Αποτελούν κομμάτι της πολιτιστικής ταυτότητας της Θεσσαλονίκης — μιας ταυτότητας ζωντανής, ανοιχτής και συμμετοχικής, που διαμορφώνεται καθημερινά στον δρόμο. Σε αυτό το τοπίο γνωρίσαμε τρεις μουσικούς – τη Στέλλα, τον Θεοχάρη και τον Αλέξανδρο – που έχουν βρει τον δικό τους τρόπο να εκφράζονται και να αλληλεπιδρούν με τον κόσμο μέσα από τη μουσική τους.
Την ώρα που πλησίαζα την Stella Shanti, βρισκόταν στο γνώριμο σημείο της στην Πλατεία Αριστοτέλους, περιτριγυρισμένη από κόσμο — άλλοι στέκονταν και την άκουγαν, άλλοι την κατέγραφαν με τα κινητά τους. Μια μικρή σκηνή έχει στηθεί αυθόρμητα, στο κέντρο της πόλης, μόνο με μουσική και χαμόγελα.
Η 30χρονη Στέλλα ζει στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια και ξεκίνησε να παίζει μουσική στον δρόμο αυθόρμητα, σχεδόν πειραματικά.
«Το κίνητρό μου ήταν η περιέργεια, γιατί μέχρι εκείνη την στιγμή η εμπειρία μου ήταν μόνο σε μουσικές σκηνές», μας λέει. Η περιέργεια εξελίχθηκε σε κάτι που δεν είχε φανταστεί: «Έμεινα έκπληκτη για το πόσο μου άρεσε αυτό. Δεν το περίμενα ότι θα ερωτευτώ τον δρόμο».
Για τη Στέλλα, το busking, όπως ονομάζεται η μουσική του δρόμου στα αγγλικά, δεν είναι απλώς μια μουσική πράξη· είναι μια καθημερινή συνάντηση με την πόλη και τους ανθρώπους της.
«Μου αρέσει αυτός ο τρόπος επαφής με τον κόσμο. Είναι στην επιλογή τού άλλου να σταματήσει να με ακούσει, να μου δώσει χρήματα, να τραβήξει μια φωτογραφία ή να προσπεράσει».
«Νιώθω ότι με αγαπάει πολύ ο κόσμος. Αυτό που με λιώνει είναι όταν άνθρωποι, ειδικά ηλικιωμένοι, έρχονται με δάκρυα στα μάτια και μου λένε “με συγκίνησες”».
Η ανταπόκριση είναι κάτι που τη συγκινεί βαθιά: «Νιώθω ότι με αγαπάει πολύ ο κόσμος. Αυτό που με λιώνει είναι όταν άνθρωποι ειδικά ηλικιωμένοι έρχονται με δάκρυα στα μάτια και μου λένε “με συγκίνησες”. Αυτά τα μικρά πράγματα είναι τα πιο μεγάλα». Θυμάται στιγμές με κόσμο να χορεύει, να χειροκροτεί, να συμμετέχει, «εκεί είναι που ανατριχιάζω και χαίρομαι. Αισθάνομαι ότι γίνομαι μέρος της καθημερινότητας των περαστικών».
Η πρώτη φορά που έπαιξε στον δρόμο ήταν μπροστά από το Ολύμπιον. «Ήμουν πολύ αγχωμένη», θυμάται, αλλά η συνάντηση με κάποιες γυναίκες από την Κύπρο τής έδωσε θάρρος: «Είχαν τόση ενέργεια που με παρέσυραν και με βοήθησαν να ξεπεράσω το άγχος».
Από τότε, ένιωσε πως αισθάνεται «ανήκω εδώ».
Οι αρνητικές εμπειρίες είναι συγκριτικά ελάχιστες. «Ακόμα κι αν κάποιοι ενοχληθούν από τον ήχο, θα μου πουν “είσαι καταπληκτική, αλλά μπορείς να χαμηλώσεις λίγο;”».
Πιστεύει πως η Θεσσαλονίκη έχει τον δικό της παλμό: «Όλα στο σύμπαν έχουν ρυθμό και ήχο. Οπότε ναι, και η Θεσσαλονίκη έχει έναν δικό της ρυθμό, κι αν μπορώ να είμαι κι εγώ ένα στοιχείο σε αυτόν τον ήχο, είμαι πολύ χαρούμενη».
Η ιστορία του Θεοχάρη Γρηγοριάδη ξεκινά από μια στιγμή ανάγκης — όχι οικονομικής, αλλά εκφραστικής. «Η πρώτη φορά που βγήκα στον δρόμο ήταν τον Μάρτιο του ‘24 και πήρα την απόφαση γιατί ήθελα αυτό που είχα μέσα μου να το μεταδώσω και στους υπόλοιπους».
Αρχικά τον βάρυνε το άγχος. «Ήμουν πολύ συνεσταλμένος στην αρχή. Την πρώτη φορά βγήκα νύχτα, 10 η ώρα, για να μην είναι κανένας, και πήγα στην παραλία». Κάποια στιγμή, μέσα σε αυτό το άδειο σκηνικό, εμφανίστηκε μια μικρή φιγούρα από μακριά: «Ένα κοριτσάκι 4-5 χρονών. Μου χαμογέλασε, μου άφησε τα χρήματα και έφυγε. Αυτό ήταν — έσπασε ο πάγος». Από εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως η μουσική του δρόμου έχει τη δύναμη να γεννά σχέσεις, ακόμη κι αν κρατούν ένα μόνο χαμόγελο.
Η απόφαση να βγει στον δρόμο δεν γεννήθηκε από δισταγμό αλλά από ανάγκη: «Θα έβαζα πρώτα την αίσθηση ελευθερίας. Και μετά την ανάγκη να εκφραστώ και να νιώσω την αλληλεπίδραση του κόσμου, η οποία είναι μοναδική στον δρόμο». Σπάνιες οι αρνητικές στιγμές και με σεβασμό και διακριτικότητα οι ελάχιστες συστάσεις από τις αρχές.
Κυριαρχούν οι θετικές αντιδράσεις, όπως η περίπτωση μίας περαστικής που είχε καθίσει για περίπου μία ώρα να τον ακούσει χωρίς να καταλαβαίνει ελληνικά και στο τέλος τον αγκάλιασε, λέγοντάς του: «Η φωνή σου αγγίζει ψυχές». Μια στιγμή που τον συγκίνησε βαθιά.
«Υπάρχει μια κοινή γλώσσα. Η γλώσσα της μουσικής. Είναι υπέροχο», τονίζει. Η σχέση με τον κόσμο αποτελεί βαθύ κομμάτι της πόλης: «Δεν μπορώ να φανταστώ τη Θεσσαλονίκη χωρίς μουσική του δρόμου. Από παιδί θυμάμαι ότι συναντούσα μουσικούς, χαιρόμουν και τους θαύμαζα».
«Δεν μπορώ να φανταστώ τη Θεσσαλονίκη χωρίς μουσική του δρόμου».
Και τι θα ήταν η Θεσσαλονίκη χωρίς ήχο; «Είναι μία πόλη που έχει πολλές γειτονιές, και κάθε γειτονιά τους ανθρώπους της. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που δίνουν ρυθμό και χρώμα. Σκέψου να μην υπήρχε κανείς εδώ και να έπαιζα μόνος. Δεν θα υπήρχε αυτό το συναίσθημα, τα χαμόγελα, τα βλέμματα». Γι’ αυτό, όπως λέει, «η πληρωμή του μουσικού είναι το χειροκρότημα ή το χαμόγελο, ένα νεύμα».
Αν μπορεί κανείς να ζήσει από αυτό, καλώς — όμως δεν είναι αυτός ο πυρήνας της μουσικής του δρόμου για τον ίδιο. «Δεν το αντιλαμβάνομαι ως μορφή επιβίωσης. Είναι τέχνη και έκφραση. Έτσι ξεκίνησε. Στην πορεία, η αλληλεπίδραση με τον κόσμο ήταν έντονη — επειδή το αγαπάει, του λείπει κάτι τέτοιο — και έτσι αφήνει και χρήματα».
Ο 22χρονος Αλέξανδρος Αζάτ Σαούλης ξεχωρίζει για το μοναδικό του drum kit: κουβάδες, τενεκέδες με καφέ, κομμένο μπιτόνι από νερό και πιατίνια, που μαζί δημιουργούν έναν ήχο ιδιαίτερο, που αναδεικνύεται κυρίως στον δημόσιο χώρο.
«Η μουσική υπήρχε στη ζωή μου ανέκαθεν, λόγω της ενασχόλησης των γονιών μου», λέει ο Αλέξανδρος, και θυμάται την πρώτη φορά που έπαιξε μουσική στον δρόμο γύρω στα 16-17 με μελόντικα και κιθάρα.
«Στη Γ’ Λυκείου, στις καραντίνες της περιόδου του κορονοϊού, σιγά σιγά άρχισε να γίνεται πιο τακτικά».
Οι πρώτες φορές έμοιαζαν λίγο άβολες αλλά πολύ γρήγορα εξοικειώθηκε με την έκθεση. Η ανταπόκριση του κόσμου άλλωστε αποτελεί για εκείνον την ουσία της εμπειρίας. «Η Θεσσαλονίκη είναι πολύ θερμή, είναι πολύ αποδεκτό αυτό που κάνω», λέει και θυμάται μία από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές: «Ήταν Χριστούγεννα, κι ενώ έπαιζα, εμφανίστηκε μια ομάδα από break dancers και ξεκίνησαν να χορεύουν. Έγινε ένα κανονικό σόου. Οι 100 γύρω μου έγιναν 200, όλοι τραβούσαν βίντεο, χειροκροτούσαν και όταν σταμάτησα, με χειροκροτούσαν σαν να είχα παίξει σε θέατρο».
«Προσπαθώ να μην μένω στο ίδιο σημείο, γιατί περιορίζεις το ρίσκο κάποιος να ενοχληθεί και γιατί αλλάζει ο κόσμος και ο τρόπος που αλληλεπιδράς μαζί του».
Το performance του διαρκεί περίπου 3 ώρες με διαλλείματα και τα σημεία όπου παίζει εναλλάσσονται ( Αγ.Σοφίας, Αριστοτέλους, Καμάρα, όπου τον συναντήσαμε εμείς) . «Προσπαθώ να μην μένω στο ίδιο σημείο για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί περιορίζεις το ρίσκο κάποιος να ενοχληθεί, αν και είναι λίγες οι περιπτώσεις αυτές και τις αντιμετωπίζω με ψυχραιμία. Δεύτερον, γιατί αλλάζει ο κόσμος και ο τρόπος που αλληλεπιδράς μαζί του».
Η μουσική τού δίνει την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τον κόσμο, να εκφραστεί αλλά και να βιοποριστεί. «Αν επιλέξεις με ειλικρίνεια προς τον εαυτό σου και το κάνεις αφοσιωμένα, μπορείς να ζήσεις κιόλας από αυτό».