο θέση που είχαν. Γι’ αυτό και ασκούσαν κριτική στο πόσο αποτελεσματική θα ήταν η ελληνική διακυβέρνηση, ενώ χώρες όπως η Ιταλία, η Γερμανία και η Γαλλία, προσέφεραν την προστασία τους και διαβατήρια στους Εβραίους εμπόρους. Σύμφωνα με την έρευνα του Mark Mazower, εντός εξαμήνου, γύρω στις δυόμιση χιλιάδες Εβραίων,  επέλεξαν, ισπανική, πορτογαλική ή αυστριακή αντί για ελληνική υπηκοότητα, τάση που ακολούθησαν και αρκετοί μουσουλμάνοι. Όλα αυτά μέχρι που το ελληνικό κράτος κατήργησε το καθεστώς των οθωμανικών διομολογήσεων.

Όσον αφορά τους Εβραίους, η αρχική τους στάση ήταν μάλλον καχύποπτη και φοβική. Φοβούμενοι τον οικονομικό μαρασμό που θα ακολουθούσε ενδεχόμενη αποκοπή της πόλης από την βαλκανική της ενδοχώρα και τις παραδοσιακές αγορές, ορισμένα επιφανή στελέχη της κοινότητας πρότειναν ένα διεθνιστικό σχέδιο διοίκησης, υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Και σαν κύλησε λίγο ο χρόνος στ’ αυλάκι, ήρθε η συνειδητοποίηση πως η ελληνική παρουσία στην πόλη ήρθε για να μείνει, φέρνοντας εικόνες όπως ελληνικές σημαίες να ανεμίζουν από τα σπίτια Εβραίων ενόψει εθνικών εορτών όπως μαρτυρείται από τον Τύπο της εποχής.

Μια τελευταία μνεία αξίζει να δοθεί στην πολιτική ιδιοφυΐα της διακυβέρνησης του Ε. Βενιζέλου, που εκείνη την κρίσιμη στιγμή όρισε ως γενικό κυβερνήτη της Μακεδονίας τον Κωνσταντίνο Ράκτιβαν, ο οποίος με τα πρώτα διαγγέλματά του έθεσε προ πυλών οράματα για την πόλη εντός του ελληνικού κράτους.

Προϋπάντησε, την πλήρη ισότητα μεταξύ των διαφορετικών φυλών, ζώντων ύπο την αιγίδα του ιδίου κράτους και υποσχέθηκε διακυβέρνηση άξια για ένα πολιτισμένο Κράτος, ισχυρό και αμερόληπτο. (Κ.Ρακτιβάν, Ἔγγραφα καί σημειώσεις ἐκ τῆς πρώτης Ἑλληνικῆς διοικήσεως τῆς Μακεδονίας, 1951.)

Με τα λόγια του Ρακτιβάν κλείνει η παρούσα μνεία για την επέτειο της 26ης Οκτωβρίου, κι ως χρονότοπος οραμάτων και προσδοκιών, θέτει ανοιχτό το εξής ερώτημα: Τι άραγε απομένει και παραμένει από αυτά, έναν και πλέον αιώνα αργότερα;

Διαβάστε επίσης

Ο Μανόλης Ξεξάκης γράφει για την αξία των τάφων και ονομάτων δρόμων της Θεσσαλονίκης ως εργαλείων διαπαιδαγώγησης και διατήρησης της ιστορικής μνήμης.
Η αξία των τάφων και της ονοματοδοσίας δρόμων παραμένει ως μελλοντικό εργαλείο διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς
Χρυσόστομος Σταμούλης: In memoriam
Νόμος του ήταν ο μεγάλος νόμος της αγάπης
Τελλόγλειο
Λονδίνο, Παρίσι, Βρυξέλλες: Σκέψεις από ένα ταξίδι ενόψει της έκθεσης για την εικαστική Θεσσαλονίκη στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα