Ούτε ανυπομονησία ούτε ενθουσιασμός. Μόνο μια ήρεμη χαρά με είχε κατακλύσει, γιατί η συζήτηση με τον Θωμά Κοροβίνη δεν θα χρειαζόταν αποκωδικοποιητή. Με το τσιγάρο του καίει αμφισημίες και υπεκφυγές. Τοποθετημένος δια βίου στις ιδιάζουσες αλλά φωτεινές κόγχες μιας ανατρεπτικής λογοτεχνίας. Αν και συνταξιούχος εκπαιδευτικός, συνεχίζει να κολλάει ένσημα στο βιβλίο της Ζωής, αποτυπώνοντάς την ακούραστα.
Στις σελίδες των βιβλίων του συναντάς τις παρακμιακές αλλά λυσσασμένες φιγούρες που κάποτε διαφέντευαν τη Σταυρούπολη, τον Βαρδάρη και λοιπές «κακόφημες» περιοχές, και διαπιστώνεις πως υπήρξαν κάποτε εκεί πλακόστρωτα, που τα ακριβά παπούτσια και τα ευαίσθητα στομάχια απέφευγαν σκανδαλισμένα.
Εκείνος ο αμαρτωλός Βαρδάρης έχει μεταβληθεί σε ένα αποθετήριο από θύμησες, που φθίνουν μέρα με τη μέρα. Το διάβα του χρόνου έσβησε σχεδόν ολότελα τα ίχνη του χθες: Ούτε καφενεία, ούτε εστιατόρια, ούτε κέντρα διασκέδασης για τους μύστες του γκροτέσκου.
Το μάτι σου πέφτει μόνο πάνω σε Κινέζους που μπαινοβγαίνουν σε πανομοιότυπα ρουχάδικα, σε πάρκινγκ, ψητοπωλεία, δημόσιες υπηρεσίες και ενοικιαζόμενα διαμερίσματα. Οι οίκοι ανοχής έχουν μετεγκατασταθεί, και το βράδυ οι κολώνες φωτίζουν βρώμικα πεζοδρόμια. Ο επικίνδυνος Βαρδάρης είναι πλέον «in».
Ουδείς ίσως καταλληλότερος από τον Κοροβίνη, αυτόν τον flaneur της «παθιάρικης καρντασούπολης», για να μας ξεναγήσει στα κελιά της ερωτικής παρανομίας, όπως αριστοτεχνικά τα περιέγραψε στο βιβλίο του «Κανάλ Ντ’ Αμούρ».
Ο Θωμάς Κοροβίνης τραγουδάει σ’ ένα στενό του Βαρδάρη στίχους από το τραγούδι «Τι να το κάνω πως είσαι ωραίος του Απόστολου Καλδάρα».
Ο Κοροβίνης πέρασε μια οκταετία στην Κωνσταντινούπολη καταγράφοντας στα βιβλία του το ζύμωμα ελληνικού και τουρκικού πολιτισμού. Οι διακρίσεις πολλές. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί. Για το μυθιστόρημα του «Ο γύρος του Θανάτου» έλαβε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2011, ενώ για το «’55» βραβεύτηκε το 2013 με το «Νίκος Θέμελης». Αναμφίβολα, ένας άνθρωπος των γραμμάτων. Των δικών του γραμμάτων…
Η αφήγηση του Κοροβίνη ζωντανεύει σκηνές από την τότε άγρια δύση της πόλης:
«Ο Βαρδάρης ήταν σαν ένα κομμάτι από την Αυλή των Θαυμάτων του Ουγκό, όπου συναντούσες τους πάντες. Μια ανάπηρη λαχειοπώλη, έναν ζητιάνο, ένα χασικλή τσιγγάνο. Μερικές φορές πήγαινα μόνος, για να πάρω μυρωδιά. Με επιφύλαξη στην αρχή, γιατί δεν ήμουν ακόμη δικός τους. Μεταξύ τους όμως τα έβρισκαν. Άλλες φορές έπεφταν μπουνιές στα καλά καθούμενα. Μια φορά που μπήκα σε ένα τέτοιο μαγαζί, βλέπω έναν τύπο ξαφνικά να αρπάζει ένα πιάτο και να το κοπανάει στο κεφάλι της συνοδού του! Πετάγομαι και λέω: “Ρε φίλε τι είναι αυτά που της κάνεις;” Και γυρνάει εκείνη και μου λέει: “Γιατί μπαίνεις στα νταραβέρια των άλλων;” Είχαν τον δικό τους κώδικα, δεν μπορούσες να “μπεις μέσα”, ήσουν παρείσακτος…»
Εν αρχή ήσαν οι οίκοι ανοχής. Με τις κοπέλες τους και τους «τροχονόμους της ηδονής», τις αυστηρές μαντάμ, που έπρεπε κάθε βράδυ να διαχειριστούν ορδές ενίοτε μεθυσμένων αρσενικών. Οι αναμνήσεις του Κοροβίνη, όπως αποτυπώθηκαν και στο περίφημο εξώφυλλο του «Κανάλ Ντ’ Αμούρ», τον οδηγούν σε ένα συγκεκριμένο σπίτι…
«Ήταν το πιο ωραίο κτηριάκι σε όλη την περιοχή» θυμάται με νοσταλγία:
Ο Θωμάς Κοροβίνης στη γωνία Σαπφούς με Ταντάλου: «Από τη μια μεριά έχεις την υψηλή ποίηση με τη Σαπφώ, που διασταυρώνεται με τον Τάνταλο, ο οποίος εκφράζει […] τον μέγιστο βαθμό Νεμέσεως. Γαλήνευε η καρδιά σου μέσα σε αυτό το κτίσμα…»
Στα φημισμένα ξενυχτάδικα του Βαρδάρη καίγονταν καρδιές και μαζί η ταμπέλα περί «ερωτικής πόλης», αφού η περιοχή πλημμύριζε από μορφές ηδονής και παραβατικότητας που ο φόβος και η άγνοια των «ευπρεπών» αρνούνταν να αναγνωρίσουν.
Παρεξηγημένος και υποβαθμισμένος, αλλά με τεράστιους πολιτιστικούς και ιστορικούς θησαυρούς, ο Βαρδάρης υμνήθηκε από λογοτέχνες, όπως ο Χριστιανόπουλος, και τραγουδοποιούς όπως ο Μητροπάνος και ο Παπάζογλου.
Βίωσε ραγδαίες αλλαγές στο πέρασμα των δεκαετιών. Εκλεκτός τόπος συνάντησης περιθωριακών υπάρξεων το 1960, είκοσι χρόνια αργότερα κυριάρχησαν στην περιοχή βιοτεχνίες, πολυκατοικίες και ξενοδοχεία.
Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία /με τα κεσάτια της. / Δε μυρμηγκιάζει πια η ομορφιά / στα παραβαρδάρια – / κάτι έχει αλλάξει, / αρχίσαμε κι εδώ τα καμώματα της Αθήνας, /όσοι δε φεύγουν για τη Γερμανία ακριβοπληρώνονται, /ανέβηκαν πολύ οι ταρίφες, πού ο καιρός που τριγυρνούσαμε χωρίς λεφτά, / κάνοντας κιόλας και τον δύσκολο / Πρέπει να βρω μια άλλη Εγνατία.
Ντίνος Χριστιανόπουλος, Εγνατία
Ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου θρηνεί για τη χαμένη φυσιογνωμία της Πλατείας Αγίου Βαρδαρίου, όπως έχει γράψει ο Γιώργος Αναστασιάδης στην έντυπη έκδοση του Θεσσαλονικέων Πόλις.
Ο «Παράδεισος» στην οδό Νίκου Καζαντζάκη και στην οδό Καζάκου είχε θαμώνες που θύμιζαν φιγούρες από πίνακα με θέμα τον Καταραμένο Βορρά. Φτωχοί, ταλαίπωροι και διεφθαρμένοι στηρίζονταν ο ένας στα βάσανα του άλλου, καταδικασμένοι σε μεταμεσονύχτια αλισβερίσια συντροφιάς και πάθους.
Το πιο φημισμένο νυχτερινό κέντρο από όλα ήταν η «Σεχραζάτ»…
Θυμάται ο Κοροβίνης: «Αυτό που άξιζε πάρα πολύ ήταν η πίστα γιατί είχε ορχήστρα με εναλλασσόμενο ρεπερτόριο. Ξεκινούσε με ελαφριά βαλσάκια, ποπ, λαϊκά, ακούσματα της εποχής, πιο μετά βαριά λαϊκά, κι όλα αυτά μέσα σε ένα ωραίο ημίφως. Γινότανε τρελή κατάσταση, χάζι, δεν ήθελες να φύγεις. Είχαν στυλ όλοι τους, και οι όμορφοι και οι άσχημοι. Τα ξημερώματα γινόταν το σώσε, έφευγαν όλοι με αγροτικά, με ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ήταν ένας κόσμος tutti frutti και multi culti».
Η εξωτική εμπειρία πληρώνεται με το σκληρό νόμισμα του ρίσκου. Η βόλτα σε αυτές τις περιοχές δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Δεν ήταν μόνο οι στοχευμένες επιχειρήσεις «Αρετή» που πραγματοποιούσαν οι αστυνομικοί, αλλά και οι «τσολοσυμμορίες», παρέες δηλαδή από νεαρούς άνδρες και γυναίκες, ενίοτε συνεργαζόμενοι με αστυνομικούς, που καταδίωκαν ανελέητα ομοφυλόφιλους και τραβεστί με στόχο την διαπόμπευση και τον εξευτελισμό τους.
«Τις σιχαινόμουνα τις επιχειρήσεις “Αρετή”, γιατί η κοινωνία μας ήταν φαρισαϊκή. Πάντα ήξερα ότι αυτές ήταν η καμουφλαρισμένη ηθική της νόρμας» λέει ο Κοροβίνης.
Θα ήθελε να ζήσει μια νύχτα ακόμη στη «Σεχραζάτ», να έβλεπε τα πρόσωπα εκείνα και να ζούσε μια ερωτική περιπέτεια στο τέλος της νύχτας, όταν είχε ακόμη τα κότσια για να κάτσει αργά, όπως λέει.
«Τα βλέμματα όλων έπαιζαν. Όχι όπως τώρα, που το βλέμμα έχει εξοριστεί, που δεν τολμάς να δεις τον άλλον…»