Θανάσης Σαμαράς: «Χαίρομαι που δεν χρειάζεται πια να εξηγούμε τι είναι το stand up»

Μια μέρα με τον viral κωμικό από τη δυτική Θεσσαλονίκη

Ο Θανάσης Σαμαράς ζει στη δυτική Θεσσαλονίκη, έχει σπουδάσει φιλολογία, είναι ακούραστος βιβλιοφάγος, βλέπει μανιωδώς τηλεόραση, οδηγεί ταξί για βιοπορισμό. Είναι επίσης ένας από τους πιο ξεκαρδιστικούς stand up κωμικούς που κυκλοφορούν εκεί έξω.

«Ο δικός σας, ο Cain από τη Θεσσαλονίκη, είναι ό,τι καλύτερο έχω δει εδώ και πολύ καιρό» μου είπε μια μέρα ένας εγκάρδιος φίλος, από τα πιο hot ονόματα της ελληνικής stand up σκηνής. Έσπευσα λοιπόν να διαπιστώσω με τα ίδια μου τα μάτια και αυτιά περί τίνος πρόκειται, παρακολουθώντας στο YouTube το πρώτο comedy special του Θανάση Σαμαρά, με τίτλο Πώς τολμάτε;. Σχεδόν μιάμιση ώρα αργότερα, είχα βιώσει τις ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες του ευφυούς χιούμορ, του γενναίου αυτοσαρκασμού, της εθιστικής περφόρμανς.

Οι πέντε λόγοι για να επισκεφτείς τον Εύοσμο κατά Θανάση Σαμάρα.

«Το stand up comedy είναι αυτό που ήθελα να κάνω από μικρός. Είχα δει ένα καλοκαίρι, παιδί ακόμη, στην πλατεία του χωριού μου, στη Νέα Καρυά, τον Μίμο Παπαδόπουλο, ο οποίος έκανε και κάτι που πλησιάζει πολύ το stand up comedy στη σημερινή του μορφή. Λίγα χρόνια μετά, παρακολούθησα στην τηλεόραση τις “Νύχτες Κωμωδίας” και θυμάμαι να νοικιάζω τις βιντεοκασέτες για να παρακολουθήσω κωμικούς που πλέον τους αποκαλώ συναδέλφους, γεγονός που ακόμα μου φαίνεται περίεργο και με χαροποιεί» ανατρέχει ο Θανάσης Σαμαράς στα πρώτα του βήματα στον χώρο.

Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες για τον Θεσσαλονικιό κωμικό, αντιλαμβάνομαι πως τον γνωρίζω από παλιά: ευθύνεται για ένα από τα πιο απολαυστικά viral βίντεο των μετα-φοιτητικών μου χρόνων.

Το πρώτο viral: «Ρετιρέ» του Δαλιανίδη

Άλμα στον χρόνο πίσω στο 2010, όταν ο Θανάσης Σαμαράς είχε εξαπολύσει μια πύρινη διαμαρτυρία-έκκληση στη διοίκηση του τηλεοπτικού σταθμού Mega, στηλιτεύοντας το βλάσφημο ατόπημα της απουσίας των επαναλήψεων του θρυλικού «Ρετιρέ» από το θερινό πρόγραμμα του καναλιού. Ως λάτρης της σειράς του Γιάννη Δαλιανίδη, που έχει εξασφαλισμένη θέση περιωπής στο καλτ-κιτς μουσείο της ζωής μας, είχα ταυτιστεί σε απόλυτο βαθμό. Αναρωτιέμαι αν τυχόν η μετάβαση στη σκηνή ήταν το εύλογο επόμενο βήμα ύστερα από εκείνη την απρόσμενη έκρηξη απήχησης.

«Το 2010 δεν υπήρχε οργανωμένη σκηνή, δεν ήξερα πώς και από πού να ξεκινήσω. Το YouTube ήταν μια κωμική διέξοδος, μόλις είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος. Η μετάβασή μου στη σκηνή, ωστόσο, δεν σχετίζεται με αυτό. Το 2012 είχε έρθει στην πόλη ο φίλος Αλέξανδρος Τιτκώβ, προκειμένου να παίξει σε μια παράσταση της ομάδας “Λάθος Παρτούζα” (Στέφανος Ζεν, Νίκος Λουκάς, Βασίλης Κατέρης) από τη Θεσσαλονίκη. Το προηγούμενο βράδυ, του ανέφερα πως έχω γράψει κι εγώ ένα κείμενο, ζητώντας του να μεσολαβήσει στα παιδιά ώστε να το παρουσιάσω. Εκείνοι δέχτηκαν, και κάπως έτσι ξεκίνησα. Για λίγο καιρό παίζαμε μαζί μέχρι που ο καθένας ακολούθησε τον δικό του δρόμο».

Ο Θανάσης Σαμαράς, ανάμεσα στην καθημερινότητα και την κωμωδία, ποζάρει στη δυτική Θεσσαλονίκη, με φόντο την πόλη που τον διαμόρφωσε.

Αμέσως μετά, διευκρινίζει πως οποιαδήποτε πρωτοβουλία για παραστάσεις και νέες κωμικές φωνές έχει εκ των πραγμάτων ευεργετικά αποτελέσματα για το μέλλον της ελληνικής κωμωδίας. Σε αυτή την κατεύθυνση είχε κινηθεί άλλωστε έμπρακτα και ο ίδιος: Μαζί με τον Βασίλη Κατέρη ήταν ο συνδιοργανωτής του πρώτου Open Mic της πόλης, προσφέροντας σε όσες και όσους ήθελαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στο stand up comedy έναν ασφαλή χώρο για να το πράξουν.

Στη συνέχεια, η κουβέντα μας κατευθύνεται στις δικές του επιρροές. «Όσο και να ακούγεται οξύμωρο, δεν παρακολουθώ τις μεγάλες παραστάσεις του εξωτερικού, ειδικά τις αμερικάνικες. Δεν είναι καθόλου του στιλ μου. Αν πρέπει να το προσδιορίσω κάπως, θα έλεγα πως η κωμωδία μου είναι μια μίξη ελληνικής τηλεόρασης και λογοτεχνίας. Αυτές είναι οι βασικές επιρροές μου, έτσι περνώ την καθημερινότητά μου, με μπόλικη τηλεόραση και πολλά βιβλία. Επομένως, τα δύο αυτά στοιχεία αποτυπώνονται και στο κείμενό μου».

Ο μηχανισμός του γέλιου

Ποιο είναι τελικά το μυστικό για να κάνεις κάποιον να γελάσει; Η ικανότητα στην περφόρμανς; Το ταλέντο στην αφήγηση ιστοριών; Το χιούμορ παρατήρησης που κάνει τους πάντες να νιώθουν ότι το αστείο με κάποιον τρόπο τούς αφορά;

«Το Α και το Ω είναι να έχεις δυνατά αστεία. Επομένως, το βάρος πέφτει στο κείμενο, και ομολογώ πως απολαμβάνω πάρα πολύ τη διαδικασία της συγγραφής. Από εκεί και πέρα, ο καθένας έχει τον τρόπο του, δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο μυστικό. Ορισμένοι συνάδελφοι στηρίζονται περισσότερο στην περφόρμανς, και το κοινό το χαίρεται εξίσου. Φυσικά, όταν υπάρχει ταύτιση με το θέμα με το οποίο καταπιάνεσαι είναι πιο εύκολο να “πάρεις” τον κόσμο μαζί σου. Αλλά είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον να τον οδηγήσεις σε ένα μονοπάτι που δεν γνωρίζει και να δεις πώς θα αντιδράσει εκεί».

«Δεν παρακολουθώ τις μεγάλες παραστάσεις του εξωτερικού, ειδικά τις αμερικάνικες. Δεν είναι καθόλου του στιλ μου».

Μου εξομολογείται πως δεν νιώθει την ανάγκη να είναι αστείος και εκτός σκηνής. Λειτουργεί σε πολύ πιο ήρεμους και διακριτικούς ρυθμούς. Παράλληλα, μου απομυθοποιεί την αφελή ωραιοποίηση που είχα σχηματίσει αναφορικά με τις ατελείωτες ώρες του στο τιμόνι. Το ταξί είναι μια ζόρικη πίστα εργασίας, και όχι μια ατελείωτη δεξαμενή αστείων.

«Το ταξί ήταν μια δεύτερη σκηνή μονάχα την πρώτη μέρα. Σχεδόν αμέσως έγινε δουλειά, και δεν έχω καμία πρόθεση να το εξιδανικεύσω. Οδηγείς καθημερινά για ώρες μέσα στην πόλη και στην κίνηση, συναναστρέφεσαι με κάθε λογής ανθρώπους, ο σκοπός όμως είναι να βγάλεις τα προς το ζην. Σίγουρα ακούω πολλές ιστορίες, αλλά πίστεψέ με θα μπορούσα να τις ακούω και πολύ πιο ξεκούραστα, σε ένα μπαρ πίνοντας μπίρες. Τα ευτράπελα που αναπλάθω στις παραστάσεις μου μετατρέπονται σε ευτράπελα έπειτα από ώρες. Εκείνη τη στιγμή, πάνω στη βάρδια, είναι απλώς ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί».

Κλείνοντας, μου μιλά για το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος την αλματώδη άνοδο του stand up τα τελευταία χρόνια. «Χαίρομαι που δεν χρειάζεται πλέον να εξηγούμε στον κόσμο τι είναι το stand up comedy. Χαίρομαι που οι θεατές γνωρίζουν ότι δεν θα τους “πειράξουμε”, αλλά κι εμείς ξέρουμε πως δεν θα πεταχτεί κάποιος από το κοινό. Η πιο ευχάριστη αλλαγή που ήρθε με τα χρόνια είναι ότι κάποιος που έρχεται σε ένα μπαρ ή σε ένα θέατρο για να παρακολουθήσει stand up νιώθει πως βρίσκεται σε ένα safe space για την επόμενη μία-μιάμιση ώρα».

Διαβάστε επίσης

«Από τους Έλληνες πήραμε τη Θεσσαλονίκη, στους Έλληνες θα την παραδώσουμε»
Το κίνημα του vinyl revival: «Θες-δεν-θες, ψιλοερωτεύεσαι τη φάση»