Η δεκαετία του 1910 υπήρξε καταιγιστική για τον Ελληνισμό. Α΄και Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Εθνικός Διχασμός, συμμετοχή της χώρας στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, αποστολή εκστρατευτικού σώματος στην Ουκρανία, απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, συμμαχική κατοχή Κωνσταντινούπολης, Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή. Από την Ελασσόνα στον Σαγγάριο και από το Σαραντάπορο στην Οδησσό, οι Έλληνες είδαν την πατρίδα τους να μεγεθύνεται, αλλά συνάμα και να σμικρύνεται. Θρίαμβος και καταστροφή συνυπήρξαν μέσα σε έναν εξαιρετικά πυκνό ιστορικό χρόνο, ενώ οι ζυμώσεις που πραγματοποιήθηκαν εν ταις ημέραις εκείναις διαμόρφωσαν τη νεότερη ελληνική κοινωνία, καθώς και την ψυχοσύνθεση της, με επιπτώσεις που ενίοτε αντηχούν μέχρι την εποχή μας.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στα τέλη του Οκτώβρη του 1912 αποτέλεσε ίσως την κορωνίδα της επίτευξης των εθνικών πόθων της «Μεγάλης Ιδέας», πριν η τελευταία γίνει στάχτες στις φλόγες της Σμύρνης. Η μοίρα, όμως, της μακεδονικής μεγαλούπολης θα ήταν διαφορετική αν απέναντι στον προελαύνοντα ελληνικό στρατό δεν έστεκε η επιβλητική φιγούρα ενός έντιμου αντίπαλου, του έσχατου Οθωμανού Πασά της Θεσσαλονίκης Χασάν Ταχσίν.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Τεύχος 83 (Μάρτιος 2023) της έντυπης έκδοσης του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
Αποκτήστε τη δική σας συνδρομή εδώ: https://www.culturalsociety.gr/eshop/
Ο Χασάν Ταχσίν γεννήθηκε το 1845, ή λίγο πριν, στο εγκαταλειμμένο σήμερα χωριό της Μεσαριάς στη Βόρειο Ήπειρο, το οποίο βρίσκεται μόλις 30 χλμ. βόρεια της Κόνιτσας. Γι’ αυτό τον λόγο πήρε και το καταγωγικό επίθετο Μεσαρέ, το οποίο αργότερα θα κληροδοτήσει και στα παιδιά του. Γεννημένος σε έναν τόπο τραχύ και δύσκολο, τον οποίο διαφέντευε το «κανούνι» –λέξη που προέρχεται από την ελληνική κανών– ο άγραφος ηθικός νόμος που βασιζόταν στην μπέσα, δηλαδή την τιμή, ο Αλβανός Χασάν θα επιλέξει έναν ιδιαίτερο δρόμο και θα γίνει κοινωνός της ελληνικής παιδείας, αποφοιτώντας από την περιώνυμη Ζωσιμαία Ακαδημία των Ιωαννίνων, ένα από τα κορυφαία εκπαιδευτικά ιδρύματα της εποχής.
Ο έρωτας θα χτυπήσει την πόρτα του στο πρόσωπο της Χατιτζέ Ελμάζ, με την οποία θα αποκτήσουν μία κόρη, τη Ζεκιέ, και τρεις γιούς, τον Κεμάλ, τον Κενάν και τον Εκρέμ. Θρησκευτικά αφανάτιστος, θα ακολουθήσει τις προσταγές του μπεκτασισμού, ενός ήπιου, μυστικιστικού και προοδευτικού ρεύματος του Ισλάμ, το οποίο γνώρισε –και συνεχίζει να γνωρίζει– μεγάλη διάδοση στην Αλβανία.
Από νεαρή ηλικία θα αποκτήσει και στρατιωτική εκπαίδευση, κατατασσόμενος στις ένοπλες δυνάμεις και στη χωροφυλακή, σώματα που ήταν αλληλένδετα εκείνη την εποχή, και από εκεί και πέρα θα αρχίσει η μακρά περιπλάνησή του στις εσχατιές της απέραντης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ξεκινώντας από αγροφύλακας στην Κατερίνη θα εξελιχθεί σε διοικητή της χωροφυλακής στα Γιάννενα, θα υπηρετήσει στη Θεσσαλονίκη ως προσωρινός διοικητής της νομαρχίας, ενώ το 1884 θα παρασημοφορηθεί από τον Σουλτάνο για τις υπηρεσίες του στην οθωμανική του πατρίδα.
Το 1889 θα του ανατεθεί μια εξαιρετικά δύσκολη και απαιτητική αποστολή. Ο Αβδούλ Χαμίτ Β΄ θα τον στείλει στην Κρήτη ως επικεφαλής σώματος χωροφυλακής για να επιβάλει την τάξη στη μονίμως επαναστατημένη μεγαλόνησο. Ο Χασάν Ταχσίν θα φτάσει στο Ηράκλειο με ένα σώμα διακοσίων επίλεκτων αλβανών χωροφυλάκων που είχαν εκπαιδευθεί υπό την επίβλεψή του στη Θεσσαλονίκη. Παρόλο που δεν θα καταφέρει να επιβάλει ολοκληρωτικά την τάξη στο νησί, έργο που φάνταζε εξωπραγματικό για τα δεδομένα της εποχής, θα κερδίσει τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη χριστιανών και μουσουλμάνων, και σε πολλές περιπτώσεις θα καταφέρει να κατασιγάσει τα πάθη των αντιμαχόμενων πλευρών. Για τα επιτεύγματά του αυτά θα προαχθεί από τον βαθμό του συνταγματάρχη που κατείχε σε υποστράτηγο το 1893, αν και δεν είχε υπάρξει ποτέ απόφοιτος κάποιας ανώτερης στρατιωτικής ακαδημίας.
Τον Νοέμβριο του 1894 θα παραστεί στο μνημόσυνο της Μαρίας Ελευθερίου-Κατελούζου, πρώτης συζύγου του ήδη ανερχόμενου στην πολιτική σκηνή δραστήριου νομικού Ελευθέριου Βενιζέλου, η οποία είχε πεθάνει σε νεαρότατη ηλικία αμέσως μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού τους, του Σοφοκλή. Ο γιος του Χασάν Ταχσίν, ο Κενάν Μεσαρέ, θα γράψει αργότερα ότι ο Βενιζέλος και ο πατέρας του είχαν γνωριστεί όταν ο τελευταίος υπηρετούσε στην Κρήτη. Μια παράδοξη μοίρα θα έφερνε ξανά κοντά τούς δύο άνδρες σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα στην άλλη άκρη της Ελλάδας, στη Μακεδονία, αντίπαλους αυτή τη φορά σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Σύμφωνα με τον μελετητή του Χασάν Ταχσίν Χρίστο Χριστοδούλου, η μνημειώδης επιγραφή της Γόρτυνας, το παλαιότερο νομικό κείμενο που έχει εντοπιστεί στην ευρωπαϊκή ήπειρο, έμεινε στην Κρήτη και δεν μεταφέρθηκε στην Ιταλία, όπως ήλπιζαν οι Ιταλοί αρχαιολόγοι που εμπλέκονταν στην ανακάλυψή της, εξαιτίας της δραστικής παρέμβασης του αλβανού υποστράτηγου. Ο Χασάν Ταχσίν από τη Μεσαριά της Νότιας Αλβανίας βρέθηκε στη Γόρτυνα, στην εύφορη κρητική πεδιάδα της Μεσσαράς, να υπερασπίζεται τα σπουδαία τεκμήρια του αρχαιοελληνικού παρελθόντος της μεγαλονήσου, σε μια εποχή όπου η αρχαιοκαπηλία πραγματικά οργίαζε.
Ο Χασάν Ταχσίν υπηρέτησε στην Κρήτη οκτώ χρόνια. Το 1897 κλήθηκε να υπερασπιστεί τα σύνορα της πατρίδας του εν όψει του επικείμενου ελληνοτουρκικού πολέμου, ο οποίος ως γνωστόν κατέληξε σε στρατιωτική, οικονομική και διπλωματική πανωλεθρία για την Ελλάδα. Εκεί στο Σαραντόπορο και την Ελασσόνα θα καταδιώξει μαζί με τους συμπολεμιστές του τον απροετοίμαστο ελληνικό στρατό μέχρι σχεδόν τη Λαμία και τον Δομοκό. Γυρνώντας προς τη Λάρισα μετά την παύση των εχθροπραξιών, η οποία επήλθε κατόπιν παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων, θα πέσει με το άλογό του σε βαθιά χαράδρα, κατακομματιάζοντας το δεξί του πόδι σε ένα ατύχημα οι συνέπειες του οποίου θα τον ταλαιπωρήσουν μέχρι το τέλος της ζωής του. Στα ίδια περάσματα όπου διέπρεψε το 1897 θα γνωρίσει την ήττα το 1912, όταν και θα κατηγορηθεί αδίκως για δειλία, όπως όμως δήλωσε στην τελευταία του συνέντευξη, «η επίκρισις είναι πολύ εύκολος…».
Μπορεί η οθωμανική νίκη του 1897 να έφερε αισιοδοξία στην Υψηλή Πύλη, τα ιστορικά γεγονότα, όμως, υπήρξαν καταιγιστικά και όλα συνέτειναν στον επικείμενο θάνατο του «Μεγάλου Ασθενούς», προσωνύμιο που χαρακτήριζε τη θνήσκουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία και τον καχύποπτο σουλτάνο της. Το κίνημα των Νεότουρκων, το Σύνταγμα του 1908, το αποτυχημένο αντιπραξικόπημα του Αβδούλ Χαμίτ και η συνεπακόλουθη εξορία του στη Θεσσαλονίκη, την ηγέτιδα πόλη και κινητήριο μοχλό όλων αυτών των εξελίξεων, θα βρουν τον Χασάν Ταχσίν στις εσχατιές της Αυτοκρατορίας: στη Συρία, το κουρδικό Ιράκ και την αφιλόξενη Υεμένη…
Η δυσμενής μετάθεση του Χασάν Ταχσίν στις απομακρυσμένες αυτές επαρχίες ισοδυναμούσε ουσιαστικά με μια άτυπη εξορία. Ο σουλτάνος τον θεώρησε «φιλονεότουρκο» και γι’ αυτό τον έστειλε στις τρομερές ερήμους των επίσης μονίμως επαναστατημένων αυτών περιοχών. Ειδικά στην περίπτωση της Υεμένης, όπου ο Αρναβούτ, δηλαδή ο αλβανός πασάς, υπηρέτησε από το 1908 μέχρι το 1910, εκτός από τη θερμοκρασία που έφτανε συχνά τους πενήντα βαθμούς, είχε να αντιμετωπίσει τις αλλεπάλληλες επαναστάσεις των θρησκευτικών πολέμαρχων που είχαν σκοπό την αυτονόμηση της Υεμένης από τον κορμό της Αυτοκρατορίας. Ο οξύνους Χασάν επέδειξε διπλωματική μαεστρία στις συναντήσεις του με τους ηγέτες των Αράβων και πρότεινε την αυτονόμηση μέρους της Υεμένης, ώστε να καταπραΰνει τις επιδιώξεις των εξεγερμένων. Η συμφωνία αυτή δεν ευοδώθηκε ποτέ, διότι μια νέα μετάθεση αυτή τη φορά έστελνε τον ταλαιπωρημένο στρατιωτικό πίσω στην πεφιλημένη του Θεσσαλονίκη, ως διοικητή του Γ΄ Σ. Σ. Οι Άραβες θα έπρεπε να περιμένουν για λίγα χρόνια ακόμη έως τον ερχομό του Λώρενς.
Τον Αύγουστο του 1912, μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την Κωνσταντινούπολη και αφού ολοκλήρωσε τη θητεία του στη διοίκηση του Γ΄ Σ. Σ., ο Χασάν Ταχσίν διορίζεται νομάρχης Ιωαννίνων. Η μετάθεση αυτή θα πρέπει να φάνταζε ιδανική για τον εξηνταεπτάχρονο βετεράνο που είχε οργώσει τις αφιλόξενες εσχατιές της Αυτοκρατορίας. Θα μπορούσε να ολοκληρώσει τη σταδιοδρομία του στην πατρογονική γη της Ηπείρου και μάλιστα στην πόλη στην οποία σπούδασε και εκκολάφθηκε.
Η μοίρα, όμως, επεφύλασσε άλλα σχέδια για τον γηραιό αλβανό αξιωματικό. Τα τύμπανα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου είχαν αρχίσει ήδη να ηχούν, τα χριστιανικά κράτη των Βαλκανίων, η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο, είχαν συμμαχήσει και απειλούσαν όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της καταρρέουσας Αυτοκρατορίας και όχι μόνο. Πριν προλάβει να συμπληρώσει τρεις μήνες στα Ιωάννινα, στις αρχές του Οκτώβρη του 1912, ο Χασάν Ταχσίν ανακαλείται και διορίζεται αρχικά διοικητής της 8ης Οθωμανικής Στρατιάς που έδρευε στην Κοζάνη και μετέπειτα Πασάς της Θεσσαλονίκης. Αυτή τη φορά δεν αντιμετωπίζει τους αποδιοργανωμένους Έλληνες του 1897, αλλά έναν καλά εξοπλισμένο και εκπαιδευμένο ελληνικό στρατό, που είχε ανανήψει μετά το σοκ της τελευταίας ταπεινωτικής ήττας αλλά και τις εξελίξεις που επέφερε στη διοίκηση του στρατεύματος το Κίνημα στο Γουδί.
Με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον παλιό γνώριμο από την εποχή της Κρήτης, πρωθυπουργό και τον διάδοχο Κωνσταντίνο αρχιστράτηγο, οι Έλληνες σαρώνουν την οθωμανική αντίσταση και προελαύνουν τάχιστα προς βορρά. Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Σέρβια, Κοζάνη και Γιαννιτσά αποτελούν μερικούς μόνο από τους σταθμούς και τις πόλεις που καταλήφθηκαν από την κεραυνοβόλα ελληνική επίθεση. Ο Χασάν Ταχσίν κλήθηκε την τελευταία στιγμή να ανακόψει αυτήν την προέλαση των Ελλήνων έχοντας στη διάθεσή του έναν στρατό με ελλιπέστατο εξοπλισμό, χαμηλό ηθικό, ανεκπαίδευτους υπαξιωματικούς, άθλιες γραμμές επικοινωνίας, καθολική έλλειψη συντονισμού, ενώ στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν και οι εκατοντάδες λιποταξίες που λάμβαναν χώρα σε καθημερινή βάση.
Οπισθοχωρώντας προς το μεγάλο κάστρο της Θεσσαλονίκης, μια πόλη που από τον Μάρτιο του 1430, δηλαδή τα τελευταία τετρακόσια ογδόντα δύο χρόνια, αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δίλημμα το οποίο κανένας πολιτικός ή στρατιωτικός διοικητής δεν θα ήθελε να αντιμετωπίσει ποτέ στην καριέρα του. Με το ελληνικό στρατηγείο εγκατεστημένο στο Τόψιν, τη σημερινή Γέφυρα, λίγα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης, τον ελληνικό στόλο να περιπολεί ως απόλυτος κυρίαρχος στο Αιγαίο λίγο μετά τον τορπιλισμό του Φετχί Μπουλέντ από τον Βότση, τον οθωμανικό στρατό καταπτοημένο και με χαμηλότατο ηθικό, ο Χασάν Ταχσίν πρέπει να αποφασίσει.
Το ερώτημα όμως είναι αμείλικτο:
– αντίσταση μέχρις εσχάτων; αυτό υπαγορεύει η στρατιωτική του τιμή∙ γνωρίζει, όμως, ότι έτσι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι θα βρουν φρικτό θάνατο, ο άμαχος πληθυσμός θα πνιγεί στο αίμα και η περιπόθητη πόλη της Θεσσαλονίκης θα σωριαστεί σε σωρούς ερειπίων, ή
– παράδοση της πόλης στον ελληνικό στρατό; απόφαση ταπεινωτική που δεν ταιριάζει με το στρατιωτικό ήθος του Πασά, η οποία, όμως, θα σώσει δεκάδες χιλιάδες ζωές, μαζί με την ίδια την πόλη, τη στιγμή που ο διαβόητος για τη σκληράδα του βουλγαρικός στρατός κατευθύνεται επίσης προς τη μακεδονική πρωτεύουσα.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν εκείνες τις ιστορικές μέρες είναι γνωστά. Ο Χασάν Ταχσίν, ύστερα από κοπιώδεις διαπραγματεύσεις με το ελληνικό επιτελείο, υπέγραψε την παράδοση της πόλης τις πρωινές ώρες της νύχτας της 26ης προς την 27η Οκτωβρίου μέσα στο επιβλητικό κτήριο του Διοικητηρίου, το σημερινό Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης. Ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Βίκτωρας Δούσμανης εκπροσώπησαν την ελληνική πλευρά, ενώ παρών στη σύνταξη του πρωτοκόλλου ήταν και ο γιος του Χασάν Ταχσίν, ο χαρισματικός ζωγράφος και διανοούμενος Κενάν Μεσαρέ. Ο άγιος Δημήτριος είχε μόλις επιστρέψει στην πόλη του ανήμερα της εορτής του.
Η εφημερίδα Μακεδονία του Ιωάννη Βελλίδη θα κυκλοφορήσει την επόμενη μέρα με τον τίτλο «Ζήτω η Ελευθερία» και την ελληνική σημαία στο πρωτοσέλιδο, όμως για τον Χασάν Ταχσίν ακόμα μία περιπέτεια έχει μόλις ξεκινήσει.
Το στρατοδικείο της Κωνσταντινούπολης θα τον καταδικάσει ερήμην εις θάνατον, ενώ στην εντυπωσιακή βίλα –έργο του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη– στην οποία διέμενε και βρισκόταν στο σημείο που εντοπίστηκε ο μακεδονικός τάφος της οδού Αλ. Παπαναστασίου, θα τον επισκεφθούν οι άρτι αφιχθέντες αξιωματικοί του βουλγαρικού στρατού, που άλλοτε με απειλές και άλλοτε με ταξίματα θα προσπαθήσουν να εκβιάσουν τη σύνταξη νέου πρωτοκόλλου σύμφωνα με το οποίο ο Χασάν θα παρέδιδε εξίσου την πόλη και σε αυτούς. Τότε θα ειπωθεί και η ιστορική πλέον ρήση του, «από τους Έλληνες πήραμε τη Θεσσαλονίκη, στους Έλληνες θα την παραδώσουμε».
Η κλονισθείσα υγεία του Χασάν Ταχσίν θα τον αναγκάσει να αναζητήσει θεραπεία στις ιαματικές λουτροπόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Ταλανιζόμενος από αναπνευστικά προβλήματα και οξύτατους ρευματισμούς στο θρυμματισμένο του πόδι από το τραύμα του 1897, θα αναχωρήσει αρχικά για το Εβιάν της Γαλλίας το 1913, ενώ τον επόμενο χρόνο θα τον περάσει στην απέναντι πλευρά της Λίμνης Λεμάν, στο Μοντρέ και τη Λωζάννη. Το ελληνικό κράτος θα ανταποδώσει τον ιπποτισμό που ο καταδικασμένος σε θάνατο πασάς επέδειξε τον Οκτώβρη του 1912, καλύπτοντάς του όλα τα έξοδα θεραπείας και παρέχοντάς του σύνταξη.
Μαζί του θα πάρει και τον μικρό του γιο Εκρέμ, ο οποίος αντιμετώπιζε έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Η τραγωδία θα χτυπήσει την πόρτα του απόμαχου αξιωματικού τον Απρίλιο του 1915, όταν ο μόλις δεκαεννιάχρονος πολύγλωσσος και μορφωμένος γιος του θα αυτοκτονήσει. Ο νεκρός του θα βαλσαμωθεί και θα αποσταλεί μέσω Μασσαλίας στη Θεσσαλονίκη για να ενταφιαστεί. Τον Εκρέμ θα ακολουθήσει τρία χρόνια αργότερα στον τάφο και ο πατέρας του. Ο Χασάν Ταχσίν θα αφήσει την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της μικρής πόλης Τερριτέτ, ένα προάστιο του Μοντρέ της Ελβετίας. Ο ενταφιασμός θα γίνει στη Λωζάννη, στο κοιμητήριο των ετερόδοξων, από ένα μικρό κύκλο ξενιτεμένων Ελλήνων, Αλβανών, Τούρκων και Εβραίων.
Το 1935 ο Κενάν Μεσαρέ, ακολουθώντας την επιθυμία του πατέρα του, θα μεταφέρει τα οστά του από τη Λωζάννη στη Θεσσαλονίκη και θα τα εναποθέσει δίπλα σε αυτά του αυτόχειρα Εκρέμ, στο μπεκτασίδικο νεκροταφείο που υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή της αγίας Φωτεινής, κοντά στην Τριανδρία. Το 1966 ο Κενάν Μεσαρέ θα ακολουθήσει πατέρα και αδερφό στο ίδιο μνήμα. Το ερημωμένο νεκροταφείο διαλύθηκε το 1983. Για να αποφευχθεί το όνειδος της καταστροφής του τάφου του Χασάν, τα λείψανα των μελών της οικογένειάς του μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκιο της Μαλακοπής, όπου παρέμειναν μέχρι το 2000.
Το 2002, σε μια φωτισμένη έμπνευση, τα οστά των Ταχσίν-Μεσαρέ μεταφέρθηκαν και εναποτέθηκαν σε ταφικό μνημείο έξω από την έπαυλη των Μοδιάνο, τη βίλα που στέγασε τον ίδιο τον αρχιστράτηγο και διάδοχο Κωνσταντίνο μαζί με το επιτελείο του εκείνες τις ημέρες του 1912 και σήμερα έχει μετατραπεί σε Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων.
Ο Τάσος Παπαδόπουλος είναι Αρχαιολόγος - Ξεναγός