Η Iris Βalli Hajdinaj προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» το καλοκαίρι του 1997 μαζί με τον σύντροφο και μελλοντικό της σύζυγο. Έφυγαν από την Αλβανία με σκοπό να παραμείνουν στη Θεσσαλονίκη, μέχρι να κοπάσει η έκρυθμη κατάσταση στη χώρα. Ήταν η περίοδος που πολλοί Αλβανοί έχασαν τα πάντα μετά την κατάρρευση των πυραμίδων, εποχή εξεγέρσεων, απεργών πείνας, πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών. Εκείνη την εποχή η Iris ζούσε στα Τίρανα και σπούδαζε αλβανική φιλολογία. «Η κατάσταση είχε ξεφύγει. Μεγάλοι και μικρά παιδιά οπλοφορούσαν» θυμάται.
Αρχικά εργάστηκε ως νταντά, κι έπειτα σε εκδοτικό οίκο. Έπειτα από ένα εργασιακό διάλειμμα για την ανατροφή των παιδιών της, άρχισε να εργάζεται σε ανθρωπιστική οργάνωση στο πεδίο του προσφυγικού. Αναγνωρίζει πως η ίδια στάθηκε τυχερή και προνομιούχα, καθώς, παρά τις δυσκολίες που κλήθηκε να διαχειριστεί, δεν ήρθε αντιμέτωπη με τον ρατσισμό και τις κακουχίες που βίωσαν άλλες συμπατριώτισσές της.
Την περίοδο 1990–2001 υπολογίζεται ότι περίπου 750.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν την Αλβανία, περίπου το ένα-τέταρτο του πληθυσμού της χώρας, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής στο εξωτερικό. Από αυτούς, μεγάλο ποσοστό κατευθύνθηκε προς την Ελλάδα. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη απογραφή πληθυσμού (2021) οι Αλβανοί υπήκοοι υπολογίζονται στους 375.000 και αποτελούν μακράν τη μεγαλύτερη ομάδα αλλοδαπών στη χώρα (αντιστοιχώντας σχεδόν στο 50% του συνόλου).
«Εκείνη την εποχή ήμασταν στη μαύρη λίστα. Στην τηλεόραση, έμοιαζε ότι για κάθε φόνο ή ληστεία ευθυνόταν κάποιος Αλβανός» λέει. Σύμφωνα με έρευνα του 2002, η κορύφωση του εχθρικού κλίματος σημειώθηκε την περίοδο 1996-1997. Παρά τις προκαταλήψεις του παρελθόντος, όμως, οι στάσεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους Αλβανούς έχουν βελτιωθεί σημαντικά με την ομαλή ένταξη και εποικοδομητική συνεισφορά τους στην ελληνική κοινωνία.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα (2024), το 57% των Ελλήνων έχει σήμερα θετική άποψη για τους Αλβανούς (+10 μονάδες σε σχέση με το 2019). Περισσότεροι από 3 στους 4 ερωτώμενους (77,5%) θεωρούν ότι οι Αλβανοί μετανάστες συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, ενώ η συντριπτική πλειονότητα (87,5%) θεωρεί ότι τα παιδιά των Αλβανών μεταναστών είναι πλήρως ενσωματωμένα στην ελληνική κοινωνία.
Παρά τη σαφή πρόοδο, ορισμένα στερεότυπα επιβιώνουν σύμφωνα με την Iris: «Ακόμα και σήμερα τα ΜΜΕ, όταν αναφέρονται σε πρόσφυγες και μετανάστες, κατά κανόνα αναφέρονται σε αρνητικές ειδήσεις». Μέσα από την οργάνωση «Ζωή»/ Organizata “Jeta” η Iris επιχειρεί να συμβάλλει στην άρση αυτών των στερεοτύπων, και ειδικά στη διασύνδεση και ορατότητα των γυναικών της αλβανικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. «Είναι σημαντική η ένταξη των γυναικών από την Αλβανία στην ελληνική κοινωνία. Το ίδιο σημαντική είναι και η διατήρηση της επαφής με την αλβανική μας καταγωγή και παράδοση», υπογραμμίζει.
H αλβανική κοινότητα είναι από τις πολυπληθέστερες της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με στοιχεία που καταθέτει η Fotini Shehu, ενεργό μέλος της Αλβανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης και υποψήφια διδακτόρισσα στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ., στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας κατοικούν περίπου 60.000 Αλβανοί, κυρίως σε περιοχές όπως η Ξηροκρήνη, ο Βαρδάρης, ο Εύοσμος, η Νεάπολη και το Φάληρο. Ωστόσο, όπως επισημαίνει, υπάρχει σημαντικός αριθμός μη καταγεγραμμένων Αλβανών είτε λόγω παράνομης διαμονής στη χώρα είτε λόγω απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας. Η ερευνήτρια υπολογίζει πως οι γυναίκες αποτελούν περίπου το 40% της κοινότητας.
Στρέφοντας το βλέμμα της στην επαγγελματική ιδιότητα της Αλβανίδας, η Fotini παρατηρεί μία θετική μετατόπιση της δεύτερης και τρίτης γενιάς γυναικών προς περισσότερο εξωστρεφή επαγγέλματα:
«Η πρώτη γενιά Αλβανίδων ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με την εργασία εντός του σπιτιού, κυρίως ως καθαρίστρια και αποκλειστική. Η τρίτη γενιά Αλβανίδων έχει απομακρυνθεί από τα επαγγέλματα των μητέρων και των γιαγιάδων της, με ένα μεγάλο ποσοστό να εργάζεται στην εστίαση και στον τουρισμό, αλλά και σε επαγγέλματα σχετικά με τις σπουδές της».
Αναφορικά με τους δεσμούς με την πατρίδα, διαπιστώνει πως αυτοί είναι στενοί και ισχυροί: «Οι περισσότεροι θα επισκεφτούν την Αλβανία οικογενειακώς τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο. Διατηρούν τα έθιμα της πρώτης πατρίδας τους, ενώ έχουν αγκαλιάσει και αυτά της Ελλάδας».
Αυτό που την ανησυχεί περισσότερο είναι η απομάκρυνση των παιδιών από την αλβανική γλώσσα: «Στα παιδιά δεύτερης γενιάς είχε παρατηρηθεί δυσκολία επικοινωνίας στη μητρική τους γλώσσα, καθώς οι οικογένειές τους έδιναν έμφαση στα ελληνικά για λόγους ενσωμάτωσης». Έτσι, πολλά από τα παιδιά που μετεγκαταστάθηκαν στη χώρα καταγωγής τους την περίοδο 2009-2013, κατά την οποία το 70,8% των Αλβανών που επέστρεψαν στην πατρίδα τους ήταν από την Ελλάδα, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης, συνάντησαν γλωσσικές δυσκολίες.
Η Fotini, ως μέλος της Ένωσης Αλβανών Πτυχιούχων και Φοιτητών Ελλάδος Drita e Diturisë – Το Φως της Γνώσης, διεκδικεί καλύτερες εκπαιδευτικές συνθήκες για τα παιδιά των Αλβανών της Θεσσαλονίκης: «Με χρηματοδότηση από το αλβανικό κράτος, και κατόπιν άδειας από τους Δήμους και τις διευθύνσεις των σχολείων, καταφέραμε να λειτουργήσουμε τέσσερα απογευματινά τμήματα εκμάθησης αλβανικής γλώσσας, δύο στον Δήμο Θεσσαλονίκης και από ένα στη Νεάπολη και τη Νεοχωρούδα».
Πάγιο αίτημα της αλβανικής κοινότητας στην Ελλάδα παραμένει η ένταξη της διδασκαλίας της αλβανικής γλώσσας στο ωρολόγιο πρόγραμμα των σχολείων, όπως προβλέπουν Διεθνείς Συμβάσεις για τα γλωσσικά δικαιώματα των μειονοτήτων ( Ευρωπαϊκή Χάρτα για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικές Γλώσσες ή το Πλαίσιο Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων. Η Ελλάδα υπέγραψε αλλά δεν κύρωσε την πρώτη, ενώ δεν έχει υπογράψει τη δεύτερη).
Αντίστοιχες πρακτικές εφαρμόζονται σε ευρωπαϊκές και μη χώρες για τις εθνικές μειονότητες, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με τους Έλληνες που κατοικούν σε πόλεις της Γερμανίας, της Αυστραλίας, του Καναδά. Ωστόσο, τα τμήματα εκμάθησης αλβανικών που λειτουργούν σήμερα στη Θεσσαλονίκη είναι λίγα, ενώ, όπως υποστηρίζει η Fotini, ορισμένοι διευθυντές σχολείων όπου δίνεται αυτή η δυνατότητα, είναι απρόθυμοι να ενημερώσουν τους γονείς για τα μαθήματα αλβανικών, με αποτέλεσμα πολλοί να αγνοούν την ύπαρξη τους.
Σε θεσμικό επίπεδο, η Fotini, ως μέλος του Συμβουλίου Ένταξης Μεταναστών και Προσφύγων Θεσσαλονίκης (ΣΕΜΠ), το οποίο αποτελεί μέσο εκπροσώπησης των εθνικών κοινοτήτων της πόλης, διαπιστώνει επίσης πως σημαντικά αιτήματα προς τις δημοτικές αρχές παραμένουν αναπάντητα εδώ και πολλά χρόνια:
«Από το 2018 ζητάμε να παραχωρηθεί ένας χώρος, ο οποίος θα μετατραπεί σε πολυπολιτισμικό κέντρο για όλες τις εθνικές κοινότητες της πόλης. Διεκδικούμε επίσης μια εκπομπή στο δημοτικό κανάλι και στο ραδιόφωνο, όπου θα μεταδίδονται ειδήσεις στη μητρική γλώσσα των κοινοτήτων».
Από πλευράς των δημοτικών αρχών, ο Αντιδήμαρχος Κοινωνικής Πολιτικής, Αλληλεγγύης και Πρόνοιας του Δήμου Θεσσαλονίκης Ευθύμιος Χατζηθεόκλητος επισημαίνει τα βασικά εμπόδια:
«Η παραχώρηση τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού χρόνου στο δημοτικό κανάλι, τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι δύσκολη λόγω της αλλαγής χώρου στέγασης των εγκαταστάσεων, αλλά και του σημαντικού κόστους που θα προέκυπτε εφόσον η δυνατότητα αυτή επεκταθεί σε όλες τις εθνικές μειονότητες της πόλης». Σε ότι αφορά το πολυπολιτισμικό κέντρο σημείωσε: «Τα ακίνητα του Δήμου διατίθενται σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, μεταξύ των οποίων και οι εθνικές μειονότητες, ωστόσο κάθε αίτημα αξιολογείται βάσει προτεραιότητας». Παράλληλα, τόνισε πως η παραχώρηση ενός χώρου σε μειονοτικές ομάδες ξεπερνά τις αρμοδιότητες του Δήμου και απαιτεί εγκρίσεις από ανώτερα όργανα, όπως η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.
Παρά τις προκλήσεις και τους φόβους που εξακολουθούν να βαραίνουν τις παλαιότερες γενιές Αλβανίδων, η δράση αυτών των γυναικών δείχνει ότι η αλλαγή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, μέσα από την ίδια την κοινότητα.