Το «Τοστ Σπέσιαλ» στην Παρασκευοπούλου προσφέρει φαγητό για την ψυχή

Φάγαμε τοστ από την ίδια τοστιέρα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, ψημένο από τον κύριο Βαγγέλη

Το Τοστ Σπέσιαλ είναι ένα από τα στοιχεία που δίνει στο Φάληρο την ταυτότητά του. Εδώ και μισό αιώνα, ο ιδιοκτήτης του Βαγγέλης Θεοδώρου υπηρετεί με την ίδια μαντεμένια τοστιέρα τους πεινασμένους της Θεσσαλονίκης.

Έχω περάσει τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής μου στο φαράγγι της Παρασκευοπούλου, όπου ένα φαρδύ όχημα μόλις και μετά βίας χωράει να ελιχθεί ανάμεσα από τα εκατοντάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα. 

Το σπίτι μου το νοίκιασα τον Οκτώβρη του 2017, και τους πρώτους μήνες ζούσα σε ένα κωμικά άδειο διαμέρισμα: είχα έναν καναπέ που μεταμορφώνεται σε κρεβάτι, ένα αρχαίο γραφείο, μια μεγάλη βιβλιοθήκη στον νότιο τοίχο κι ένα μεγαλοπρεπές τιρμπουσόν μέσα σε ειδική ξύλινη θήκη. Με τα υπόλοιπα συνοικούσα μονάχα νοερά. Τα βράδια πριν με πάρει ο ύπνος στον καναπέ, ένιωθα τα αρμολογήματα της οικοδομής να τραντάζονται από τις μουσικές και τα αστεία του Σεφερλή. 

Ένα απόγευμα σαν όλα τα άλλα, άνοιξα το ψυγείο και βρήκα μέσα δύο ληγμένα φιλμάκια και μια δωδεκάδα μπύρες. Με τριγύρισε μια πείνα ακόρεστη. Βγήκα λοιπόν γρήγορα από το σπίτι προς αναζήτηση τροφής. Στην είσοδο, διαγωνίως, διέκρινα μια νέον ταμπέλα να σπινθηροβολεί: έγραφε TOST Spesial

Μέσα, ένας καλοντυμένος και ευγενικός κύριος άλειφε βούτυρο στο τοστ με ένα πινέλο και το πατούσε ελαφρά με την τοστιέρα, στην πιο δεξιοτεχνική πράξη μάλαξης στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Η τηλεόραση έπαιζε ειδήσεις με παράσιτα. Η μουσική ήταν λαϊκή και ίσα που ακουγόταν. Πλήρωσα τέσσερα ευρώ για εκείνο το τοστ. Είχε μέσα γαλοπούλα, κασέρι, τυροκαυτερή και πράσινη πιπεριά, ελαφρώς πικάντική. Το σπίτι μου απείχε είκοσι μέτρα από την είσοδο του τοστάδικου, αλλά μέχρι να φτάσω το είχα φάει ολόκληρο. 

Κάηκε λίγο η γλώσσα μου, αλλά άξιζε τον κόπο.

«Ταξίδεψα μέχρι την άκρη του κόσμου, αλλά επέστρεψα εδώ εξαιτίας ενός οικογενειακού τελεσίγραφου» λέει ο Βαγγέλης Θεοδώρου, ιδιοκτήτης Τοστ Σπέσιαλ.

Το Τοστ Σπέσιαλ και το ισχυρό του εκτόπισμα (είναι ίσως το παλαιότερο διασωθέν τοστάδικο στη Θεσσαλονίκη) αποτελεί ένα από τα στοιχεία που δίνει στη γειτονιά του Φαλήρου την ταυτότητά της. Και αυτό είναι σχετικό και με τον ιδιοκτήτη του, τον Βαγγέλη Θεοδώρου, και τη μυθιστορηματική του ιστορία.

Τον συνάντησα ένα βράδυ που δεν είχε παράσταση το Ράδιο Σίτι για να έχει λίγο χρόνο να μου μιλήσει. Ο κύριος Βαγγέλης είναι 76 ετών, είναι πάντα γλυκομίλητος, καλοντυμένος και περιποιημένος. Φέτος, το μαγαζί του κλείνει 50 χρόνια αδιάκοπης υπηρεσίας στους πεινασμένους της Θεσσαλονίκης. Η πόρτα του άνοιξε το 1975 και δεν έχει κλείσει ποτέ. Αυτός εύχεται μόνο να έχει κουράγιο για να κάτσει στο πάρτι του ιωβηλαίου.

Καθόταν σε έναν δερμάτινο καφέ καναπέ, περιτριγυρισμένος από καθρέφτες και θαμώνες του μαγαζιού, οι οποίοι συχνά πυκνά φώναζαν στην τηλεόραση που μετέδιδε τον αγώνα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου με την Αγγλία. Παρά τις επίμονες απόπειρές τους, η τηλεόραση δεν έδινε καμία απάντηση.

Ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης, στον γωνιακό καναπέ του Τοστ Σπέσιαλ με έναν από τους μπουζουκτσήδες του τη δεκαετία του ’80.

Ο κύριος Βαγγέλης είχε κάνει λίγες ημέρες νωρίτερα μια επέμβαση στο μάτι του. Παρόλα αυτά, η ώρα είναι 23:00 κι αυτός είναι ακόμη στο μαγαζί. Αρνείται πεισματικά να ξεκουραστεί. Από τη συζήτησή μας καταλαβαίνω πως μιλάω με έναν φοβερά εργατικό άνθρωπο. Δουλεύει όλη του τη ζωή και συνεχίζει ακόμη και στα 76 του. Μου δημιουργεί την αίσθηση πως ο χρόνος κύλησε από μέσα του και όχι από πάνω του. 

Τα λόγια του γεμίζουν το δωμάτιο. Μιλάει για το παρελθόν σαν να είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στην κατοχή του. Θυμάται τις εποχές που ήταν νέος και δούλευε καμαρότος σε πλοίο που διέσχιζε τον ατλαντικό: 

«Έφυγα για την Αμερική το 1966 ως ναύτης. Στη Νέα Υόρκη κατέβηκα από το καράβι κι έπιασα δουλειά σε ένα εστιατόριο Ελλήνων από τη Χίο. Ήταν οι πιο καλοί άνθρωποι. Με βοήθησαν, μου έδωσαν δουλειά και στέγη. Με έβαλαν στο σπίτι τους. Ήθελαν μάλιστα και να με παντρέψουν εκεί. Εγώ δεν ήθελα όμως, γιατί ήξερα πως δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω. Πέρασα δύο υπέροχα χρόνια μέχρι που η μητέρα μου έστειλε γράμμα: “αν δεν γυρίσεις πίσω”, μου έγραψε, “θα αυτοκτονήσω”».

«Ταξίδεψα μέχρι την άκρη του κόσμου» μου λέει ο κύριος Βαγγέλης «αλλά επέστρεψα εδώ, εξαιτίας του οικογενειακού τελεσίγραφου. Γύρισα από την Αμερική άρον άρον, υπηρέτησα τη θητεία μου στην Καβάλα, στην Αεροπορία Στρατού και δούλεψα σε μια ιδιωτική επιχείρηση του γαμπρού μου στην Άρτα. Ύστερα, διορίστηκα στο δημόσιο, στον ΕΟΜΕΧ, στο Υπουργείο Βιομηχανίας». 

Ο διευθυντής του εκεί διέκρινε μια ανησυχία στο βλέμμα του: «Εσύ δεν κάνεις για εδώ!» του είπε. Βρήκαν μαζί το μικρό μαγαζί απέναντι από το Ράδιο Σίτι, στο οποίο καθόμαστε αυτή τη στιγμή. Ήταν μαγαζί που πουλούσε ρετάλια. «Το 1974 πλήρωσα αέρα 560.000 δραχμές για ένα ακίνητο με αντικειμενική αξία 170.000 δραχμές. Το Ράδιο Σίτι ανέβαζε την αξία της επιχείρησης κατακόρυφα».

Το μαγαζί βρίσκεται απέναντι από το Ράδιο Σίτι. Εκείνες τις εποχές, από το μεσημέρι μέχρι και τις δύο μετά τα μεσάνυχτα, επικρατούσε κοσμοσυρροή. Ο κινηματογράφος και το θέατρο ήταν τότε η μόνη διασκέδαση.

«Εδώ παίχτηκαν οι μεγαλύτερες επιτυχίες του κινηματογράφου: Το Κουρδιστό Πορτοκάλι του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (1972), Το Εξπρές του Μεσονυχτίου του Άλαν Πάρκερ (1978), το 1900 του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι (1976), Ο Λόρενς της Αραβίας του Ντέιβιντ Λιν (1962), ο Σεισμός του Μαρκ Ρόμπσον (1974) με τον Τσάρλτον Ίστον. Από το μεσημέρι μέχρι και τις 02:00 μετά τα μεσάνυχτα, γινόταν κοσμοσυρροή. Εκείνα τα χρόνια, ο κινηματογράφος και το θέατρο ήταν η μόνη διασκέδαση. Το Ράδιο Σίτι λειτουργούσε ως κινηματογράφος από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, όμως ανέβαζε και ορισμένες θεατρικές παραστάσεις (τον Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και στο τέλος της σεζόν)».. 

Αναρίθμητα λαμπρά αστέρια έχουν κατά καιρούς παρελάσει από την Παρασκευοπούλου: 

«Όταν το Ράδιο Σίτι είχε θέατρο, γινόταν πραγματικά το αδιαχώρητο. Πέρασαν όλοι από εδώ: Βουγιουκλάκη, Κωνσταντάρας, Ξαρχάκος, Καρέζη, Κατράκης. Στην καρδιά μου κουβαλώ τον Σταύρο Παράβα, τον Νίκο Ρίζο και τη Σπεράντζα Βρανά. Ήταν δοτικοί άνθρωποι, που κερνούσαν ολόκληρο τον θίασο. Με αυτές εδώ τις τοστιέρες έψησα τα τοστ τους. Δεν υπάρχουν πια στην αγορά αυτές οι τοστιέρες: είναι πενήντα ετών, γερμανικής παραγωγής μάρκας Ganostrom. Η καθεμία ζυγίζει είκοσι κιλά και είναι κατασκευασμένες από μαντέμι. Ψήνουν το τοστ ομοιόμορφα. Δεν θα τις αλλάξω ποτέ».

Οι τοστιέρες στο Τοστ Σπέσιαλ δεν κυκλοφορούν πια στην αγορά: είναι πενήντα ετών, γερμανικής παραγωγής, μάρκας Ganostrom.

Τα υλικά που χρησιμοποιεί ο κύριος Βαγγέλης είναι όλα διαλεχτά. Τα λαχανικά τα διαλέγει μόνος του από σούπερ μάρκετ και λαϊκές αγορές. Για τα αλλαντικά και τα τυριά του, διατηρεί συνεργασίες με τις μεγαλύτερες εταιρείες εδώ και πάνω από 40 χρόνια. 

Στο μαγαζί αυτό, ένας Αθηναίος μπορεί να κάνει μεταπτυχιακό στην τοπική διάλεκτο και να εξοικειωθεί με τη γαστρονομική ορολογία της βορείου Ελλάδος. Ό,τι είναι κίτρινο είναι κασέρι, τα εναπομείναντα είναι τυριά και η φέτα είναι ΠΟΠ, μια κατηγορία μόνη της. Και για την αποφυγή παρεξηγήσεων: ό,τι μπαίνει στην τοστιέρα είναι τοστ.

Στο τέλος μιας μεγάλης βραδιάς, στην οποία είχαν παρελάσει όλοι οι λαμπροί αστέρες του ελληνικού πενταγράμμου και θεάτρου, η πείνα μου είχε κορεστεί και η δίψα μου είχε σβήσει -το ανέλαβε αυτό ο κύριος Βαγγέλης, που με κέρασε ουίσκι και τοστ σπέσιαλ. 

Είχα μονάχα μια απορία, που έκαιγε τα σωθικά μου σαν εικοσάκιλη μαντεμένια τοστιέρα: αν μετανιώνει που γύρισε από την Αμερική. Ήταν κατηγορηματικός: «Δεν το έχω μετανιώσει ποτέ. Γιατί από την ώρα που ήρθα στην Ελλάδα, ήταν λες κι ήταν όλα στρωμένα ευχάριστα μπροστά μου. Η ζωή μού φέρθηκε καλά και κύλησε ωραία». 

Κι αυτό είναι το αρμόζον επιμύθιο. Το τοστ του κυρίου Βαγγέλη είναι μαγικό, αλλά ακόμη καλύτερη είναι η οπτική του απέναντι στη ζωή. Είναι σαν κάτι λουλούδια που φυτρώνουν όπου κι αν τα φυτέψεις. Στο μαγαζί του, απ’ όπου κι αν έρθεις, ασχέτως αν θα την τυλίξεις για το σπίτι ή θα την καταναλώσεις εδώ, η εμπειρία σου θα παραμείνει σπέσιαλ.

Πρόταση σερβιρίσματος: το τοστ που έτρωγαν τέσσερις φορές την εβδομάδα οι ποδοσφαιριστές του Άρη στη δεκαετία του ‘80.

Αμερικάνικο – μανούρι, αυγό, σαλάμι αέρος, καπνιστό τυρί μετσόβου, καπνιστή μπριζόλα και μια αλοιφή επιλογής. Τιμή: 7€.

Τοστ Σπέσιαλ | Παρασκευοπούλου 12, 54640 | 2310835501

Διαβάστε επίσης

Εξορμήσαμε με τους «χούλιγκανς» της καθαριότητας σε ένα σχολείο της Καλαμαριάς
Ελπίδα για το μέλλον, νοσταλγία για το παρελθόν στην αγαπημένη μου γειτονιά
Πώς άλλαξαν δέκα ιστορικά τοπόσημα μεταμορφώνοντας την πόλη