«Γιώργο είσαι με τα καλά σου;» Ήμουν 18 χρονών, όταν ο θείος μου εξέφραζε με το γνωστό του αψύ ύφος την έκπληξή του, όταν του ανακοίνωσα τις σπουδαστικές και επαγγελματικές επιλογές μου. Πίναμε καφέ ένα πρωινό στο σπίτι του, κοντά στο Μαρούσι. Ήταν φθινόπωρο του 1994, και λίγους μήνες νωρίτερα είχα φτάσει στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη για σπουδές.
Του είχα μόλις αναφέρει ότι είχα κάνει αίτηση μετεγγραφής από το τμήμα ΜΜΕ του Παντείου σε αυτό του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Όπως όλοι σχεδόν οι συγγενείς μου από τη μεριά της μητέρας και του πατέρα μου, ο ίδιος ζει στην πρωτεύουσα. «Μην το κάνεις, θα το μετανιώσεις επαγγελματικά. Θυμήσου τα λόγια μου».
Αυτή δεν θα ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που κάποιος συγγενής, φίλος, συνάδελφος ή γνωστός θα εξέφραζε την ίδια απορία, σε διαφορετικές παραλλαγές, για την επιλογή μου, με άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο δηκτικό τρόπο.
Στο δικό μου μυαλό, ακόμα και η πιο καλοπροαίρετη παρότρυνση «μείνε στην Αθήνα» ή, αργότερα, «κατέβα στην Αθήνα», εμπεριείχε ένα είδος μομφής, βασισμένης με μια υποτίθεται αυτονόητη και αμετάβλητη αλήθεια: Ότι η Θεσσαλονίκη έχει «ταβάνι», ότι η Θεσσαλονίκη δεν είναι τόπος για ανθρώπους με φιλοδοξίες, ότι η Αθήνα είναι η μόνη πόλη που υπόσχεται την προοπτική της επαγγελματικής καταξίωσης. Ειδικά σε ένα επάγγελμα όπως η δημοσιογραφία, και σε μια χώρα συγκεντρωτική όπως η δική μας.
Εγώ πάλι, προσυπέγραφα ανέκαθεν τον αφορισμό του λόρδου Γκόρινγκ από τον Ιδανικό Σύζυγο τού αγαπημένου μου Όσκαρ Ουάιλντ: Οι καλές συμβουλές δεν χρησιμεύουν ποτέ σε κανέναν. Σε πείσμα λοιπόν των καλών συμβουλών, επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη, τελείωσα το πανεπιστήμιο εδώ, και μετά ένα μεταπτυχιακό στο Εδιμβούργο και δύο χρόνια στον στρατό, εργάζομαι αδιάλειπτα ως δημοσιογράφος με βάση την πόλη μας.
Δεν το μετάνιωσα ποτέ.
Ένας από τους σκοπούς της επαγγελματικής μου ζωής ήταν να (από)δείξω ότι μπορείς να κάνεις «καριέρα» στη δημοσιογραφία, ακόμα κι αν αψηφήσεις τον νόμο της βαρύτητας, που εδώ και δεκαετίες απομυζεί ταλέντο από τη Θεσσαλονίκη και το διοχετεύει στην Αθήνα. Κι αν τα κατάφερνα, θα είχα το μπόνους ότι θα ζούσα στην πόλη που λατρεύω, χωρίς να αποχωριστώ την οικογένειά μου ή, αργότερα, τις καθημερινές βόλτες με το λαμπραντόρ μου, στο παρκάκι δίπλα στο Μαϊάμι, με τη θέα του Ολύμπου το πρωί και το υπέροχο ηλιοβασίλεμα και τα φώτα της Περαίας το δείλι.
Τελικά η επαγγελματική μου πορεία, την αποτυχία της οποίας είχαν προδικάσει σχεδόν όλοι προτού καν ξεκινήσει, υπήρξε μάλλον αξιοπρεπής. Πέρασα μια δεκαετία στην κραταιά εφημερίδα Μακεδονία, που πουλούσε τότε δεκάδες χιλιάδες φύλλα και είχε γύρω στους 150 δημοσιογράφους στο μισθολόγιο, με αμοιβές που σήμερα φαντάζουν προϊόν επιστημονικής φαντασίας, με σπουδαίους διευθυντές, αρχισυντάκτες και συναδέλφους.
Μετά το 2012 εργάστηκα και συνεργάστηκα με ορισμένα από τα μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης της Ευρώπης. Έχω δουλέψει για το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, τις έντυπες και ηλεκτρονικές εκδόσεις διεθνών ΜΜΕ, κάλυψα ορισμένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής μας –από την κρίση χρέους μέχρι το προσφυγικό–, ταξίδεψα πολύ, γνώρισα και συνεργάστηκα με εξαιρετικούς συναδέλφους απ’ όλο τον κόσμο, ενώ οι διασυνοριακές έρευνές μας έφεραν διεθνή βραβεία και «καταξίωση», χωρίς ποτέ ο ΤΚ μου να αλλάξει από πεντάρι σε άσσο.
Ασφαλώς τα κέντρα λήψης αποφάσεων και τα μεγάλα εγχώρια ΜΜΕ και ξένα ανταποκριτικά γραφεία βρίσκονται στην Αθήνα. Όμως στα μάτια μου, ακόμα και το φαινομενικά ασυναγώνιστο πλεονέκτημα της εγγύτητας στα κέντρα αποφάσεων, είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα. Η απόσταση από το «κέντρο» προσέφερε άλλου τύπου ευκαιρίες, οπτικές, εμπειρίες και δυνατότητες.
Θεώρησα από την αρχή ότι, αν θέλω να κάνω καλά τη δουλειά μου, η τριβή –και πολύ περισσότερο η «πολλή συνάφεια […], μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες» για την οποία προειδοποιούσε ο Καβάφης– με πρόσωπα της εξουσίας, όσο ελκυστική κι αν ακούγεται, και όσο χρήσιμη κι αν είναι για να «βγάλεις το ρεπορτάζ», συνοδευόταν από ηθικά διλήμματα και περιορισμούς, τα οποία δεν είχα την (προ)διάθεση να αντιμετωπίσω.
Έχω ασφαλώς γνωρίσει πολιτικούς και άλλους ισχυρούς παράγοντες στο πλαίσιο του ρεπορτάζ, έχω πάρει συνεντεύξεις από το σύνολο της εκάστοτε πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας, αλλά μέχρι εκεί. Δεν έχω φίλους πολιτικούς, δεν πηγαίνω διακοπές μαζί τους. Αυτό με βοήθησε να διατηρήσω μια υγιή απόσταση.
Το κυριότερο ίσως, θέλησα να δείξω ότι μπορείς να είσαι καλός επαγγελματίας και να ακολουθήσεις, αν θέλεις, διεθνή σταδιοδρομία, ακόμα και στη δημοσιογραφία, μένοντας στη Θεσσαλονίκη, όπως εξάλλου έχουν αποδείξει πολλοί εξαιρετικοί δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ της πόλης μας (ορισμένους έχουμε την τύχη να τους έχουμε μαζί μας σε αυτό το νέο εγχείρημα). Κάθε φορά που ο εκάστοτε ξένος αρχισυντάκτης μού ζητούσε ένα θέμα, η πρώτη μου σκέψη ήταν: μπορώ να το βγάλω από τη Θεσσαλονίκη;
Όταν το Der Spiegel, για παράδειγμα, μου ζήτησε να γράψω για έναν προορισμό στην Ελλάδα και πώς έχει επηρεαστεί από την πανδημία, ξεκαθάρισα ότι δεν είχα καμία πρόθεση να μηρυκάσω τα κλισέ για τον Παρθενώνα και τις Κυκλάδες, που τα ξέρουν και οι πέτρες και δεν έχουν ανάγκη άλλης προβολής – θα έγραφα για τη Θεσσαλονίκη.
Όταν το BBC, εν μέσω της κρίσης χρέους, ετοίμαζε μια ραδιοφωνική παραγωγή για την ελληνική οικονομία, τους πρότεινα να πάμε στη βιομηχανική περιοχή, και να αναδείξουμε αξιόλογες επιχειρήσεις που δίνουν μάχη με θεούς και δαίμονες και τα καταφέρουν, πέριξ της Θεσσαλονίκης. «Έχει αξιόλογη βιομηχανία στη Θεσσαλονίκη;» με ρώτησε η παραγωγός του βρετανικού μέσου. Εντυπωσιάστηκαν από τις επιχειρήσεις που επισκέφτηκαν.
Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ένα live που κάναμε στο ραδιόφωνο του BBC από το roof garden ενός κεντρικού ξενοδοχείου της πόλης. Το βλέμμα των Άγγλων συναδέλφων καθώς ατένιζαν τη θάλασσα, σκόνταψε πάνω στον Όλυμπο. Με ρώτησαν έκπληκτοι: «Μα ποιο είναι αυτό το υπέροχο βουνό που φαίνεται στον ορίζοντα;» «Ο Όλυμπος» τους απάντησα. «Ο γνωστός Όλυμπος, των αρχαίων θεών;» «Αυτός ακριβώς». «Μα σοβαρά είναι τόσο κοντά, δεν είχαμε ιδέα, τι τέλεια!»
Ασφαλώς τη δεκαπενταετία σχεδόν που συνεργάζομαι με διεθνή ΜΜΕ χρειάστηκε να περάσω πολύ χρόνο στην Αθήνα. Για να καλύψω τις συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα για τα μνημόνια ή το Μακεδονικό, για να γράψω για τους άστεγους πρόσφυγες στην Πλατεία Βικτωρίας, για να καλύψω τα γεγονότα του 2015, για να πάρω συνεντεύξεις ή να παρευρεθώ σε εκδηλώσεις και συνέδρια.
Ενίοτε χρειάστηκε να μείνω επί μήνες στην πρωτεύουσα, όπου έχω κάνει πολλούς και καλούς φίλους. Όμως πάντοτε επέστρεφα. Όταν ένας διευθυντής μου πρότεινε «Γιώργο, θα μας έβγαινε πιο οικονομικά εάν σου νοικιάζαμε ένα γραφείο στην Αθήνα από το να ανεβοκατεβαίνεις» αρνήθηκα. «Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη μου. Όποτε πρέπει να είμαι στην Αθήνα θα το κάνω, αλλά δεν φεύγω από τη Θεσσαλονίκη. Στο κάτω κάτω, κι εσείς έχετε έδρα στο Αμβούργο, όχι στο Βερολίνο».
Παρότι εξακολουθώ να βλέπω ορισμένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της πόλης μας να αποφασίζουν την κάθοδο (και πολλούς να διαπρέπουν) στην Αθήνα για τους λόγους που ήδη ανέφερα, η δική μου στάση δεν έχει αλλάξει.
Δεν μπορώ να δεχθώ ότι μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, γεμάτη ιστορία και ιστορίες, με μεγάλες δυνατότητες, με πολύ πιο ισορροπημένη σχέση εργασίας-προσωπικής ζωής, με το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της χώρας, με μια ένδοξη πορεία αιώνων, με καταξιωμένες και φιλόδοξες επιχειρήσεις, με πολιτιστικούς οργανισμούς διεθνούς εμβέλειας, δεν μπορεί να συγκρατήσει ανθρώπους με φιλοδοξίες, όνειρα και ικανότητες.
Το ανθρώπινο δυναμικό της πόλης (και) στη δημοσιογραφία είναι εξαιρετικό. Κάθε φυγή με πληγώνει. Αδυνατώ να δεχθώ ότι είναι νομοτέλεια μία χώρα όπως η Ελλάδα, που έχει σχεδόν την έκταση της Αγγλίας, να είναι συγκεντρωμένη στο λεκανοπέδιο.
Για όσο έχω τη δυνατότητα θα παραμείνω εδώ, και με όποιες δυνάμεις έχω, θα προβάλλω την εναλλακτική στον υδροκεφαλισμό, θα μάχομαι για την αγαπημένη πόλη, που πρέπει επιτέλους να μπορέσει να κρατήσει τα παιδιά της.
Από σήμερα δε, έχοντας τη μεγάλη τιμή της ανάληψης της διεύθυνσης σύνταξης της ηλεκτρονικής έκδοσης του ιστορικού «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόΛΙΣ».
Μία σειρά έντυπων και διαδικτυακών εκδόσεων, οπτικοακουστικών παραγωγών και δράσεων για την Ιστορία, τα Γράμματα, τις Τέχνες και τις Ιδέες στην πόλη, που προβάλλει πτυχές και πρόσωπα της ιστορικής και σύγχρονης Θεσσαλονίκης.
Μία πλατφόρμα διαλόγου, ιδεών και δράσεων για την ανάδειξη της ταυτότητας της Θεσσαλονίκης, την προώθηση του σύγχρονου πολιτισμού, και την ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα της πόλης.
Εγγραφείτε στο newsletter του Θεσσαλονικέων Πόλις δωρεάν για να λαμβάνετε στο inbox σας πρωτογενή ρεπορτάζ για την πόλη, άρθρα, συνεντεύξεις και επιλογές από την έντυπη και διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού.