Πώς το Airbnb απειλεί το τελευταίο καταφύγιο της underground σκηνής της Θεσσαλονίκης
Και οι μπάντες που διεκδικούν το δικαίωμα στη φασαρία, στο θρυλικό κτίριο με προβάδικα του Βαρδάρη από όπου πέρασαν Τρύπες και Ξύλινα Σπαθιά
- Ελένη Θεοδωρίδου
- Αλέξανδρος Αβραμίδης
- 15/11/2025
Στον Βαρδάρη υπάρχει μια οικοδομή χωρισμένη στα δύο: μισή αυτοσχέδια προβάδικα, μισή Airbnb. Οι αντίθετες πλευρές της γίνονται ορατές ήδη από τις δύο εισόδους της. Η μία εγκαταλελειμμένη, με χαλασμένα κουδούνια και την οδό γραμμένη στα ελληνικά – η άλλη ανακαινισμένη, με πάνω από δεκαπέντε κλειδοθήκες απ΄έξω και την οδό στα αγγλικά. Στους διαδρόμους της συναντιούνται οι δύο όψεις της Θεσσαλονίκης: αυτή που απαλλοτριώνεται και εκείνη που αντιστέκεται. Μια πόλη για εμάς, μια πόλη για τους άλλους. Η γυαλισμένη ησυχία απέναντι στη βρώμικη φασαρία.
Το κτίριο στην οδό Βάκχου 1 υπήρξε κάποτε το μεγαλύτερο μουσικό εργαστήρι της Θεσσαλονίκης, καθώς για είκοσι περίπου χρόνια ήταν το πιο πυκνοκατοικημένο προβάδικο της πόλης. Εκατοντάδες μπάντες πέρασαν από τα μικρά διαμερίσματά του και, παρά την επέλαση των Airbnb, παραμένει μέχρι σήμερα η οικοδομή με τα περισσότερα αυτοσχέδια στούντιο στη Θεσσαλονίκη.
Αυτοί οι χώροι υπήρξαν για δεκαετίες πυρήνες εξωθεσμικής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Λειτούργησαν ως εφαλτήρια για τη διάδοση της ροκ, της πανκ και της εναλλακτικής μουσικής στη Βόρεια Ελλάδα, διαμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό αυτό που αποκαλούμε «σκηνή της Θεσσαλονίκης». Σχεδόν όλοι πέρασαν από εκεί: από ιστορικά συγκροτήματα, όπως οι Τρύπες, τα Μωρά στη Φωτιά και τα Ξύλινα Σπαθιά, μέχρι πιο σύγχρονα όπως οι Super Stereo και οι Bailemos.
Το φθηνό ενοίκιο, η διαρρύθμιση, η ηχομόνωση και η δυνατότητα τροποποιήσεων επιτρέπουν στους μουσικούς να διαμορφώνουν τους χώρους σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Με συλλογικότητα, αλληλεγγύη και πάνω απ’ όλα πάθος για τη μουσική, δημιούργησαν τις δικές τους «ετεροτοπίες». Αντίστοιχα κτίρια υπήρχαν και σε άλλες περιοχές του κέντρου, κυρίως στη Βαλαωρίτου και τα Άνω Λαδάδικα.
Στους διαδρόμους της πολυκατοικίας συναντιούνται οι δύο όψεις της Θεσσαλονίκης.
Η ιστορία των αυτοσχέδιων στούντιο στην Θεσσαλονίκη ξεκινά ήδη από τη δεκαετία του ’70, όταν πρώην βιοτεχνίες άρχισαν να μετατρέπονται σε μικρούς μουσικούς εργαστηριακούς χώρους. Ο Δημήτρης Πόσογλου, που πέρασε από αυτά τα στούντιο τις δεκαετίες του ’80 και ’90 ως μέλος των Γκρόβερ, Ελληνιστάν και The Boys, θυμάται:
«Δεν υπήρχαν χρήματα, αλλά είχαμε ελευθερία και αλληλεγγύη. Συχνά ο κόσμος άκουγε τη μουσική και ανέβαινε νομίζοντας πως είχε κάποιο live. Ζήσαμε πολύ δυνατές στιγμές εκεί μέσα, γνωρίσαμε πολύ κόσμο».
Οι Γκρόβερ μάλιστα ήταν οι πρώτοι που έφτιαξαν αυτοσχέδιο στούντιο στη Βάκχου το 1994. Ο χώρος, μόλις 10 τ.μ., «έμοιαζε με λεωφορείο», αλλά ήταν φθηνός και λειτουργικός. Μέχρι το 1998 που έμειναν εκεί, δεν είχε ανοίξει άλλο στούντιο στην οικοδομή.
Το επόμενο στούντιο το άνοιξε το 2001 ο Θανάσης Τζίνγκοβιτς, ο οποίος παραμένει μέχρι σήμερα στον 5ο όροφο, πλέον ως ο πιο παλιός ένοικος της οικοδομής.
«Η underground σκηνή της πόλης ήταν συγκεντρωμένη σε ένα μέρος – αυτό δεν το βλέπεις αλλού. Η πυκνότητα των αυτοσχέδιων στούντιο ήταν τέτοια που δεν συγκρινόταν με καμία άλλη περιοχή στην Ελλάδα, ούτε καν την Αθήνα».
Με τα χρόνια, οι βιοτεχνίες έκλειναν και τα DIY στούντιο αυξάνονταν. Αυτό ήταν κάτι που ήθελαν και οι ιδιοκτήτες, αφού οι οικοδομές ήταν σε άθλια κατάσταση και δεν μπορούσαν να συντηρηθούν αλλιώς. Η περιοχή του Βαρδάρη ήταν τότε ακόμα υποβαθμισμένη. Γύρω στο 2012, η οικοδομή έφτασε να αριθμεί περίπου 30 στούντιο, περισσότερα από κάθε άλλη αντίστοιχη, με το καθένα να φιλοξενεί πολλαπλάσιες μπάντες.
«Είχε καταλήξει να είναι μια ολόκληρη κοινότητα», περιγράφει ο Τζίνγκοβιτς. «Δανειζόμασταν μηχανήματα, κάναμε τζαμαρίσματα και πάρτι. Η φάση ήταν ζωντανή». Εκεί έγραψαν και ηχογράφησαν ολόκληρους δίσκους. Εκεί δημιούργησαν και τους Global Vibe, μια μπάντα με έντονη παρουσία στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 2013.
Το σκηνικό άρχισε να αλλάζει από το 2018 με την άφιξη των πρώτων Airbnb. Οι διαχειριστές προσπάθησαν να απαγορεύσουν τη μουσική και να διώξουν τους καλλιτέχνες. «Παρά τις επιθέσεις, κάποιοι δεν πτοηθήκαμε, αλλά πολλά στούντιο έκλεισαν. Σήμερα έχουν μείνει καμιά δεκαριά» εξηγεί ο Τζίνγκοβιτς. Ο ίδιος, παρότι δεν χρησιμοποιεί το στούντιό του όπως παλιά, συνεχίζει να το συντηρεί για μπάντες και projects ώστε να διατηρείται η κοινότητα ζωντανή.
Ο πρώτος όροφος της Βάκχου 1.
Ένα απόγευμα μιας απλής Τρίτης, πάντως, η μουσική αντηχεί στους διαδρόμους της οικοδομής. Οι επισκέπτες των Airbnb δείχνουν να μην ενοχλούνται. Στον πρώτο όροφο, ο Αλέξανδρος Αρχοντής συνδιαχειρίζεται ένα στούντιο από το 2012. Περιγράφει πως μέχρι το 2019 το κτίριο δονούνταν από μουσική.
«Μπορούσαμε να κάνουμε φασαρία… με την ησυχία μας» λέει χαρακτηριστικά. Εξηγεί πως οι πρώτοι μουσικοί διαμόρφωσαν μόνοι τους τα δωμάτια και με τον καιρό τα βελτίωναν φέρνοντας εξοπλισμό και ηχομόνωση. Με την έλευση των επενδυτών όμως, βλέπει ότι οι νέοι καλλιτέχνες αποκαρδιώνονται. «Πλέον όλη αυτή η ενέργεια έχει καταλαγιάσει. Οι νέες γενιές δεν σχηματίζουν μπάντες τόσο συχνά, ενώ η ροκ σκηνή έχει υποχωρήσει» επισημαίνει.
Το στούντιο του Αλέξανδρου φιλοξενεί περίπου επτά μπάντες, μεταξύ των οποίων και οι «Ψύλλοι στ’ άχυρα», οι οποίοι εκείνη την ημέρα έχουν πρόβα. Όταν παίζουν, το σκηνικό θυμίζει τελετουργία. Ο χώρος είναι γεμάτος καλώδια, όργανα και μηχανήματα – επικρατεί ένα οργανωμένο χάος. Έχει ηχομόνωση και σεντόνια στο ταβάνι, για να μην κάνει ηχώ.
Εκείνοι βρίσκονται αλλού, απόλυτα προσηλωμένοι στη μουσική, σα να κάνουν προσευχή. Οι ίδιες λούπες παίζονται ξανά και ξανά για όσο χρειαστεί. Επιμένουν στη λεπτομέρεια, κάνουν παρατηρήσεις και brainstorming. Όλα δονούνται, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η στιγμή μυσταγωγική. «Η πρόβα είναι ο σκοπός και όχι το μέσο για μια μπάντα. Τα live συνήθως είναι σπάνια. Κάποιοι παίζουν μια φορά τον χρόνο. Για πολλούς αυτά τα στούντιο είναι η μόνη διαφυγή. Είναι εκτόνωση, συνεύρεση και ψυχοθεραπεία μαζί» εξηγούν.
Δεκατρία χρόνια μετά η απειλή γίνεται πραγματικότητα.
Το στούντιό τους κλείνει. Το συμβόλαιο λήγει τέλος του χρόνου και ο ιδιοκτήτης δεν το ανανεώνει. Μόλις το έμαθαν. Βρίσκονται ξανά σε αναζήτηση στέγης.
Πιο δίπλα, στον ίδιο όροφο, ακούγεται να παίζει ο Κώστας Σιμιτσής, ο οποίος μαζί με τον κολλητό του, διατηρούν το δικό τους «Μικρό Παρίσι». Βρίσκονται στο κτίριο τα τελευταία 15 χρόνια και φιλοξενούν πάνω από 10 μεμονωμένους μουσικούς. Επισημαίνει πως για αυτούς το στούντιο μπορεί να μην είναι πιο οικονομικό γιατί το συντηρούν μόλις δύο άτομα, αλλά τους δίνει μια ελευθερία που κανένα επαγγελματικό στούντιο δεν μπορεί να προσφέρει.
«Δεν το κάνεις για τα λεφτά, το κάνεις γιατί κάπου πρέπει να παίξεις και θες να το κάνεις σωστά».
Στον δεύτερο όροφο στεγάζονται οι Βάκχοι, μια μπάντα που δημιουργήθηκε εκεί το 2021. Χρησιμοποιούν τον χώρο ως μουσικό στούντιο και εργαστήρι εικαστικών, μα πάνω απ’ όλα ως τόπο συνεύρεσης και συλλογικής δημιουργίας.
«Εδώ έχουμε την ελευθερία να εκφραζόμαστε, να είμαστε παρέα, να πειραματιζόμαστε, να μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλον και να περνάμε καλά μέσα από τη μουσική. Είναι μια συνθήκη που δεν την αλλάζουμε με τίποτα».
Όπως είναι επόμενο, όλοι αγωνιούν για το μέλλον. Το ιδανικό σενάριο θα ήταν να τους στηρίξει ο δήμος με παραχώρηση κάποιας οικοδομής σε προσιτό ενοίκιο.
«Το κέντρο έχει πολλά αχρησιμοποίητα κτίρια. Αν μας έδιναν ένα, τα διαμερίσματα θα γέμιζαν αμέσως και θα λυνόταν ένα μεγάλο πρόβλημα για τους μουσικούς της Θεσσαλονίκης» εξηγούν.
Σε κάθε περίπτωση, όλοι τους δηλώνουν αποφασισμένοι να συνεχίσουν. Αν χρειαστεί, θα τα φτιάξουν όλα από την αρχή.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσουμε. Θα πάμε αλλού, οπουδήποτε, θα τα κάνουμε όλα ξανά. Εδώ αναπνέουμε, εδώ υπάρχουμε πραγματικά». Η απώλεια αυτών των χώρων, λένε, θα σήμαινε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής για τη Θεσσαλονίκη. «Μια εποχή που, από την πλευρά μας και για όσο μπορούμε τουλάχιστον, θα κάνουμε τα πάντα για να την κρατήσουμε ζωντανή».
Διαβάστε επίσης
- Δήμητρα Κεχαγιά
- Αλέξανδρος Λιτσαρδάκης
- Γιώργος Παπαδημητρίου
- Εύα Χατζηαντώνογλου