Η τάξη ήταν το φυσικό του περιβάλλον, η γλώσσα το υλικό του και οι μαθητές του οι συνοδοιπόροι του. Ο σπουδαίος φιλόλογος και παιδαγωγός Χρίστος Λ. Τσολάκης (1935-2012) είχε μιλήσει στον Κώστα Μπλιάτκα για τις μνήμες του από το χωριό και την Κατοχή, για την αγάπη που για την τάξη και το πανεπιστήμιο, για τους δικούς του δασκάλους και τα μυστικά της διδασκαλίας, αλλά και για την «ύψιστη ευδαιμονία» που ήταν το μεγάλο σχολείο κοντά στο τζάκι του σπιτιού.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Τεύχος 31 (Απρίλιος 2010) της έντυπης έκδοσης του ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ
Αποκτήστε τη δική σας συνδρομή εδώ: https://www.culturalsociety.gr/eshop/
Ο Χρίστος Τσολάκης συνεισέφερε στη σύγχρονη διαμόρφωση της γλωσσικής συνείδησης και την καθιέρωση του δημοτικισμού σε δύσκολα χρόνια για την ελληνική κοινωνία. Υπηρέτησε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ως καθηγητής της Νεοελληνικής Γλώσσας. Απόφοιτος του Γυμνασίου Κατερίνης Πιερίας και της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Lund της Σουηδίας, όπου και δίδαξε Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία.
Διετέλεσε καθηγητής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σχολικός σύμβουλος και διευθυντής της Σχολής Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης και Περιφερειακού Επιμορφωτικού Κέντρου Θεσσαλονίκης.
Η μεγάλη του συνεισφορά στην ελληνική παιδεία συνίσταται στην εισαγωγή και προώθηση του ενεργού τρόπου διδασκαλίας της γλώσσας μέσα από τα βιβλία του γυμνασίου και του λυκείου υπό τη δική του καθοδήγηση και εποπτεία και με τη συνεργασία του Κέντρου Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμόρφωσης-Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
Ακολουθεί η συνέντευξη, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Κώστα Μπλιάτκα Η Συνείδηση του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης (2022).
Ήταν καλή τύχη για μένα να γεννηθώ και να μεγαλώσω σε ένα ορεινό χωριό των Πιερίων, όπου ζούσε η οικογένειά μου: δάσκαλος ο πατέρας μου, παπάς ο πατέρας του και παππούς μου, απλή χωριατοπούλα η μητέρα μου. Κοντά τους ωφελήθηκα αφάνταστα. Ο πατέρας μου με μπόλιασε με τη σχολική ζωή, τη σχολική γλώσσα και τη γνώση. Κοντά του έμαθα πολλά. Εννοούσε να ασχολείται με τις επιδόσεις μου και την κατάρτισή μου όχι μόνον μέσα από την τάξη, αλλά και στο σπίτι και τον ελεύθερο χρόνο του. Ήταν εξαίρετος δάσκαλος και του οφείλω πολλά έως τα πάντα.

Στο σχολείο ο πατέρας μου με έπαιρνε από τα τέσσερα χρόνια μου. Θυμούμαι καθόμουν σ’ ένα θρανίο, χωρίς να θορυβώ, και παρακολουθούσα εκ του ασφαλούς το καθετί. Στο σπίτι, όταν έμαθα να διαβάζω, ξεφύλλιζα τα βιβλία του και προσπαθούσα να μάθω. Είχα εντυπωσιαστεί από την Άπασα Ύλη του Σκαλισιάνου με τις ελκυστικές διηγήσεις του Πέτρου που πήγαινε παντού και μάθαινε τα πάντα. Θυμούμαι επίσης ότι μαθητής στο δημοτικό σκάλιζα τα περιοδικά του τα επιστημονικά. Θυμούμαι ότι διάβασα απνευστί και κρατώ ακόμη στη βιβλιοθήκη μου δύο βιβλία που με είχαν εντυπωσιάσει: τον Ι. Η. Pestalozzi του Μ. Παπαμαύρου και το Σχολείο Εργασίας του Θ. Κάστανου.
Το 1929 και τα δύο. Τα αγαπώ και δεν τα αποχωρίζομαι από τότε. Πιστεύω μάλιστα ότι κατά βάθος αυτά έχουν επηρεάσει τη μετέπειτα ζωή μου και με οδήγησαν στην απόφαση να γίνω κι εγώ δάσκαλος.
Ο παππούς μου με έμαθε να σέβομαι την Εκκλησία και τη γλώσσα της. Έλεγα τον Απόστολο. Μάθαινα τροπάρια και εκκλησιαστικούς ύμνους. Τα μάθαινα και τα έψελνα κι όταν ακόμη δεν κατανοούσα τα περιεχόμενά τους και τους περίεργους λόγιους και αρχαιοελληνικούς τύπους. Τους κατάλαβα αργότερα, όταν άρχισα να διδάσκομαι αρχαία ελληνικά. Η εκκλησιαστική γλώσσα του παππού μου με οδήγησε ανώδυνα στον αρχαιοελληνικό λόγο. Συναντήθηκαν μέσα μου η θύραθεν και η εκκλησιαστική γλώσσα.
Η μάνα μου πάλι με μπόλιασε με τη γλώσσα του λαού. Στο χωριό μου, που βρίσκεται στην καρδιά των Πιερίων, μιλούμε το βόρειο ιδίωμα, το οποίο μιλούν και σ’ ολόκληρη σχεδόν τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την ηπειρωτική ενδοχώρα. Ένα ιδίωμα που αποτελεί συνέχεια της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου η οποία, όπως και άλλες αρχαιοελληνικές διάλεκτοι, συναιρέθηκαν μέσα στην ελληνιστική/αλεξανδρινή Κοινή. Πάντως, στο ιδίωμά μας σώζονται πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις.
Η μάνα μου, λοιπόν, με μπόλιασε με το δημοτικό τραγούδι και μάλιστα με το ηπειρώτικο, γιατί από τον πατέρα της ήταν ηπειρωτικής καταγωγής. Τραγουδούσε ωραία η μάνα μου και είχε μάλιστα σπάνια μελωδική φωνή. Βλέπετε, τότε ο κόσμος τραγουδούσε. Δεν άκουγε μουσική με τον τρόπο που την ακούει σήμερα. Δεν υπήρχαν ραδιόφωνα, CD και τηλεόραση. Δημοτικά τραγούδια με υψηλό, λεβέντικο περιεχόμενο ακούγαμε τότε και στο χοροστάσι του χωριού τις ημέρες των εορτών και πανηγύρεων και το βράδυ κοντά στο τζάκι.
Το τζάκι ήταν Θεάς Εστίας, το Παιδαγωγείο. Ακούγαμε και τα παραμύθια, τους θρύλους, τις παραδόσεις, τα αινίγματα και τις παροιμίες. Ακούγαμε τον παππού, τη γιαγιά και άλλους μεγάλους και ώριμους ανθρώπους. Ακούγαμε φιλτραρισμένο λόγο, διδακτικό, παιδευτικό, μετρημένο, ηθικό, μέσα σε κλίμα θαλπωρής. Καθώς η φωτιά πύρωνε τα πρόσωπά μας και οι σκιές αχνόπαιζαν στους άσπρους τοίχους απ’ την τρεμάμενη φλόγα του καντηλιού και του δαδιού. Είναι, λοιπόν, ύψιστη ευδαιμονία το σχολείο του τζακιού. Το σχολείο των αναλφάβητων ποιητών.

Η παιδεία την οποία είχα τη χαρά να δεχτώ από τα πρώτα μου χρόνια και να σας διηγηθώ με λίγα λόγια είναι ουσιαστικά η παιδεία του λαού μας και του γένους μας, που φτάνει από γενιά σε γενιά ως την αρχαία Ελλάδα. Αυτή κράτησε ζωντανό το γένος και του δίδαξε την προγονική αρετή του λιτού λόγου, ώστε να μελωδεί ο ποιητής:
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
Και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
Και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος
Τώρα τίποτε. Οι νέοι τρόποι ζωής και προπάντων η τηλεόραση τα τίναξε όλα στον αέρα. Το βλέπετε. Τα σπίτια μας και τα παιδιά μας στη διάθεση των πιο ύποπτων εμπόρων της πλανητικής αγέλης. Τώρα τα παραμύθια διαβάζονται από τις δασκάλες στα σχολεία μέσα σε κλίμα που δεν έχει καμιά σχέση με τον τρόπο με τον οποίο γεννιέται και μεταγγίζεται σαν θεία μετάληψη αυτό το αγιασμένο από τους αγράμματους προγόνους μας είδος του λόγου. Τα πάντα ισοπεδώθηκαν. Κι εμείς «ανυποψίαστα μηδενικά και γι’ αυτό προνομιούχα», θα έλεγε ο ποιητής.
Ο πόλεμος έφερε τα πάνω κάτω. Ακολούθησε η γερμανική Κατοχή και η Αντίσταση. Φούντωσε το αντάρτικο στα βουνά και στο χωριό μας. Οι Γερμανοί αποτραβήχτηκαν στην πόλη. Βρεθήκαμε να έχουμε ελεύθερη Ελλάδα, ενώ διαρκούσε ακόμα η Κατοχή. Κάθε φορά, όμως, που οι Γερμανοί έκαναν τις εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις, ήμασταν αναγκασμένοι να εγκαταλείπουμε το χωριό και να αναζητούμε προστασία στο βουνό μέσα στις σπηλιές. Τα σπίτια τα έκαιγαν. Σκότωναν τον κόσμο. Τον Δεκέμβρη του 1943 σε περίοδο τέτοιων εκκαθαρίσεων μπήκαν στο χωριό, έκαψαν σπίτια και σκότωσαν δώδεκα ανθρώπους, όλους σχεδόν συγγενείς. Ανάμεσα σ’ αυτούς οι αδελφές της μάνας μου και οι δύο παππούδες μου. Οι άλλοι γλιτώσαμε, γιατί είχαμε καταφύγει στα βουνά μέσα στα δάση και στις σπηλιές. Κατάλαβα τότε τον στίχο του Ρήγα Φεραίου:
Σπηλιές να κατοικούμε
να βλέπουμε θεριά
Πάντως το σπίτι μας, σπίτι δασκάλου και παπά, φιλοξενούσε διακεκριμένους επαναστάτες, που συζητούσαν για ένα μέλλον λαμπρό των λαών, όταν βέβαια θα σαρώνονταν οι κατακτητές. Αυτά επηρέαζαν τις παιδικές ψυχές μας. Θυμούμαι τη Ρόζα Ιμβριώτη, τη μεγάλη παιδαγωγό, που φιλοξενήθηκε κι αυτή στο σπίτι μας. Μ’ έκανε μάλιστα και μάθημα. Φυσικά, δεν μπορούσα τότε να καταλάβω την αξία της. Κατάλαβα πολύ αργότερα. Καλή τύχη για μένα μέσα στα ερείπια του πολέμου. Από τα ερείπια ανασταινόταν μέσα μου ένας άλλος κόσμος που δεν ήρθε ακόμη. Για να γίνει πραγματικότητα χρειάζεται πολύ να μοχθήσουμε. Χρειάζεται, όπως είπα, παιδεία. Μόνο αυτή, δηλαδή η μόρφωση, η καλλιέργεια του ανθρώπου, μόνο αυτή θ’ αλλάξει τον κόσμο.

Δεν ξέρω πόσο καλός είμαι, αλλά ξέρω το εξής: μπολιάστηκα με τη γλώσσα του λαού. Το ιδίωμα που μιλούσε το χωριό μου και είναι ένα από τα βόρεια ιδιώματα, τα μακεδονικά ιδιώματα. Αυτό το ιδίωμα κατεβαίνει από την αρχαία Ελλάδα. Δεν λέμε «το κουτί», αλλά «το κτι», δεν λέμε «το σκυλί», αλλά «το σκλι». Επομένως εγώ, όπως και όλα τα άλλα τα παιδιά, ακούσαμε την αρχαία ελληνική γλώσσα στη νεότερη παραλλαγή της. Γιατί η γλώσσα μας δεν διεκόπη ιστορικά, έχει μια συνέχεια. Αλλά επειδή η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, αλλάζει. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί αλλάζουν. Τα φυτά, οι άνθρωποι, τα ζώα, τα πάντα αλλάζουν. Και η γλώσσα μας άλλαξε κι αυτή και θα αλλάξει ακόμα πιο πολύ. Αυτή η γλώσσα, αν υποτεθεί ότι είμαι καλός, αυτή με έκανε καλό. Η γλώσσα του λαού. Το βασικό είναι η γλώσσα του λαού. Την παίρνεις τη γλώσσα, μπολιάζεσαι με τη γλώσσα; Τη ρουφάς και μέσα από αυτήν παίρνεις όλον τον πλούτο που έχει ο λαός. Νομίζω ότι εγώ εδώ στάθηκα τυχερός.
Μα είναι το ωραιότερο κτήριο, αρχιτεκτονικά. Τα άλλα είναι στην πλειοψηφία τους κουτιά τσιμεντένια. Και μην τους κακοφανεί τους αρχιτέκτονες που τα σχεδίασαν. Φοίτησα στη Φιλοσοφική τον καιρό (1952-1957) που αυτή ζούσε τον χρυσούν αιώνα της. Σπούδασα με υποτροφία και αποφοίτησα με άριστα. Δάσκαλοί μου ήταν ο Ν. Ανδριώτης, ο Απ. Βακαλόπουλος, ο Ι. Θ. Κακριδής, ο Στ. Καψωμένος, ο Εμμ. Κριαράς, ο Στ. Κυριακίδης, ο Γ. Μπακαλάκης, ο Α. Ξυγγόπουλος, ο Λ. Πολίτης, ο Α. Τσομπανάκης – όλοι τους μεγάλα ονόματα με αξιόλογη προσφορά στην επιστήμη και στην παιδεία.
Κάποιοι από αυτούς έγιναν περισσότερο γνωστοί για τους αγώνες τους υπέρ του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Κράτησαν το νήμα του Μ. Τριανταφυλλίδη, του Αλ. Δελμούζου, του Γ. Αποστολάκη. Ξεχωρίζουν ανάμεσά τους γι’ αυτούς τους αγώνες ο Ι. Θ. Κακριδής και ο Εμμ. Κριαράς, με τους οποίους είχα την τύχη να συνδεθώ στενότερα. Ήταν ανεπανάληπτοι δάσκαλοι και με ποικίλα προσόντα. Ο Κακριδής, για παράδειγμα, ήταν κραταιός στα αρχαία ελληνικά, αλλά ήταν και ωραίος δάσκαλος. Όταν δίδασκε, γινόταν ένας ηθοποιός, μας σαγήνευε, κρεμόμασταν από τα χείλη του.

Ναι, βέβαια, και ήταν περισσότερες. Στη Φιλοσοφική Σχολή πάντα οι άνδρες αποτελούν μειοψηφία. Οι γυναίκες έχουν μια κλίση στα γλωσσικά.
Εμείς ήμασταν συνολικά 70 στο έτος μας, με 50 κοπέλες και 20 αγόρια. Οι γυναίκες έχουν έφεση στη γλώσσα. Βλέπετε μιλούν και πολύ κτλ. Ένα άλλο που θυμάμαι είναι ότι μελετούσαν περισσότερο από μας. Από μαθήτριες ακόμα. Είχαμε και καλό κλίμα στη σχολή. Σημειώστε ότι αυτά που γίνονταν τα παίρναμε στα σοβαρά. Δηλαδή, ακούγαμε τους καθηγητές μας και συζητούσαμε γι’ αυτά που μας έλεγαν. Τώρα βλέπω άλλα πράγματα. Ξέρετε, δεν κατηγορώ τους φοιτητές ποτέ και είμαι πάντα με τους νέους, αλλά τους βλέπω πολύ διασπασμένους. Τούτο συμβαίνει κυρίως με τις παρατάξεις. Δεν τους είδα καμιά φορά στα διαλείμματα να συζητούν θέματα σοβαρά που υποτίθεται ότι βάζουν οι καθηγητές τους στο πανεπιστήμιο.
Όχι, γιατί δεν τολμούσαμε.
Όχι τόσο εύκολα. Δεν ήταν εύκολο τότε να πλησιάσεις καθηγητή. Ήταν λίγοι οι καθηγητές και κατά κανόνα απλησίαστοι. Λίγοι ήταν εκείνοι που άνοιγαν πόρτες και τους πλησιάζαμε. Ήταν μακριά από μας. Αυτό ήταν το αρνητικό. Ήταν απόμακροι και για τον λόγο αυτό τους θαυμάζαμε ακόμα πιο πολύ. Κάποτε στις εκδρομές μάς πλησίαζαν. Ο Κακριδής ιδίως και ο Πολίτης ήταν αυτοί που στις εκδρομές μάς πλησίαζαν. Τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια μαζί μας και μας έλεγαν διάφορα τραγούδια δικά τους. Από εκεί και έπειτα ήταν απέναντί μας αυστηροί, γιατί έτσι πίστευαν ότι κάνουν το χρέος τους. Χρειάζεται η αυστηρότητα. Μπορεί αυτοί να έφταναν στην υπερβολή, αλλά χρειάζεται. Ήταν επίσης άνθρωποι ευσυγκίνητοι. Αν ρωτήσετε για τον Στίλπωνα Κυριακίδη, μεγάλο λαογράφο, μαθητή του Νικολάου Πολίτη, θα σας πουν, «πω πω, αυστηρός, κακός!»
Μας μάλωνε να μη γυρνάμε στους διαδρόμους, να μην ακουμπάμε στα καλοριφέρ, τσιγάρο δεν ανεχόταν μέσα στο πανεπιστήμιο. Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος, που φαινόταν βλοσυρός και αυστηρός, ήταν πάρα πολύ ευσυγκίνητος. Μας έλεγε η κόρη του ότι έκλαιγε σαν μωρό παιδί. Έσφιγγαν την ψυχή τους αυτοί οι δάσκαλοι για να φέρονται έτσι στους νέους ανθρώπους για να τους διαπαιδαγωγήσουν με τις αρχές στις οποίες εκείνοι πίστευαν. Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Η τάξη μού αρέσει πολύ. Με τρελαίνει. Ειλικρινά. Όταν χάνω την τάξη, χάνω τα νερά μου. Τώρα που είμαι ομότιμος, έχω χάσει τα νερά μου. Όπου μου πουν να πάω να διδάξω, πηγαίνω. Γυρίζω όλη την Ελλάδα για να κάνω διάφορες ομιλίες που μου ζητούν να κάνω. Θέλω να μιλώ. Θέλω την τάξη.
Θυμάμαι την πρώτη μέρα που βρέθηκα μπροστά σε 30 ζευγάρια μάτια. Σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο. Αυτά τα παιδιά με κοίταζαν στα μάτια. Εγώ μιλούσα, αυτά με κοίταζαν. Άρχισε μια επικοινωνία μέσα από τα μάτια. Αυτό το πράγμα έχει μια γοητεία. Και ήθελα να την έχω την επικοινωνία αυτή και κάθε φορά που βρίσκομαι σε τάξη ζητάω αυτήν την επικοινωνία. Όταν τη χάνω την επικοινωνία με τα παιδιά, λέω δεν πάω καλά, δεν μιλώ καλά, κάτι κάνω λάθος, κάτι δεν πάει καλά στη διδασκαλία μου.
Αυτή είναι η αξιολόγηση της διδασκαλίας. Τα μάτια. Μεγάλη υπόθεση. Δίνεις και παίρνεις. Δεν δίνεις μονάχα, αλλά παίρνεις κουράγιο, και όταν παίρνεις κουράγιο, σκέφτεσαι και άλλα πράγματα και προσφέρεις πολύ περισσότερα από εκείνα που αρχικά είχες σχεδιάσει. Δηλαδή ο δάσκαλος γίνεται μέσα στην τάξη. Εγώ δεν υποψιαζόμουνα ότι έχει η διδασκαλία αυτή τη γοητεία και έλεγα θα πάω στο γυμνάσιο, θα διδάξω, θα κάνω, θα τους κρατάω σε απόσταση. Κάτι τέτοια. Από τη στιγμή, όμως, που το ένιωσα αυτό που σας περιέγραψα, άλλαξα. Και όταν ο Εμμανουήλ Κριαράς ζήτησε να με πάρει το 1963 βοηθό του στο πανεπιστήμιο, και επέμενε μία ώρα να με πείσει, δεν με έπεισε τελικά. «Μου αρέσει η τάξη», του είπα. Και μου λέει, «το σέβομαι».

Σκοπός του εκπαιδευτικού δημοτικισμού ήταν –και παραμένει για όσους τον πιστεύουν και τον υπηρετούν– η αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την αναγέννηση του ελληνικού σχολείου. Ανάμεσα σ’ αυτούς είμαι κι εγώ και συνεχίζω την προσπάθεια. Αυτή είναι, νομίζω, η μεγαλύτερη προσφορά της Φιλοσοφικής Σχολής στη ζωή του έθνους και στον νεοελληνικό πολιτισμό. Κορυφαία της στιγμή στάθηκε η μελέτη και η καταξίωση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας, της δημοτικής, η οποία συνδέεται με τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό και τον ιδεολογικό του προσανατολισμό.
Γι’ αυτό και η Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στήριξε τις γλωσσοεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του 1964 και του 1976. Οι καθηγητές της και οι απόφοιτοί της τις πίστεψαν και τις προώθησαν. Αισθάνθηκα κι εγώ αυτή την αγωνία. Βοήθησα όταν μου ζητήθηκε και την πρώτη και προπάντων τη δεύτερη (1976).
Στη Σουηδία είχα την τύχη να έχω στις μεταπτυχιακές μου σπουδές έναν λαμπρό ελληνιστή καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Lund, τον Stig Rudberg, στενό φίλο του Κακριδή, του Κριαρά, του Πολίτη. Κοντά του έμαθα πολλά. Στους μεγάλους δάσκαλους και οδηγούς μου ήταν και είναι ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και ο Ευάγγελος Παπανούτσος. Με τον Παπανούτσο είχα ιδιαίτερο δεσμό. Με τιμούσε με την αγάπη του. Αυτός μου ζήτησε να κατέβω στην Αθήνα και να βοηθήσω τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 (Γ. Ράλλης). Συμμετείχα έτσι σε όλες τις επιτροπές που ετοίμασαν τα νέα βιβλία γλωσσικής διδασκαλίας: Νεοελληνική Γραμματική για το Γυμνάσιο (1976), Συντακτικό της Νέας Ελληνικής (1977), Νεοελληνική Γραμματική για το Δημοτικό (1978), Νεοελληνική Γραμματική, κείμενα και ασκήσεις (1976).
Όλα οφείλονται στην εμπειρία, στις σπουδές και στις απόψεις εκλεκτών παιδαγωγών, Ελλήνων και ξένων, οι οποίοι πιστεύουν ότι δεν μπορεί ο δάσκαλος να έχει μία μόνο μέθοδο. Είναι ανάγκη να αναπτύξει μεθοδική συνείδηση, μεθοδική σκέψη, μεθοδικό τακτ. Η μεθοδολατρεία είναι προϊόν του σχολαστικισμού και η μεθοδοφοβία της οκνηρής σκέψης (Θεόδωρος Κάστανος). Άλλωστε, ο καλλιτέχνης δάσκαλος μπορεί και τα αγνοεί αυτά.
Γι’ αυτόν ισχύουν οι νόμοι της τέχνης, της δημιουργίας, της φυσικότητας, της εσωτερικής διάθεσης. Και φυσικά ισχύει πάντα ο λόγος: ο πιο καλός δάσκαλος είναι ο πιο ελεύθερος δάσκαλος. Αλλά ο πιο ελεύθερος δάσκαλος είναι μαζί και ο πιο υπεύθυνος δάσκαλος, αφού η ελευθερία συνεπάγεται ευθύνες, η δε υπευθυνότητα προϋποθέτει ελευθερία. Ελευθερία και υπευθυνότητα αποτελούν τους δύο πόλους της δημιουργίας. Και η διδασκαλία είναι δημιουργία.
Διαβάστε επίσης
- Τάσος Παπαδόπουλος
- Γιώργος Παπαδημητρίου
- Ευγενία Χατζηγεωργίου
- Τίνα Αντωνάκου