Πλατιά και ευρύχωρη, για να χωράει την καρδιά της πόλης και τα πνευμόνια της. Από εδώ ξεκινούν κι εδώ καταλήγουν οι μεγάλοι και μικρότεροι δρόμοι που διατρέχουν το δομημένο αμφιθέατρο, παρόμοιοι με τη στεφανιαία αγγείωση του σώματος, τις αρτηρίες και τις φλέβες, και ρυθμίζουν την κυκλοφορία οχημάτων, ανθρώπων, ρευμάτων, οσμών και των χρωμάτων της.
Μια τόσο μεγάλη πλατεία δεν συνωστίζεται ποτέ. Ωστόσο εδώ συναντάς όλα τα δείγματα ανθρώπινης παρουσίας. Παλιούς και νέους κατοίκους, μόνιμους, περαστικούς, επισκέπτες, μετανάστες αποφασισμένους να επιλέξουν τη Θεσσαλονίκη για νέα πατρίδα. Από το μεγάλο μπαλκόνι της, που βλέπει τα πάντα, τα μάτια τους αχόρταγα καταπίνουν εικόνες με ταχύτητα ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής. Τη θάλασσα της υπόσχεσης, τον Όλυμπο και τους προστάτες θεούς του, αυτούς που όρισαν κάποτε την τάξη και την αταξία του κόσμου, την παρηγοριά της ανατολής πίσω από τα κάστρα, την αργοπορία της δύσης.
Στη Θεσσαλονίκη η δύση δεν βιάζεται. Ακόμα και τον χειμώνα με τις σύντομες ημέρες εκτελεί τη διαδρομή της με μικρό διασκελισμό. Μέχρι να ξεθυμάνει πίσω από τα μακρινά βουνά, χορταίνουν οι περιπατητές και οι σουλατσαδόροι flâneurs τα χρώματά της, προλαβαίνουν να βγάλουν φωτογραφίες με όλες τις διαβαθμίσεις του κόκκινου και τελικά να το πάρουν απόφαση πως άλλη μια μέρα τελείωσε. Αύριο πάλι.
Το ανθρώπινο κύμα εδώ, στην πάνω πλατεία, πάνω από την Εγνατία, ξεβράζει
την πλέμπα. Κυρίως μετανάστες. Σέρνουν το αδιέξοδο βήμα τους σαν κατάδικοι στον αύλειο χώρο φυλακής. Δεν γνωρίζουν πού να πάνε, δεν έχουν πού να πάνε. Κάθε τρεις και δύο ξεγελούν τη μοναξιά τους ψαχουλεύοντας τα πλήκτρα στο κινητό. Αναζητούν νέα από την πατρίδα ή περισσεύματα ελπίδας;
Το βράδυ, στην πάνω πλατεία, σχετικά έρημη πια, εμφανίζονται για τη νυχτερινή τους έξοδο σπιτωμένοι σκύλοι με τους συνοδούς τους. Στα παγκάκια, αλλοδαποί θολώνουν τη δυστυχία τους με μπύρες ξεροσφύρι και πειράγματα στη γλώσσα τους.
Κάποιοι ανέστιοι τη βγάζουν όλη νύχτα πάνω σε χαρτόνια στρωμένα στο γρασίδι και τυλιγμένοι σε βρώμικες κουβέρτες. Καλά είναι εκεί, έχει ησυχία και ασφάλεια. Μια ερημιά που δεν εμπνέει φόβο, ίσα ίσα. Τρεις εκκλησίες γύρω γύρω, ο Άη Νικόλας ο Τρανός, η Παναγιά των Χαλκέων και ο Άη Δημήτρης, επιβλέπουν, αποτρέπουν της ανομίας την πρόθεση, εγγυώνται τον ήσυχο ύπνο των ανθρώπων, πιστών και μη.
Τα χαράματα ο τόπος αχνίζει από την κόπρο των τετράποδων, τις κουτσουλιές των πουλιών και τα ούρα των ανθρώπων. Πιο έντονα ανιχνεύονται πίσω από τους ανδριάντες των τριών Μακεδονομάχων, του Κρητίκαρου Γιάννη Πούλακα, του Γεώργιου Τσόντου, γνωστού ως Καπετάν Βάρδα, και του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, στην πλατεία Κέρκυρας.
Αν δεν την γνωρίζετε, πρόκειται για ένα τοπογραφικό παράδοξο δίπλα στην Παναγία των Χαλκέων, που λανθάνει της προσοχής των πολλών. Το μικρό πλάτωμα χιλίων πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων ανάμεσα στην εκκλησία, την Εγνατία οδό και το κύριο σώμα της πλατείας ονομάζεται με απόφαση των δημοτικών αρχών από τις 14 Απριλίου του 2013 Πλατεία Κέρκυρας.
Ως αντίδωρο για την ύψιστη τιμή, ο Δήμος Κέρκυρας έστειλε δενδρύλλια ελιάς, κουμ κουάτ και θαλερές κουτσουπιές, για να φυτευτούν συμβολικώς στον χώρο. Μετά το σαιξπηρικό «θέατρο μέσα στο θέατρο» και το καινοφανές «shop-in-shop» της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, να και μια θεσσαλονικιώτικη, και ίσως παγκόσμια, πρωτοτυπία. Μέσα από την άπλα μεγάλης πλατείας ξεφυτρώνει άλλη μικρότερη. Ενδεχομένως λόγω οικονομίας χώρου. Προς το παρόν, οι τρεις ανδριάντες των Μακεδονομάχων απολαμβάνουν, εκτός από τις αναθυμιάσεις, και τη σύσφιξη των πολιτιστικών και τουριστικών σχέσεων των δύο πόλεων.
Στα εγκαίνια της ονοματοδοσίας οι δήμαρχοι των δύο πόλεων ήταν γενναιόδωροι σε υποσχέσεις την ώρα των φιλοφρονήσεων. Πολύς κόσμος παραβρέθηκε στα εγκαίνια. Δεν συμβαίνουν συχνά ονοματοδοσίες πλατειών. Έστω και μικρών. Εγώ, αργοπορημένος, βρέθηκα πίσω πίσω. Αδύνατο να διακρίνω το τατουάζ στο μπράτσο του δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη, κάτι λίγο μόνον από τα άσπρα του μαλλιά.
Ελάχιστοι Θεσσαλονικείς έχουν προσέξει ότι η μικρή μαρμάρινη πλακέτα, η «Απήδαλος ναυς» των Φαιάκων, στο κέντρο της μικρής πλατείας, πληροφορεί για τα πρόσφατα βαφτίσια. Σύμβολο αρχαίο του Ιονίου νησιού, ξαφνιάζει ως καινοτόμα μετανεοτερικότητα.
Τα πλοία «ρομπότ» των Φαιάκων, γρήγορα και αβύθιστα, μπορούσαν να ταξιδεύουν κατά τον Όμηρο στο σκοτάδι και την ομίχλη, διάβαζαν στη σκέψη των ανθρώπων τις επιθυμίες τους και σχεδίαζαν μόνα τους τη ρότα χωρίς πηδάλιο και καπετάνιο. Μ’ έναν τέτοιο στόλο, άραγε, δεν θα μπορούσαμε σήμερα να επιλύσουμε δυναμικά και αναίμακτα τα προβλήματά μας στο Αιγαίο; Σ’ αυτήν την περίπτωση βέβαια η πληθώρα των «καπεταναίων» μας θα ξέμενε χωρίς δουλειά.
Οπότε η πολυθρύλητη ναυτοσύνη των Κερκυραίων περιορίστηκε αναγκαστικώς στα χωρικά ύδατα των Ομηρικών διηγήσεων.
Η Λένα Καλαϊτζή-Οφλίδη και ο Σίμος Οφλίδης είναι συγγραφείς. Ζουν και εργάζονται στη Θεσσαλονίκη. Γράφουν μαζί από το 1989.
Μία σειρά έντυπων και διαδικτυακών εκδόσεων, οπτικοακουστικών παραγωγών και δράσεων για την Ιστορία, τα Γράμματα, τις Τέχνες και τις Ιδέες στην πόλη, που προβάλλει πτυχές και πρόσωπα της ιστορικής και σύγχρονης Θεσσαλονίκης.
Μία πλατφόρμα διαλόγου, ιδεών και δράσεων για την ανάδειξη της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, την προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού, και την ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα της πόλης.
Εγγραφείτε στο newsletter του Θεσσαλονικέων Πόλις δωρεάν για να λαμβάνετε στο inbox σας πρωτογενή ρεπορτάζ για την πόλη, άρθρα, συνεντεύξεις και επιλογές από την έντυπη και διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού.