Την πρωτογνώρισα στα τέλη του Οκτώβρη πριν από σχεδόν τρία χρόνια. Κατάγομαι από την Πελοπόννησο, μα κάπου στο βάθος υπάρχει και μια ρίζα από την Ήπειρο. Η πρώτη μου επαφή με την ίδια τη Θεσσαλονίκη ήταν κοντά μια δεκαετία πριν, όταν την επισκέφτηκα στο πλαίσιο της πενθήμερης εκδρομής του σχολείου μου.
Έκτοτε, ένιωθα έντονο το κάλεσμά της και επέστρεφα για λίγο όποτε γινόταν τα κατοπινά χρόνια, φοιτήτρια πια στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Εντέλει, κατάφερα να μετακομίσω εδώ με αφορμή τις μεταπτυχιακές μου σπουδές, και να ξεκινήσω να ανακαλύπτω πολλές πτυχές της πόλης, μεταξύ των οποίων και τη συγκεκριμένη συνοικία.
Όπως συμβαίνει γενικότερα στη «μάνα Θεσσαλονίκη», έτσι κι εδώ χρειάστηκε να περάσει λίγος καιρός προτού ξεκινήσει να μου αποκαλύπτει τα μυστικά και την ιστορία της· έπρεπε πρώτα να βεβαιωθεί πως μπορούσα να τα διαφυλάξω με τη δέουσα προσοχή, σαν τις αναμνήσεις και τις μνήμες των προσφύγων που την ανέστησαν.
Η Άνω Τούμπα είναι για μένα όλα τα στενά με τ’ αρχαία ονόματα, που κάπου-κάπου ολοένα και φανερώνεται κάποια μονοκατοικία να στέκει όρθια, με περισσότερη ή λιγότερη ζωή μέσα της, σε πείσμα των καιρών και των πολυώροφων κτηρίων.
Πάνω απ’ τους μικρούς δρόμους, ο μεγάλος: αναφέρομαι βέβαια στα σεργιανίσματα στη Λαμπράκη, για βόλτα ή δουλειές. Σ’ έναν δρόμο που δεν κοιμάται ποτέ.
Ασφαλώς, είναι και ο ΠΑΟΚ, που δίνει στη συνοικία το χαρακτηριστικό της χρώμα, ειδικά όταν διεξάγονται αγώνες – ας με συγχωρέσουν οι ποδοσφαιρόφιλοι, μα δεν είμαι ειδική επί του θέματος ώστε να γράψω περισσότερα. Παρόλα αυτά, όποτε συμβαίνει αυτό, η συνοικία αποκτά έναν διαφορετικό αέρα: περισσότερος κόσμος, φωνές θετικές ή αρνητικές, ανάλογα την έκβαση, ενίοτε μικροεπεισόδια, που μεταβάλλουν για κάποιες ώρες την ατμόσφαιρα της ήρεμης και λαϊκής κατά τα άλλα Τούμπας, που βιώνουμε καθημερινά οι πιο «μόνιμοι» κάτοικοί της.
Πρωτίστως όμως, είναι μια μικρή πόλη, μια επαρχία, μέσα στην πόλη. Έχει ευδιάκριτα όρια από το κέντρο (τα… εσωτερικά της όρια είναι άλλη μεγάλη κουβέντα, για επόμενη φορά). Έχει μια αυτάρκεια. Πάνω απ’ όλα όμως, έχει ένα στοιχείο οικογένειας και γειτονιάς, που όμοιό του δεν βρίσκει κανείς τόσο έντονα σε άλλες συνοικίες, μ’ όλη τη γενικότερη ζεστασιά της Θεσσαλονίκης και των ανθρώπων της.
Παρά τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, μου είναι δύσκολο να βρω τις κατάλληλες λέξεις, ώστε να περιγράψω όλους αυτούς τους ποικίλους μικρόκοσμους και τις ιστορίες που απαντώνται και αναπτύσσονται εδώ, από το μικρότερο τετράγωνο ως τον μεγάλο δρόμο. Όλο αυτό το κλίμα.
Όπου κι αν (θα) πηγαίνω, ο άνεμος (θα) φέρνει κάποια στιγμή στ’ αυτιά μου τον ήχο από τις καμπάνες της Αγιά-Βαρβάρας και της Αγιά-Μαρίνας, και τότε (θα) κατευθύνομαι προς κάποια στάση, να περιμένω -μ’ όλη μου την υπομονή- το 14 και να γυρίσω, όσο μακριά –ή κοντά- κι αν (θα) είμαι.
*Η Αιμιλία Μαντά είναι φιλόλογος