Δωρεά της οικογένειας Γλεούδη, το έργο «Γυναίκα σε λεωφορείο» του γλύπτη Μανόλη Τζομπανάκη αποκαλύφθηκε τον περασμένο Μάρτιο από τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Κατασκευασμένο από σκυρόδεμα και ανοξείδωτο χάλυβα, υψώνεται στα 2,75 μέτρα και στέκεται επιβλητικό στον άξονα του Εμπράρ, εκεί όπου η πόλη στρέφει το βλέμμα της προς τη θάλασσα.
Η γκρίζα φιγούρα απεικονίζει μια γυναίκα σαν εκείνες που βλέπει κανείς καθημερινά να περιμένουν στη στάση, φορτωμένες σακούλες, έγνοιες, υποχρεώσεις. Τα αποκαλυπτήρια του έργου προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπενθυμίζοντας δύο διαχρονικές αλήθειες: πόσο μπορεί να διχάσει η δημόσια τέχνη την κοινή γνώμη, αλλά και ότι την ετυμηγορία τη δίνει πάντα τελικά ο χρόνος. Σήμερα, η ανθεκτική «Γυναίκα σε λεωφορείο» δείχνει να έχει βρει τη θέση της στο αστικό τοπίο.
«Είναι μια καθημερινή γυναίκα που ανεβαίνει στο λεωφορείο. Τόσο απλά. Δεν τη φαντάζομαι στατική, αλλά μέσα στη ροή της ζωής – αυτή είναι η δύναμή της» λέει ο δωρητής του έργου Κώστας Γλεούδης, πρόεδρος της εταιρείας «ΚΑΒΕΞ» και γενικός γραμματέας της εκτελεστικής επιτροπής της Πολιτιστικής Εταιρείας Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος (ΠΕΕΒΕ), πρωτοβουλία της οποίας είναι τόσο η έντυπη τριμηνιαία πολιτιστική επιθεώρηση Θεσσαλονικέων Πόλις όσο και το Θεσσαλονικέων Πόλις digital.
Ο κ. Γλεούδης λέει ότι αγάπησε αυτή τη γυναίκα από την πρώτη στιγμή που την είδε, ειδικά όταν επισκέφτηκε το εργαστήρι του Μανόλη Τζομπανάκη στο Ηράκλειο της Κρήτης.
«Την αγάπησα όσο αγαπώ την πόλη μου, τη Θεσσαλονίκη, την πόλη όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα, σπούδασα, ερωτεύτηκα και δραστηριοποιούμαι ακόμη, στα 86 μου. Την πόλη που μου έδωσε τόσο απλόχερα, και που θεωρώ καθήκον μου να της το ανταποδώσω, έστω κατ’ ελάχιστον, με τον αδερφό μου Γιώργο, προσφέροντας στην κοινωνία της αυτό το γλυπτό».
Ο κ. Γλεούδης δεν ξαφνιάστηκε από τον θόρυβο που προκάλεσαν τα αποκαλυπτήρια του έργου. «Κάποιοι σχολίασαν πως δεν είναι όμορφη, μα ποιο είναι το μέτρο της ομορφιάς; Κάθε κριτική είναι ασφαλώς δεκτή, κάθε έργο τέχνης σηκώνει κριτική. Άφησα να περάσουν δύο μήνες και πήγα από περιέργεια να το δω. Διαπίστωσα ότι είναι σε άψογη κατάσταση και συμπτωματικά άκουσα μια ξεναγό να μιλά για το γλυπτό σε ένα γκρουπ τουριστών. Ενδεχομένως ο χρόνος να του δώσει τη θέση που του αξίζει».
Η τοποθέτηση στο «πέταλο» της Αριστοτέλους, επιλογή του Δήμου, ήταν σοφή, σχολιάζει ο δωρητής, για τον οποίο η δημόσια τέχνη ανατάσσει το πολιτιστικό υπόβαθρο των κατοίκων. «Άλλο να βλέπεις παντού ασχήμια, κι άλλο κάτι που σου δίνει μια ανάσα».
Ο ίδιος φρόντισε και για την αποκατάσταση του περιβάλλοντος χώρου, θεωρεί όμως ότι απαιτούνται και άλλες παρεμβάσεις: «Δεν φτάνει μόνο το γλυπτό, πρέπει να φροντίζουμε και τον περίγυρο».
Η αρχική ιδέα για το έργο γεννήθηκε το 1977, όταν ο Μανόλης Τζομπανάκης περίμενε στη στάση ενός λεωφορείου. «Παρατηρούσα τους ανθρώπους γύρω μου και σχεδίασα επιτόπου τους πολίτες που ετοιμάζονταν να επιβιβαστούν. Ανάμεσά τους και αυτή τη γυναικεία μορφή. Μετά το πρώτο σχέδιο, δημιούργησα ένα πολύ μικρό γλυπτό από ξύλο, κι αργότερα ένα μεγαλύτερο».
Το 2020, η ιστορικός τέχνης και μουσειολόγος Ματούλα Σκαλτσά και ο Κώστας Γλεούδης επικοινώνησαν μαζί του και ταξίδεψαν ως την Κρήτη για να τον επισκεφτούν στο εργαστήριό του, στις Αρχάνες. «Μου πρότειναν να δημιουργήσω ένα έργο για δημόσιο χώρο και καταλήξαμε στη “Γυναίκα στο λεωφορείο”».
Δούλεψε δύο χρόνια αδιάκοπα για το έργο, με το υλικό που χαρακτηρίζει τη γλυπτική του: το μπετόν αρμέ, μια προσωπική τεχνική, την οποία ανέπτυξε από τα τέλη της δεκαετίας του ’60. «Χρησιμοποιώ ανοξείδωτο χάλυβα, που δεν επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες — αντέχει στον χρόνο. Αντέχει, όπως αντέχει και η γυναίκα».
Η επιλογή της συγκεκριμένης μορφής εντάσσεται στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις του. «Τα μοντέλα και οι καλλονές υπάρχουν σε τόσα περιοδικά. Εγώ θέλησα να αποτυπώσω μια γυναίκα της καθημερινότητας. Ελπίζω ο χρόνος να τιμήσει τη γυναίκα της Αριστοτέλους».
Δεν είναι το μοναδικό έργο του Μανόλη Τζομπανάκη στη Θεσσαλονίκη. Στην πλατεία Αγίας Σοφίας βρίσκεται το γλυπτό «Οι πολίτες που διαβάζουν εφημερίδα και συζητούν» και στην αρχή της οδού Ανθέων το έργο «Ζευγάρι και περιστέρι». Και τα δύο, όπως και η «Γυναίκα», εντάσσονται σε μια ευρύτερη προσπάθεια του καλλιτέχνη να αποδώσει μορφή στον κοινωνικό άνθρωπο – όχι τον εξιδανικευμένο, αλλά τον αληθινό.
Τα δύο άλλα δημόσια έργα του Μανόλη Τζομπανάκη στη Θεσσαλονίκη: «Ζευγάρι και περιστέρι» στην αρχή της Γ. Παπανδρέου (πρώην Ανθέων) και «Οι πολίτες που διαβάζουν εφημερίδα και συζητούν» στην πλατεία Αγ. Σοφίας.
«Δεν με απασχολούν τα αρνητικά σχόλια» λέει για τη δημόσια συζήτηση που προκάλεσε το έργο. «Και όταν τοποθετήθηκαν οι “Πολίτες” στην Αγίας Σοφίας, κάποιοι ήθελαν να το γκρεμίσουν. Ποτέ δεν με απασχόλησε ο θόρυβος των πρώτων ημερών. Ήμουν σίγουρος ότι με τον καιρό το γλυπτό θα βρει τη θέση του».
Ο κ. Τζομπανάκης γεννήθηκε στον Κεφαλά Αποκορώνου Χανίων και ζει στην Κρήτη, αλλά θεωρεί τη Θεσσαλονίκη δεύτερη πατρίδα του. Καλλιτέχνης με διεθνή αναγνώριση, σπούδασε γλυπτική στη Φλωρεντία και τη Ρώμη. Το 1971 παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στη Ρώμη, και το 1979 απέσπασε χρυσό μετάλλιο στην Μπιενάλε del Bronzetto της Ραβέννας.
Για τη Ματούλα Σκαλτσά, το έργο του Μανόλη Τζομπανάκη εντάσσεται σε μία αντίληψη για τη γλυπτική με βαθιές κοινωνικές αναφορές. «Είναι ένα πετυχημένο γλυπτό, φτιαγμένο από έναν εξαιρετικό γλύπτη που ακολουθεί μια απαιτητική τεχνική δικής του επινόησης: Είναι σαν να σχεδιάζει με το μολύβι και τον χάλυβα. Χύνει από πάνω μίγμα χαλικιού και μπετόν, και αρχίζει να αποκαλύπτει τις ακμές».
Σε εικονογραφικό και ιδεολογικό επίπεδο, η «Γυναίκα της Αριστοτέλους» αποτυπώνει μια διαφορετική, ανατρεπτική εκδοχή της μνημειακότητας. «Δεν είναι ηρωικά τα μνημεία του Τζομπανάκη, είναι έργα για τον καθημερινό άνθρωπο» λέει η κ. Σκαλτσά.
«Η γυναίκα που στέκει στην Αριστοτέλους είναι μία γυναίκα σκληρή και συγχρόνως κουρασμένη από τα βάρη που κουβαλάει. Είναι η γυναίκα η εργαζόμενη, αυτή που κρατάει το κοινωνικό περιβάλλον, που συνέχει την οικογένεια. Δεν είναι μία καλοφτιαγμένη γυναίκα. Είναι γυναίκα που την έχει σκληρύνει η ζωή».