Η Θεσσαλονίκη δεν χρειάζεται περισσότερα πάρκα σκύλων – χρειάζεται καλύτερους ιδιοκτήτες

Η Θεσσαλονίκη κόβει κορδέλες σε νέα πάρκα σκύλων: μέσα στο 2025 παραδόθηκαν πέντε πιστοποιημένα πάρκα (Νέα Ελβετία, Ποσειδώνιο, Πάρκο Ξαρχάκου, Αρχαία Αγορά, Παρασκευοπούλου), και ο Δήμος έχει προαναγγείλει άλλα πέντε για το 2027. Καλά νέα; Ασφαλώς—αλλά με έναν μεγάλο αστερίσκο.

Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά. Τα ελεύθερα πάρκα σκύλων δεν είναι πολυτέλεια. Προσμετρώνται σε δείκτες ποιότητας πάρκων και πρασίνου διεθνώς, όπως ο δείκτης ParkScore στις ΗΠΑ, που αξιολογεί τις πόλεις με βάση την πρόσβαση, τις επενδύσεις, την έκταση, τις παροχές και την ισότιμη γεωγραφική διασπορά των χώρων πρασίνου. Ένα από τα επτά βασικά κριτήρια που διαμορφώνουν τη βαθμολογία των πόλεων είναι τα πάρκα σκύλων. Η άνοδος της Μινεάπολης το 2024 στη δεύτερη θέση πίσω από την Ουάσιγκτον οφείλεται και στην προσθήκη δύο νέων τέτοιων πάρκων. Με απλά λόγια: τα πάρκα σκύλων ανεβάζουν το «status» και την ποιότητα ζωής μιας πόλης.

Στη Θεσσαλονίκη, όμως, δεν χρειαζόμαστε πρωτίστως περισσότερα πάρκα. Χρειαζόμαστε καλύτερους ιδιοκτήτες. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που αγαπά τα κατοικίδια: Σχεδόν οι μισοί Έλληνες (43%) έχουν από ένα, σχεδόν οι επτά στους δέκα εξ αυτών σκύλο. Οι περισσότεροι απέκτησαν τον σκύλο τους από τον δρόμο ή από κάποιο καταφύγιο — πράξη αξιέπαινη, η οποία όμως συνοδεύεται από υποχρεώσεις που δεν είναι «προαιρετικές».

Η επιστημονική βιβλιογραφία είναι σαφής: τα πάρκα σκύλων χτίζουν κοινωνικό κεφάλαιο και ενισχύουν τη φυσική δραστηριότητα και υγεία των πολιτών. Όμως, χωρίς στοιχειώδεις κανόνες και δεξιότητες, όπως η «ανάγνωση» της γλώσσας του σκύλου, μετατρέπονται σε χώρους συγκρούσεων, κινδύνων, τραυματισμών, και υγειονομικών προβλημάτων. Οι υποδομές από μόνες τους δεν αρκούν. Χρειάζεται και η ανάλογη κουλτούρα για την ομαλή συνύπαρξη ανθρώπων και κατοικιδίων στις πόλεις.

Γράφω ως άνθρωπος που αγαπά τους σκύλους, αγαπά όμως και τη γειτονιά του και σέβεται τους γείτονες και τους συμπολίτες του. Προτού φέρω τον δικό μας σκύλο στο σπίτι, πέρασα έναν χρόνο διαβάζοντας για τις διάφορες φυλές, τις ιδιοσυγκρασίες τους, τη βασική τους εκπαίδευση, τις ανάγκες τους, επένδυσα χρόνο στην εκμάθηση βασικών εντολών και στον έλεγχο των παρορμήσεών τους. Δεν έγινα «ειδικός», αλλά αναγνώρισα τις ευθύνες της επιλογής μου.

Σε ό,τι αφορά τα πάρκα, δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε την Αμερική· αρκεί να εφαρμόσουμε τα στοιχειώδη που ισχύουν σε πόλεις τους εξωτερικού: λουρί μέχρι να μπεις, μαζεύεις τα περιττώματα, απομακρύνεις τον σκύλο με την πρώτη ένδειξη υπερδιέγερσης/επιθετικότητας, δεν τον φέρνεις καθόλου αν δεν έχει κοινωνικοποιηθεί, δεν μπλέκεις μικρόσωμες με μεγάλες φυλές. Όλα αυτά δεν είναι συστάσεις. Είναι απαράβατοι κανόνες και πράγματα αυτονόητα σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη.

Σε ώριμα συστήματα ισχύουν ειδικά ωράρια για κουτάβια και ευαίσθητους σκύλους, επιβάλλονται πρόστιμα για την επανειλημμένη παράβαση κανόνων  (όχι για να «βγάλει λεφτά ο Δήμος», αλλά για να προστατευθεί ο κοινός χώρος), οργανώνονται ανοιχτά εργαστήρια με κτηνιάτρους/εκπαιδευτές μέσα στα ίδια τα πάρκα (ανάκληση, ασφαλείς συμπεριφορές), καταγράφεται συστηματικά η χρήση τους (μετρήσεις κίνησης και επισκεψιμότητας, καταγραφή περιστατικών, έρευνες ικανοποίησης). Χωρίς αριθμούς και δεδομένα, δύσκολα μπορείς να επιφέρεις βελτιώσεις σε οποιοδήποτε ζήτημα δημόσιας πολιτικής.

Η πόλη μπορεί να κάνει πολλά πέρα από εγκαίνια πάρκων, για να αξιοποιήσει στο μέγιστο τα οφέλη τους και να ελαχιστοποιήσει τις ανεπιθύμητες συνέπειες. Μπορεί, για παράδειγμα, να διοργανώνει δωρεάν αλλά υποχρεωτικές ενημερώσεις για τη χρήση των πάρκων (βασικοί κανόνες, ενδείξεις στρες των ζώων, ασφαλής τρόπος γνωριμίας με άλλα σκυλιά). 

Χωρίς την αντίστοιχη κουλτούρα, τα πάρκα απλώς πολλαπλασιάζουν προβλήματα ήδη γνωστά σε άλλους χώρους, σε περισσότερα σημεία. Με την κατάλληλη κουλτούρα, συμβάλλουν στην αναβάθμιση των γειτονιών — και τότε αξίζουν κάθε ευρώ. Η Θεσσαλονίκη έκανε το πρώτο, ατελές έστω (τα πάρκα έχουν πολλές ελλείψεις), βήμα με τα πέντε πιστοποιημένα πάρκα. Τώρα ας κάνει το πιο δύσκολο: να απαιτήσει υπευθυνότητα και να αναλάβει παιδευτικές πρωτοβουλίες.
 
Ο πολιτισμός μιας πόλης και σε αυτόν τον τομέα δεν μετριέται με βάση τις κορδέλες των εγκαινίων. Κρίνεται από το κατά πόσον μπορείς να περάσεις μια πλατεία χωρίς να αλλάξεις πεζοδρόμιο, από το αν τα παιδιά παίζουν χωρίς φόβο στα πάρκα, από το αν ο σκύλος σου γυρίζει στην πρώτη εντολή, από το κατά πόσον οι δημόσιοι χώροι είναι ασφαλείς και καθαροί και τα πάρκα σκύλων πηγές απόλαυσης και όχι άγχους για τα τετράποδα και τους ιδιοκτήτες τους. 
 
Δεν χρειαζόμαστε λοιπόν μόνο καλά πάρκα, χρειαζόμαστε πρωτίστως καλούς ιδιοκτήτες και δημοτικούς μηχανισμούς εποπτείας και επιμόρφωσης τους. Τότε, ναι: τα πάρκα μπορούν να γίνουν το σήμα κατατεθέν μιας Θεσσαλονίκης πιο ώριμης, «πολιτισμένης», και πραγματικά φιλόζωης.

Διαβάστε επίσης

Η αξία των τάφων και της ονοματοδοσίας δρόμων παραμένει ως μελλοντικό εργαλείο διαπαιδαγώγησης της νέας γενιάς
Νόμος του ήταν ο μεγάλος νόμος της αγάπης
Λονδίνο, Παρίσι, Βρυξέλλες: Σκέψεις από ένα ταξίδι ενόψει της έκθεσης για την εικαστική Θεσσαλονίκη στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα
Εξήντα χρόνια μετά στέκει στο ίδιο σημείο, αινιγματικά αγέρωχο, ακούραστα επίκαιρο, αβέβαιο όμως για το αν η Θεσσαλονίκη τελικά το αποδέχεται ή απλά το ανέχεται