ΈΤΣΗ γίνεται εδώ: «Αν πεινάς, σήκω από τον καναπέ και έλα!»

Καθίσαμε στο ιστορικό σουβλατζίδικο της Νικηφόρου Φωκά που τρέχει η κυρία Δήμητρα παρέα με τα σκίτσα του Αρκά

Στο νούμερο δύο της Νικηφόρου Φωκά στέκεται εδώ και 46 χρόνια, από το 1978, ένα από τα πλέον ιστορικά σουβλατζίδικα της Θεσσαλονίκης, το «Έτση» (γραμμένο επίτηδες λάθος), το οποίο ψήνει σουβλάκια, σεφταλιές, μπιφτεκάκια, κοτόπουλα και όλα τα ωραία σε ξυλόφουρνο.

Απέχει μόλις δυο λεπτά από το πατρικό του πατέρα μου, Τσιμισκή με Γούναρη γωνία. Παρά τη φανταστική θέα που είχε αυτό το σπίτι στον Λευκό Πύργο, ο πατέρας μου πάντα επέμενε ότι του φαίνεται πιο ωραίος από τη Νικηφόρου Φωκά.

Ο δρόμος αυτός πήρε το όνομά του από έναν ακόμα βυζαντινό αυτοκράτορα, τον Νικηφόρο Β’ Φωκά. Ο ανιψιός του Φωκά, ο Ιωάννης Α’ Κουρκούας, ο λεγόμενος Τσιμισκής, συνωμότησε με τη Θεοφανώ, σύζυγο του θείου του (με την οποία διατηρούσαν και ερωτική σχέση) και τον δολοφόνησαν. Κάθε φορά που τρώω σουβλάκι στο «Έτση» δε βάζω ποτέ αλοιφή στο σάντουιτς, γιατί είναι έτσι κι αλλιώς ποτισμένο με προδοσία.

Το γεύμα στο «Έτση» μπορείς να το συμπληρώσεις με αλοιφή χωρίς χρέωση – την σπεσιαλιτέ τους, την Ανήθικη (μουσταρδομαγιονέζα με άνηθο), την Πειραγμένη (πάπρικα με βάση φέτα και ντομάτα) ή όλες τις άλλες φυσιολογικές αλοιφές. Βάζεις λαχανικά κάθε λογής, αν θέλεις πληρώνεις και λίγο χαλούμι ή κανένα μανιτάρι και περιμένεις στα τραπεζάκια, στολισμένα με γελοιογραφίες του Αρκά.

Τα τραπεζάκια στο κατάστημα είναι στολισμένα με γελοιογραφίες του Αρκά. Τα σκίτσα αυτά κρατάνε παρέα στους ανθρώπους που έρχονται εδώ κάθε μέρα μονάχοι, για να φάνε μια μπουκιά από τον μπουφέ του σύμπαντος.

Αν θέλεις πατάτες, ατύχησες: σε αυτό το μαγαζί τίποτα δεν είναι τηγανητό. Όσο τρως, σε περικυκλώνουν απειλητικές ταμπέλες που ακυρώνουν τις πατάτες με μεγάλα κόκκινα Χ. Η ιδιοκτησία αντιστέκεται σθεναρά στην πατατομανία που έχει πλήξει τα υπόλοιπα σουβλατζίδικα και τοποθετεί στο κέντρο της γευστικής εμπειρίας το κρέας, ψημένο αποκλειστικά σε φούρνο με ξυλοκάρβουνο. Η 46χρονη Δήμητρα Σαββίδου, ιδιοκτήτρια από το 1999, υπερηφανεύεται για τον ξυλόφουρνο αυτόν. “Αν δεν κοπιάσεις για κάτι δεν είναι γλυκό”.


Γεννημένη και μεγαλωμένη στις Σέρρες, ήρθε στη Θεσσαλονίκη ως ερωτικός μετανάστης. Με τον σύζυγό της αγόρασαν το «Έτση» πριν από 26 χρόνια. Μου λέει, κάπως συνωμοτικά, πως η πατάτα ρουφάει όλο το λάδι και χαλάει το σάντουιτς με τη γεύση του αμύλου – στο μαγαζί της όλοι τρώνε αργά το βράδυ κι ύστερα κοιμούνται ήσυχοι, χωρίς καούρες. 

Περηφανεύεται επίσης για την απόσταση που έχει επιλέξει να κρατήσει από την τεχνολογία και τα κακά που αυτή μας έχει κληροδοτήσει. Στο μαγαζί της ο κόσμος κοιτιέται στα μάτια και επικοινωνεί πραγματικά, σαν σε κάποιον μονόλογο του Χρόνη Μίσσιου. Αρνείται πεισματικά να διαφημιστεί και να συνεργαστεί με εταιρείες διανομής: «αν πεινάς», μου λέει, «να σηκωθείς από τον καναπέ και να έρθεις εδώ!».

Στο μαγαζί της ο κόσμος κοιτιέται στα μάτια και επικοινωνεί πραγματικά, λέει η ιδιοκτήτρια Δήμητρα Σαββίδου, η οποία αρνείται να διαφημιστεί και να συνεργαστεί με εταιρείες διανομής: «Αν πεινάς, να σηκωθείς από τον καναπέ και να έρθεις εδώ!».

Το «Έτση» ανήκει πράγματι σε μια άλλη εποχή, στην εποχή της Μεγάλης Νύχτας. Σε παλαιότερες εποχές, το μαγαζί αυτό είχε ζήσει δόξες με τις ουρές των ξενύχτηδων από το Λούκι Λουκ, το Έκκεντρον και το Μπερλίν. Η κυρία Δήμητρα μού εξηγεί πως η νύχτα έχει αλλάξει – για την ακρίβεια, έχει μικρύνει. Με ένα υγρό βλέμμα, μου εξιστορεί λαμπερές νύχτες που έχουν ξημερώσει ανεπιστρεπτί. Μου μιλάει για ηθοποιούς που ερχόντουσαν να φάνε από τα τριγύρω θέατρα, όπως η τραγουδίστρια και συνθέτρια Ματούλα Ζαμάνη, η οποία λατρεύει το σουβλάκι του «Έτση» ή ο ηθοποιός Γιώργος Γιαννόπουλος.

Κάποιο από τα παιδιά της Δήμητρας την τραβούσε από τη φούστα και της έλεγε: «Μαμά! Ήρθε ο Τάδε! Και τώρα ο Δείνα!» Αλλά η κυρία Δήμητρα δεν ήξερε κανέναν από όλους αυτούς γιατί δεν βλέπει τηλεόραση. Στα μάτια της είναι όλοι ίδιοι και θα τους ταΐσει όπως η μαμά ταΐζει τα παιδιά της. Το νυχτερινό καραβάνι έχει περάσει χιλιάδες φορές από το μαγαζί της, και, όπως όλοι οι περιπλανώμενοι θίασοι, έτσι και αυτός των ξενύχτηδων, θα φάει, θα πιεί, θα γελάσει και θα πέσει για ύπνο. Και αύριο πάλι απ’ την αρχή.

Στο «Έτση» και όλα τα μαγαζιά των ξενύχτηδων, οι ιδιοκτήτες έχουν δει τον ήλιο να ανατέλλει χιλιάδες φορές. Έχουμε φτάσει όμως στο θερινό μας ηλιοστάσιο: η μέρα έχει μεγαλώσει επικίνδυνα. Η κυρία Δήμητρα έχει αντιστρέψει τα ωράριά της: ανοίγει πλέον από τη μία το μεσημέρι και κλείνει μία μετά τα μεσάνυχτα. Είναι πεπεισμένη πως θα καταλήξουμε σαν τους ευρωπαίους που κλείνουν τα μπαρ τους από τα μεσάνυχτα και πέφτουν για ύπνο με τις κάλτσες. Διατηρεί όμως μια ελπίδα. «Εμείς οι Έλληνες αγόρι μου», μου λέει, «είμαστε επαναστατικός λαός!».

Η κυρία Δήμητρα ανοίγει από τη μία το μεσημέρι και κλείνει μία μετά τα μεσάνυχτα. Αν και πεπεισμένη πως θα καταλήξουμε σαν τους ευρωπαίους που κλείνουν τα μπαρ τους από τα μεσάνυχτα και πέφτουν για ύπνο με τις κάλτσες, διατηρεί μια ελπίδα. «Εμείς οι Έλληνες αγόρι μου, είμαστε επαναστατικός λαός!».

Η κυρία Δήμητρα με άφησε μόνο για να καθαρίσει καρότα. Καθόμουν στο τραπέζι παρέα με τον Ισοβίτη, τη Λουκρητία, τον Άγγελο από τη «Ζωή Μετά» και όλα τα σκίτσα του Αρκά. Έτρωγα το υπέροχο μπιφτέκι του «Έτση» και θυμόμουν όλες τις ώρες που πέρασα μικρός, στο δωμάτιο των γονιών μου διαβάζοντας το κόμικς αυτά -ανάθεμα κι αν καταλάβαινα έστω και τα μισά.

Με κοίταξε πάνω από τον πάγκο και μου είπε πως τα σκίτσα αυτά κρατάνε παρέα στους ανθρώπους που έρχονται εδώ κάθε μέρα μονάχοι, για να φάνε μια μπουκιά από τον μπουφέ του σύμπαντος.
Βραδυφαγείον «Έτση» | Νικηφόρου Φωκά 2, 54621 | 2310222469

Διαβάστε επίσης

«Μια εικόνα μπορεί να αλλάξει την πορεία της ιστορίας»
Ζω στην Ολλανδία, αλλά όποτε επιστρέφω θέλω να κυκλοφορώ στη γειτονιά όπου είπα τα πρώτα μου σ’ αγαπώ