Αφορμή στάθηκε μια παλιά φωτογραφία που κρεμόταν στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Ασπρόμαυρη, ταλαιπωρημένη από τον χρόνο, απεικονίζει ένα ισόγειο κτίριο. Πίσω από τη βιτρίνα, μια γυναίκα μιλάει στο τηλέφωνο. Στο βάθος, αχνοφαίνονται διάφορα προϊόντα. Ολόγυρα, δυο-τρία χαμηλά σπιτάκια, κι ένα αυτοκίνητο άλλης εποχής, σταθευμένο δίπλα. Χωματόδρομος παντού, και δυο κολώνες της ΔΕΗ.
Γυρνάμε πίσω στον χρόνο, στη Νέα Κρήνη των αρχών της δεκαετίας του ’60. Πέρα από αυτό το μικρό μαγαζί, που παραμένει όρθιο από τότε, τίποτα δεν μοιάζει ίδιο στην πολύβουη σήμερα γειτονιά μας.
«Μα καλά, πότε ήταν έτσι εδώ;» ρωτάμε την Αρετή και την Αθηνά, τις δύο αδερφές που έχουν εδώ και χρόνια το ψιλικατζίδικο στην οδό Χανίων. «Όταν ήρθε η μητέρα μας, το 1960» απαντούν, και κάπου εκεί αρχίζει να ξετυλίγεται ένα κουβάρι αναμνήσεων, που μας έμαθε πολλά για τη Θεσσαλονίκη, για την Κρήνη, αλλά και για μια δυνατή γυναίκα, που δούλευε από μικρό κορίτσι, μεγάλωσε τα παιδιά της σε δύσκολες εποχές, βγήκε μπροστά στους αγώνες του σωματείου της και αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των γυναικών.
«Ονομάζομαι Αικατερίνη Ντινοπούλου, όλοι όμως με ξέρουν ως κυρά-Κατίνα της Κρήνης. Εγώ είπα θα το κρατήσω, εδώ η Παξινού δεν το άλλαξε». Η κυρία Κατίνα μάς υποδέχθηκε ένα απόγευμα του Ιουλίου στη σαλοκουζίνα του σπιτιού της, μετεξέλιξη του μαγαζιού της παλιάς φωτογραφίας. Κάθεται σε μια πολυθρόνα, κι έχει τα πόδια της απλωμένα σε μια καρέκλα μπροστά της. Είναι 82 χρονών, γεννημένη τα Χριστούγεννα του 1943.
Ο ένας τοίχος του δωματίου είναι γεμάτος φωτογραφίες. Τα παιδιά της μικρά, οι κόρες της νύφες στους γάμους τους, τα εγγόνια σε διάφορες ηλικίες και στιγμές. Με καταγωγή από τον Έβρο, ήρθε με την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη το 1953 αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Ήταν εννέα χρονών.
Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Αγίας Φωτεινής, έναν συνοικισμό που δεν υπάρχει πια, καθώς τα μικρά σπίτια κατεδαφίστηκαν για να χτιστούν στη θέση τους τα κτίρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και του ΑΧΕΠΑ.
«Τότε η Αγία Φωτεινή ήταν παραγκούπολη, “Σάντα Φωτίκα” τη λέγαμε ειρωνικά» θυμάται η κυρία Κατίνα. Ο πατριός της είχε επιβαρυμένη υγεία και δεν μπορούσε να δουλέψει. Η ίδια, από 9 χρονών παιδάκι, δούλευε για να υποστηρίξει την οικογένεια.
«Έπαιρνα τον γάιδαρο με δυο κοφίνια, ανέβαινα από τα μνήματα της Ευαγγελίστριας και έπαιρνα την Κασσάνδρου για τη Λαχαναγορά, για να φορτώσω καρπούζια». Θυμάται γελώντας το τραμ και τις βόλτες στη σκαλομαρία («Πού να βρούμε λεφτά για εισιτήριο») και την πλημμύρα το καλοκαίρι του 1956 («Ενάμισι μέτρο νερό μπήκε στην παράγκα, τα πήρε όλα όσα είχαμε»).
Στο μπακάλικο της οικογένειας εκείνη την εποχή όλα τα προϊόντα ήταν χύμα. Το λάδι, το λευκό πετρέλαιο για τις γκαζόλαμπες. «Δεν είχαμε ρεύμα. Νερό κουβαλούσαμε από τη βρύση της γειτονιάς. Τα τρόφιμα τα διατηρούσαμε σε καφασωτά, τα οποία κρεμούσαμε από το ταβάνι για να γλιτώσουν από τα ποντίκια. Όχι ότι είχαμε ποτέ και τίποτα: ψωμί, άντε καμιά φορά και τυρί».
Το μαγαζί είχε δουλειά, πάντα βερεσέ. «Ο κόσμος δούλευε στα καπνά, και κάθε Σάββατο έρχονταν και μας πλήρωναν. Σε όσους δεν ξοφλούσαν, πήγαινα εγώ τις Κυριακές, από 9 χρονών, και τα ζητούσα. Τα είχαμε σημειωμένα σε πράσινα τεφτεράκια, που είχαν από πίσω τους και την προπαίδεια» θυμάται.
Η κυρία Κατίνα μεγάλωσε στην Αγία Φωτεινή και πήγε στο Πρώτο Γυμνάσιο Θηλέων στην Εθνικής Αμύνης. «Τότε δεν πήγαιναν πολλά φτωχά παιδιά, γιατί έπρεπε να αγοράζουμε τα βιβλία. Πήγαινα με τρύπια παπούτσια, και τον χειμωνα μ’ ένα πλεκτό ζακετάκι».
Η οικογένεια έφυγε όταν το κράτος θέλησε να γκρεμίσει την παραγκούπολη για να γίνουν τα πανεπιστήμια. «Μας έδωσαν οικόπεδα [στη Νέα Κρήνη]. Σε αυτούς που ήταν υποτίθεται οικοπεδούχοι έδωσαν αποζημίωση 21.500 δραχμές, ενώ σε εμάς τους ενοικιαστές δώσανε το ίδιο ποσό σε δάνειο».
Στην Κρήνη ήρθαν το 1960, όταν η κυρία Κατίνα ήταν 17 χρονών. «Χωράφια, λάσπη και τσουκνίδες» απαντά όταν τη ρωτάμε πώς ήταν τότε η γειτονιά. «Ο τελευταίος δρόμος με άσφαλτο ήταν η Κανάρη, δίπλα από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Και η Εφέσου. Πιο πέρα δεν υπήρχε τίποτα».
Στο οικόπεδο που τους παραχώρησαν, έφτιαξαν το σπίτι και ένα μπακάλικο, το μοναδικό στη Νέα Κρήνη. «Είχαμε το μόνο τηλέφωνο στη γειτονιά και φωνάζαμε όπως στις ελληνικές ταινίες. “Κυρία Μαρίαααα… τηλέφωνο!”». Το μαγαζί δεν είχε ούτε τούβλα ούτε τσιμεντόλιθους, ήταν χτισμένο με πλιθιά. Από πίσω είχε ένα δωμάτιο, στο οποίο έμενε η οικογένεια.
«Τα σπιτάκια ήταν ελάχιστα, ένα εδώ, ένα εκεί, ένα παραπέρα. Η θάλασσα ήταν καθαρή. Πηγαίναμε και κάναμε μπάνιο στο Μαϊάμι. Εκεί που είναι το γήπεδο του Αγίου Γεωργίου και η Σχολή Δικαστών, υπήρχε ένας λόφος με μια τρύπα, έμπαινες από τη μια κι έβγαινες από την άλλη, πεδίο βολής ενός στρατοπέδου. Στα χωράφια όπου έγινε το γήπεδο της Μίκρας είχε κουκιά, μπάμιες και αγκινάρες».
Καθώς το κατάστημα ήταν νοικιασμένο, έκαναν μια σιδηροκατασκευή δίπλα ακριβώς, σαν περίπτερο. Δύο μέτρα επί ένα. «Εκεί μέσα έγραφα και διάβαζα» μας λέει η μεγαλύτερη κόρη της, η Αρετή, που από 11 χρονών δουλεύει κι αυτή στο ψιλικατζίδικο. «Πουλούσαμε τσιγάρα, καφέ σε δράμια, εφημερίδες».
Η περιοχή άρχισε να αλλάζει με τις πρώτες εργατικές που γίνανε ήταν στον Άη Γιάννη, στα μέσα της δεκαετίας του ’60. «Τότε άρχισε να έρχεται περισσότερος κόσμος εδώ. Η μεγάλη αλλαγή όμως, με τις πολυκατοικίες και τον πολύ κόσμο, θα ερχόταν από το 1990 και μετά» λέει η κυρία Κατίνα.
Πώς ένα παραδοσιακό ψιλικατζίδικο επιβιώνει με τόσο μεγάλο ανταγωνισμό από μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων που άνοιξαν τα τελευταία χρόνια σε απόσταση αναπνοής;
«Είναι ανοιχτό επτά ημέρες την εβδομάδα, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Καλούμαστε τώρα, όπως και παλιά, να τα έχουμε όλα. Τραυμαπλαστ, τσατσάρες, βελόνα και κλωστή, παραμάνες, ασφάλειες, λάστιχα, φερμουάρ, κοκαλάκια, εφημερίδες, ζαχαρώδη. Δεν είναι ψιλικά το αλεύρι και τα μακαρόνια» λέει η μεγαλύτερη κόρη της κυρίας Κατίνας, η Αρετή.
«Έχουμε έναν κύκλο πελατών και γειτόνων που έρχονται σε μας. Έχουμε προσωπικές σχέσεις με τους περισσότερους» συνεχίζει η Αρετή. «Όταν δεν έχουμε κάτι, τους στέλνουμε [στο κατάστημα] απέναντι, αλλά είναι και κάποιοι τόσο πιστοί, που μπορεί να καπνίζουν μια συγκεκριμένη μάρκα τσιγάρων και αν δεν την έχουμε να πουν, δεν πειράζει, δώσε αυτό που έχεις».
Η Αθηνά, όσο θυμάται τον εαυτό της, τον θυμάται μέσα στο μαγαζί: «Από παλιά γνωρίζαμε τους πελάτες μας με το μικρό τους όνομα. Το ίδιο και σήμερα. Έχουμε φιλική σχέση με όλους» μας λέει.
Πώς βλέπουν οι δύο αδερφές το μέλλον; «Νομίζω ότι είμαστε οι τελευταίοι των Μοϊκανών» λέει η Αρετή και η Αθηνά συμφωνεί μαζί της. «Ποιό παιδί να βάλουμε να το αναλάβει, να το φυλακίσουμε 7 ημέρες την εβδομάδα, 18 ώρες την ημέρα».
Η κυρά-Κατίνα είναι η ζωντανή μνήμη της γειτονιάς και της πόλης. Πέρα από τους προσωπικούς της αγώνες για την επιβίωση της οικογένειάς της από μικρό παιδί ως σύζυγος, μητέρα και γιαγιά, αγωνίστηκε για τη σχολική στέγη στη γειτονιά. Μας αφηγείται πώς απαίτησε ραντεβού με τον τότε υπουργό Βόρειας Ελλάδας, για να του δείξει τη μοναδική τουαλέτα που χρησιμοποιούσαν 300 παιδιά του δημοτικού, που έκαναν μάθημα σε μαγαζιά. Ως μέλος του Συλλόγου Περιπτερούχων συμμετείχε στις κινητοποιήσεις για να αυξηθεί το ποσοστό 5% από τις πωλήσεις εφημερίδων. Ήταν επίσης ενεργό μέλος της Επιτροπής Ειρήνης και του Συλλόγου Γυναικών.
Πλαϊνή όψη του μπακάλικου τη δεκαετία του 1960, και το ίδιο σημείο σήμερα.
Θα τη δείτε κάθε πρωί να ποτίζει τα λουλούδια στην αυλή της και αφήνει ένα μπολ με νερό για τα αδέσποτα ζώα. Γείτονες, φίλοι, παλιοί πελάτες που περνούν από μπροστά κοντοστέκονται να της πουν μια καλημέρα.