Ζω σχεδόν είκοσι χρόνια στην Καλαμαριά. Οι βόλτες στο Πάρκο Νέας Κρήνης, ανάμεσα στη Μίκρα και το Μαϊάμι, καθημερινές. Όπως συμβαίνει συχνά, όμως, κάτι μπορεί να στέκεται μπροστά σου χρόνια ολόκληρα και να μην το έχεις δει ποτέ πραγματικά. Μέχρι που μια μέρα, ο ακαταμάχητος χειμερινός ήλιος και η θέα στον Όλυμπο με έκαναν να κοντοσταθώ στο σημείο. Και να δω προσεκτικά για πρώτη φορά το μαρμάρινο άγαλμα στη μέση του πάρκου.
Μια αφηρημένη, μοντέρνα, επιβλητική φιγούρα, με ένα κυκλώπειο μάτι και μορφή που θυμίζει κυκλαδικό ειδώλιο ή τοτέμ. Ένα ψηλό, συμπαγές κομμάτι μαρμάρου. Το άγαλμα ανέκαθεν ήταν γεμάτο βανδαλισμούς, με μια κάθετη λωρίδα μαύρου χρώματος να διατρέχει την μπροστινή του όψη. Η παρουσία του, μυστηριακή.
Ποιος το έφτιαξε; Πότε τοποθετήθηκε εκεί και γιατί; Τι παριστάνει;
Σκύβω στο βάθρο. Μια λιτή επιγραφή:
«Γλύπτης: Γκέλας Χρησοστομίδης, 1999».
Αποφάσισα να το ψάξω.
Πρώτη στάση, το Google. Τζίφος. Στα 100-200 εκατομμύρια gigabyte πληροφοριών της μηχανής αναζήτησης, δεν εντόπισα ούτε δημοσιευμένη φωτογραφία ούτε σαφή αναφορά σε γλύπτη με αυτό το όνομα ούτε πληροφορίες για το έργο σε δημόσια έγγραφα και πηγές.
Ψάχνοντας περισσότερο, συναντώ παραλλαγές: Γκέλας ή Γελάσιος Χρυσοστομίδης, με ύψιλον κι όχι με ήτα όπως στο βάθρο του αγάλματος, με αναφορές σε συμφραζόμενα γλυπτικής και παρουσία σε εκθέσεις. Ίσως ο γλύπτης να είναι αυτός, ίσως το όνομά του να έχει γραφτεί λανθασμένα στο γλυπτό ή ο ίδιος ο καλλιτέχνης να χρησιμοποιεί παραλλαγές του.
Επόμενη στάση, η τεχνητή νοημοσύνη.
Στέλνω τη φωτογραφία σε γνωστό AI Bot. Η απάντηση, με απόλυτη αυτοπεποίθηση: «Πρόκειται για το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης στο πάρκο Εθνικής Αντιστάσεως». Ψευδαίσθηση καραμπινάτη. Δοκιμάζω την τύχη μου με τον βασιλιά των bot, το ChatGPT. Του περιγράφω το γλυπτό και την επιγραφή και ανεβάζω μια φωτογραφία.
Η πρώτη του απάντηση μπερδεύει τον γλύπτη, η επόμενη με μεταφέρει… στην Πελοπόννησο: «Το έργο βρίσκεται στην Καλαμάτα και λέγεται “Δάκρυ”». Το παντοδύναμο ΑΙ αδυνατεί να βρει απαντήσεις ή να παραδεχτεί την άγνοιά του.
Αφού το ψηφιακό σύμπαν σήκωσε τα χέρια ψηλά, πέρασα στην αναλογική έρευνα.
Ρώτησα κατοίκους, θαμώνες του πάρκου, ανθρώπους που βλέπω χρόνια. Θολές μνήμες, αλλά καμία βεβαιότητα. Απευθύνθηκα στον δήμο, αλλά άμεση απάντηση δεν ήρθε.
Κάπου εκεί σκέφτηκα ότι το ποιος ακριβώς είναι ο γλύπτης – αν γράφεται με ήτα ή ύψιλον, αν το μικρό του είναι παρατσούκλι, αν η επιγραφή είναι λάθος, τι ακριβώς συμβολίζει το άγαλμα – δεν είναι ίσως το πιο σημαντικό.
Πώς το είχε πει ο Όσκαρ Ουάιλντ; Η τέχνη καθρεφτίζει τον θεατή κι όχι τη ζωή. Σαν το Stonehenge: δεν ξέρουμε με βεβαιότητα ποιοι, πώς, και γιατί κατασκεύασαν αυτό το μεγαλιθικό μνημείο χιλιάδες χρόνια πριν, αλλά αυτό δεν στερεί τίποτα από την αξία του. Στο κάτω κάτω, σκέφτομαι, υπάρχουν στην πόλη κι άλλα δημόσια γλυπτά, με αριστοκρατικότερη μάλιστα καταγωγή, παραμελημένα κι αόρατα.
Πάνω που ήμουν έτοιμος να αποδεχτώ ότι το άγαλμα στο Πάρκο Νέας Κρήνης θα μείνει ένα όμορφο, ανεπίλυτο μυστήριο που θα συνεχίσω να το αποκαλώ Stonehenge της Μίκρας, η ιστορία μού επεφύλασσε μια αναπάντεχη, συγκινητική ανατροπή.
Μέσα από ψάξιμο σε εκθέσεις και βιογραφικά, ανθρώπινες διασυνδέσεις αυτή τη φορά κι όχι αλγοριθμικές, με τη βοήθεια του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, έφτασα τελικά στον γλύπτη Γελάσιο (Γκέλα) Χρυσοστομίδη (με ύψιλον).
Γεννημένος το 1952 στην Τσιατούρα της Γεωργίας, με καταγωγή από τη Σάντα του Πόντου, σπουδαγμένος στην Κρατική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Τιφλίδας. Δάσκαλος ζωγραφικής σε σχολεία και ανώτερες σχολές, διευθυντής του Τμήματος Γλυπτικής της Εθνικής Πινακοθήκης της Τιφλίδας τη δεκαετία του 1980, με συμμετοχές σε εκθέσεις σε Τιφλίδα, Μόσχα, Λένινγκραντ και Ελλάδα, σε συμπόσια και ομαδικές εκθέσεις.
Από το 1995 ζει μόνιμα στην Αθήνα, δημιουργώντας γλυπτά σε μάρμαρο, μπρούτζο, μικρογλυπτική και μνημειακά έργα, πολλά εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία και την ιστορία του ποντιακού ελληνισμού.
Μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Του έστειλα φωτογραφίες από το άγαλμα στο πάρκο. Στην άλλη άκρη της γραμμής, ακούω έναν άνθρωπο γλυκό και συγκινημένο. «Χρόνια ολόκληρα το αναζητούσα. Δυο φορές το έψαξα στη Θεσσαλονίκη, αλλά κανείς δεν μπορούσε να μου πει τι απέγινε».
Το έργο, μου είπε, λέγεται «Κύκλωπας». Φιλοτεχνήθηκε το 1999, στο 1ο Διεθνές Συμπόσιο Γλυπτικής του Δήμου Καλαμαριάς, στην πλαζ της Αρετσούς. Λίγο αργότερα τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση, στην πλατεία μπροστά από το Δημαρχείο. Μου στέλνει φωτογραφίες από την εποχή των εγκαινίων. Ο «Κύκλωπας» στέκεται κατακατάλευκος στην πλατεία. Χωρίς γκράφιτι, χωρίς σημάδια, ένα δημόσιο έργο που ανήκει στην πόλη.
Πώς ο «Κύκλωπας» βρέθηκε από εκεί στο πάρκο της Νέας Κρήνης ουδείς γνωρίζει. Κάπου στην πορεία του χρόνου το έργο «χάθηκε». Όχι μόνο για τον κόσμο, αλλά και για τον ίδιο τον δημιουργό του.
Λίγο μετά το τηλεφώνημα έλαβα email από τη σύζυγό του, Ευθαλία Παππά: «Απίστευτο, βρέθηκε το χαμένο “παιδί”. Ένα από τα παιδιά, γιατί ψάχνει ο Γκέλας άλλα δύο…».
Ο «Κύκλωπας» της Νέας Κρήνης έχει όμως πλούσια βιογραφία. Το μαρμάρινο έργο είναι η μνημειακή εκδοχή ενός μπρούτζινου «Κύκλωπα» που είχε λάβει το δεύτερο βραβείο ανάμεσα σε 180 καλλιτέχνες, το 1999, στο Διεθνές Φεστιβάλ Εικαστικών Τεχνών που οργάνωσε το Σύγχρονο Μουσείο Τέχνης της Γεωργίας.
Στη σημερινή του εκδοχή, στο πάρκο της Νέας Κρήνης, στέκεται μόνος με τα σημάδια του χρόνου ορατά: ρωγμές, χτυπήματα, γκραφίτι. Όμως έχει κερδίσει κάτι άλλο: τη θάλασσα στα λίγα μέτρα, τις λιακάδες του Θερμαϊκού, τα σκυλιά που τρέχουν γύρω του, τα παιδιά που παίζουν κρυφτό πίσω του, τα ζευγαράκια και τους συνταξιούχους που πίνουν καφέ κι αγναντεύουν τη θάλασσα και τον Όλυμπο στην πλάτη του.